ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ
1. Αυτά τα δέντρα
Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του.
Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως
κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
2. Όλοι διψάνε
Όλοι διψάνε χρόνια τώρα. Όλοι πεινάνε.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια.
Μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι,
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους,
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους.
Κι έχουν στα χείλη τους επάνω το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά - βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
3. Όταν σφίγγουν το χέρι
Όταν σφίγγουν το χέρι
ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
Όταν χαμογελάνε
ένα μικρό χελιδόνι
φεύγει μέσα απ' τ' άγρια γένια τους
Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα
Όταν σκοτώνονται, όταν σκοτώνονται
η ζωή τραβάει την ανηφόρα
με σημαίες, με σημαίες
με σημαίες και με ταμπούρλα
4. Τόσα χρόνια
Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε,
όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους
η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
από τις τρύπες του πανωφοριού τους
μπαινοβγαίνει ο θάνατος
Πάνoυ στα καραούλια πετρώσαν
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
τώρα γεμίζουν τα κανόνια τους
τώρα γεμίζουν μόνο με την καρδιά τους.
5. Μπήκαν στα σίδερα
Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά,
κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο
στο καύκαλο του παππουλή τους
στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή
και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο
έτσι που κόβανε στο γόνατο
το κριθαρένιο τους καρβέλι
6. Δέντρο το δέντρο
Δέντρο το δέντρο,
πέτρα την πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό
για να τον δώσουν.
κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια
Φέρναν τη ζωή
στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
7. Ποιος να το πει
Και τώρα πώς κλειδώσανε
την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
Πώς λίγνεψε το φως
πάνω στις στέγες και στα δέντρα.
Ποιος να το πει
πως βρίσκονται οι μισοί
κάτο απ' το χώμα
κ' οι άλλοι μισοί, κ' οι άλλοι μισοί
για άλλοι μισοί στα σίδερα
8. Θα σημάνουν οι καμπάνες
Με τόσα φύλλα σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα λάμπει, λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μέσ' τα σίδερα και κείνοι μεσ' το χώμα.
Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτω απ' το χώμα μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε τις καμπάνας το σχοινί,
προσμένουνε την ώρα, προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση
τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας
δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει
Σώπα όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες
9. Τραβήξανε ψηλά
Τραβήξανε ψηλά πολύ ψηλά
Δύσκολο και να χαμηλώσουνε
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους
Μέσα στ' αλώνια που δειπνήσαν
μια βραδιά τα παλικάρια
Μένουνε τα λιοκούκουτσα
και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
Κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.
Μένουν τα κυπαρίσσια μένουν τα κυπαρίσσια
μένουν τα κυπαρίσσια κι ο δαφνώνας.
Contributed by Gian Piero Testa & CCG/AWS Staff - 2009/2/8 - 01:36
Language: Italian
Versione integrale italiana di Gian Piero Testa [2005]
On peut traduire le terme »Romiossini« avec »Grécité«, mais en fait, il va au-delà de l'idée de la simple appartenance à la nation hellène. Il détermine l'essence total des Grecs, leur histoire, leur mythologie, leurs us et coutumes, leur identité fondamentale.
Les vers de Yannis Ritsos font l'effet d'être taillés un à un de la pierre dure, chaque mot paraît ciseler le thème général, chaque image est comme sculptée.
L'œuvre est un hymne extraordinaire de l'essence des Hellènes qui depuis des centaines d'années sont en lutte pour sauver la terre sacrée et la mer ivre de beauté et de sang. »Personne ne pourra jamais nous prendre la terre. Bientôt les cloches résonneront dans le pays. Toute la terre pour nous et pas un lopin pour nos ennemis.«
La musique de Mikis Theodorakis s'identifie totalement avec le texte. Les notes sont sorties du bouzouki comme au burin, pour appuyer chaque syllabe articulée par le chanteur rébète qui devient le héraut, le message mettant en garde - comme dans les tragédies grecques - devant de nouveaux dangers et chantant les souffrances qui donnent leur vraie dimension à la Grécité. Le bouzouki, appuyé seulement par la percussion et des guitares, est maintenant devenu porteur de l'action musicale.
L'unité entre les paroles et la musique est totale. La source de la ballade klephtique s'unit à la source de la musique rébétique et confère sa vraie identité à la Grécité.
»Romiossini« est une pierre angulaire de l'histoire culturelle de la Grèce.
© Guy Wagner: Mikis Theodorakis. Une vie pour la Grèce, 2000
mikis-theodorakis.net
Les vers de Yannis Ritsos font l'effet d'être taillés un à un de la pierre dure, chaque mot paraît ciseler le thème général, chaque image est comme sculptée.
L'œuvre est un hymne extraordinaire de l'essence des Hellènes qui depuis des centaines d'années sont en lutte pour sauver la terre sacrée et la mer ivre de beauté et de sang. »Personne ne pourra jamais nous prendre la terre. Bientôt les cloches résonneront dans le pays. Toute la terre pour nous et pas un lopin pour nos ennemis.«
La musique de Mikis Theodorakis s'identifie totalement avec le texte. Les notes sont sorties du bouzouki comme au burin, pour appuyer chaque syllabe articulée par le chanteur rébète qui devient le héraut, le message mettant en garde - comme dans les tragédies grecques - devant de nouveaux dangers et chantant les souffrances qui donnent leur vraie dimension à la Grécité. Le bouzouki, appuyé seulement par la percussion et des guitares, est maintenant devenu porteur de l'action musicale.
L'unité entre les paroles et la musique est totale. La source de la ballade klephtique s'unit à la source de la musique rébétique et confère sa vraie identité à la Grécité.
»Romiossini« est une pierre angulaire de l'histoire culturelle de la Grèce.
© Guy Wagner: Mikis Theodorakis. Une vie pour la Grèce, 2000
mikis-theodorakis.net
ΡΩΜΙΟΣΥΝH
GRECITA'
GRECITA'
1. Questi alberi
Questi alberi non ce la fanno con meno cielo,
queste pietre non ce la fanno sotto passi stranieri,
questi volti non ce la fanno se non al sole,
questi cuori non ce la fanno se non col buon diritto.
Questo paesaggio duro come il silenzio
si stringe al petto le sue pietre infocate,
stringe la luce i suoi orfani ulivi e le sue vigne.
Non c'è acqua. Solo luce
La strada si perde nella luce
e l'ombra dello stazzo è di ferro.
2. Tutti hanno sete
Tutti hanno una sete secolare. Tutti hanno fame.
I loro occhi sono rossi per il vegliare.
Una ruga profonda incisa tra le sopracciglia
come un cipresso tra due montagne al tramonto.
Il loro braccio è incollato al fucile,
il fucile è tutt'uno col loro braccio,
il loro braccio è tutt'uno con la mente.
E sulle labbra hanno lo sdegno
e hanno il dolore in fondo, in fondo agli occhi
come una stella in una conca di sale.
3. Quando stringono il pugno
Quando stringono il pugno
il sole è garantito al mondo
Quando sorridono
una rondinella
esce dalle loro selvatiche barbe
Quando li ammazzano, quando li ammazzano
la vita si avventa nell'ascesa
con bandiere, con bandiere
con bandiere e tamburi.
La vita si avventa nell'ascesa
con bandiere, con bandiere
con bandiere e tamburi.
Quando li ammazzano, quando li ammazzano
la vita si avventa nell'ascesa
con bandiere, con bandiere
con bandiere e tamburi.
4. Da tanti anni
Da tanti anni tutti hanno fame,
tutti hanno sete, tutti vengono uccisi
assediati dalla terra e dal mare,
la calura ha divorato i loro campi,
la salsedine ha impregnato le loro case,
dai buchi dei loro cappotti
va e viene la morte.
Assediati dalla terra e dal mare,
la calura ha divorato i loro campi,
la salsedine ha impregnato le loro case,
dai buchi dei loro cappotti
va e viene la morte.
Sopra le garitte diventarono di pietra
facendo la guardia al mare infuriato dove naufragò
il vascello spezzato della luna.
Il pane è finito, le munizioni sono finite:
ora caricano i loro cannoni,
ora li caricano solo con i loro cuori.
5. Si gettarono nel ferro e nel fuoco
Si gettarono nel ferro e nel fuoco,
conversarono con le pietre,
offrirono rakì alla morte
nel teschio dei loro nonni
nelle stesse Aie incontrarono Digéne
e si stesero a cenare
tagliando in due il dolore
come affettavano nel cavo del ginocchio
la loro pagnotta d'orzo
6. Albero dopo albero
Albero dopo albero,
pietra dopo pietra attraversarono il mondo,
su cuscini di spine attraversarono il sonno.
Nelle loro mani asciutte
portavano la vita come un fiume
Ad ogni passo guadagnavano un palmo di cielo
per farne dono
e quando ballavano nella piazza
dentro le case tremavano le volte
e tintinnavano i cristalli sui ripiani
Nelle loro mani asciutte
portavano la vita come un fiume
7. Chi può spiegare
E ora come hanno potuto chiuderci
la porta le nostre vigne ?
Come ha potuto illanguidirsi la luce
sopra il tetto e sopra gli alberi ?
Chi può spiegare
perché mai una metà si trova
sotto la terra
e l'altra metà, e l'altra metà
e l'altra metà in catene ?
8. Suoneranno le campane
Con tante foglie ammiccando ti dà il buongiorno il sole
di tante luminose insegne splende, splende il cielo
ma questi stanno in catene e quelli sotto la terra
Taci, ché stanno per suonare le campane.
Questa terra appartiene tanto a noi come a loro.
Sotto la terra nelle loro braccia incrociate
tengono la fune della campana,
aspettano il momento, aspettano di suonare la resurrezione,
questa terra appartiene tanto a noi come a loro.
nessuno può portarcela via.
Taci, ché stanno per suonare le campane.
9. Sono saliti in alto
Sono saliti in alto, troppo in alto.
Difficile che ora si abbassino.
Difficile anche che dicano la loro statura.
Dentro le aie dove cenarono
una sera i pallicari
restano i nòccioli delle olive
e il sangue rappreso della luna
e il decapentasillabo delle loro armi
Restano i cipressi restano i cipressi
restano i cipressi e il laureto.
Contributed by Gian Piero Testa & CCG/AWS Staff - 2009/2/10 - 18:48
Language: Italian
La versione italiana realizzata dal Canzoniere Internazionale di Leoncarlo Settimelli.
Si tratta in realtà di una sorta di "collage" realizzato prendendo dei versi dal testo originale. Incisa dal Canzoniere Internazionale in Questa grande umanità ha detto basta, Dischi dello Zodiaco, VPA 8142 e da Cantovivo su Dischi del Manifesto.
Leoncarlo Settimelli, Il '68 cantato (e altre stagioni), edizioni Zona, 2008, p. 139. Il testo è stato ricopiato direttamente dal libro.
Leoncarlo Settimelli, Il '68 cantato (e altre stagioni), edizioni Zona, 2008, p. 139. Il testo è stato ricopiato direttamente dal libro.
ROMIOSINI
Con quante foglie il sole
ci dà il buongiorno
Con quante quante cime il sole
illumina la terra
Quanti di noi ma chi lo sa
sono in catene chi lo sa
quanti di noi ma chi lo sa
son sottoterra chi lo sa
E d'improvviso suoneremo le campane
e d'improvviso spezzeremo le catene
è tanto il fuoco
che brucia sotto questa cenere
Ecco il fuoco
che distrugge e purifica
pietre e foglie come un uragano
e in mezzo all'erba morta
la vita tornerà ed un fiore
rosso fiore nascerà
e visi pietre alberi e cuori
la vita bagnerà
O terra nostra nostra tornerai
o terra nostra nostra tornerai
o terra nostra nostra tornerai
E d'improvviso suoneranno le campane
e d'improvviso cederanno le catene
è tanto il fuoco
che brucia sotto questa cenere.
Con quante foglie il sole
ci dà il buongiorno
Con quante quante cime il sole
illumina la terra
Quanti di noi ma chi lo sa
sono in catene chi lo sa
quanti di noi ma chi lo sa
son sottoterra chi lo sa
E d'improvviso suoneremo le campane
e d'improvviso spezzeremo le catene
è tanto il fuoco
che brucia sotto questa cenere
Ecco il fuoco
che distrugge e purifica
pietre e foglie come un uragano
e in mezzo all'erba morta
la vita tornerà ed un fiore
rosso fiore nascerà
e visi pietre alberi e cuori
la vita bagnerà
O terra nostra nostra tornerai
o terra nostra nostra tornerai
o terra nostra nostra tornerai
E d'improvviso suoneranno le campane
e d'improvviso cederanno le catene
è tanto il fuoco
che brucia sotto questa cenere.
Contributed by Riccardo Venturi - 2009/4/2 - 03:16
Language: Spanish
Il ciclo di canzoni tradotto in lingua spagnola da Juan Ruiz de Torres, ripreso da questa pagina.
El ciclo de canciones traducido al castellano por Juan Ruiz de Torres, reproducido de esta página.
El ciclo de canciones traducido al castellano por Juan Ruiz de Torres, reproducido de esta página.
ΡΩΜΙΟΣΥΝH
HELENISMO
HELENISMO
1. Estos árboles
Estos árboles no soportan un cielo más pequeño,
estas piedras no soportan las pisadas extranjeras,
estos rostros no soportan más que el sol,
estos corazones no soportan más que la justicia.
Paisaje duro como el silencio.
Agrieta en su pecho sus peñas abrasadas,
aprieta contra su luz sus olivos y sus viñas huérfanas.
No hay agua. Sólo luz.
El camino se pierde en la luz y la sombra de la tapia es de hierro.
2. Todos tienen sed
Hace tantos años que todos tienen sed, que todos tienen hambre.
Sus ojos están enrojecidos por la falta de sueño.
La profunda arruga encajada entre sus cejas
es como un ciprés entre dos montes, a la puesta del sol.
Sus manos están pegadas al fusil,
el fusil es prolongación de sus brazos,
sus brazos son prolongación de su alma.
Tienen la ira en los labios,
tienen la pena en el fondo de sus ojos
como una estrella incrustada en sal.
3. Cuando se estrechan las manos
Cuando se estrechan las manos, el sol luce para todos,
cuando sonríen, una golondrina escapa de sus barbas salvajes,
cuando les matan, la vida sigue arriba, con banderas y tambores.
4. Hace tantos años
Hace tantos años que todos pasan hambre, que todos tienen sed, que les matan
acorralados entre tierra y mar.
Sus huertos, quemados por la sequía, sus casas invadidas por el salitre.
Por los agujeros de sus capotes entra y sale la muerte.
En sus puestos de guardia, se convirtieron en piedra, vigilando
el mar embravecido, donde se hundió
el mástil quebrado de la luna.
Se acabó el pan, las municiones se acabaron.
Ahora cargan sus armas sólo con sus corazones.
5. Entraron en el fuego de la batalla
Entraron en el fuego de la batalla, hablaron con las peñas,
en el cráneo de su abuelo ofrecieron rakí a la Muerte,
en las parvas de siempre se encontraron con Diyenis, y se dispusieron a cenar,
partiendo en dos las penas, como partían en la rodilla sus hogazas.
6. Árbol a árbol
Árbol a árbol, piedra a piedra atravesaron el mundo,
con almohada de espinas atravesaron el sueño.
Llevaban la vida como un río en sus manos secas.
En cada paso ganaban un poco de cielo para regalarlo.
Y cuando bailaban en la plaza,
temblaban los techos dentro de las casas
y las vajillas tintineaban en los anaqueles.
7. ¿Cómo es que?
Dime, ¿por qué cerraron nuestras viñas sus puertas,
por qué se debilitó la luz sobre los tejados y los árboles?
¿Cómo es que la mitad de ellos está bajo tierra
y la otra mitad entre rejas?
8. Sonarán las campanas
¡Con tantas hojas con que el sol te dice 'buenos días',
con tantos resplandores como luce el cielo,
y que unos estén entre rejas y otros bajo tierra!
Calla, donde están sonarán las campanas.
Esta tierra es suya y nuestra.
Bajo tierra,
en sus brazos cruzados
sostienen la cuerda de la campana
esperando el momento justo,
esperando para tocar a resurrección.
Esta tierra es suya y nuestra.
Nadie nos la puede arrebatar.
Calla, donde están sonarán las campanas.
Esta tierra es suya y nuestra.
9. Se fueron arriba
Se fueron arriba, muy arriba.
Ya es difícil que bajen.
Ya es difícil calcular su estatura.
En las parvas donde los héroes cenaron una noche
quedan los huesos de las aceitunas
y la sangre seca de la luna
y el alejandrino de sus armas.
Quedan los cipreses y el bosque de laureles.
Contributed by Riccardo Venturi - 2009/2/10 - 22:02
Language: Catalan
La versione catalana di Θα σημάνουν οι καμπάνες cantata da Teresa Rebull
dal blog di Gustavo Sierra Fernandez
ascolta
dal blog di Gustavo Sierra Fernandez
ascolta
Teresa Rebull fue una mujer que durante la guerra civil española estuvo afiliada al POUM y ejerció de enfermera durante la contienda. Se exilió a Francia, en donde trabó amistad con la intelectualidad de posguerra: los filósofos existencialistas, los grandes chansoniers, y comenzó a cantar en lo que los catalanes llaman Catalunya Nord, la parte francesa de habla catalana, convirtiéndose en la precursora del movimiento cultural que dio en llamarse Nova Cançó catalana. “L’avià”, la abuela, de la Nova Cançó, realizó una excelente versión del tema sobre la traducción y adaptación de este tema por parte del padrino de la Nova Cançó, Josep Maria Espinàs, bajo este título
LES CAMPANES DE LA RESURRECCIÓ
Veiem el nostre sol que torna, que torna cada matí
que neix al cel de Grècia i omple tot el blau del nostre mar.
Ke tuti mes te sidera, ke kini mes to joma,
ke tuti mes te sidera, ke kini mes to joma.
Tots esperem el só llunyà de les campanes
sobre la terra que és de tots i de nosaltres.
Sota la terra
aquells que han mort van esperant
les mans closes, com volent tot estirar
les cordes invisibles i que faràn sonar
l’hora nova, l’hora de resucitar.
Tots esperem el só llunyà de les campanes
sobre la terra que és de tots i de nosaltres.
Veiem el nostre sol que torna, que torna cada matí
que neix al cel de Grècia i omple tot el blau del nostre mar.
Ke tuti mes te sidera, ke kini mes to joma,
ke tuti mes te sidera, ke kini mes to joma.
Tots esperem el só llunyà de les campanes
sobre la terra que és de tots i de nosaltres.
Sota la terra
aquells que han mort van esperant
les mans closes, com volent tot estirar
les cordes invisibles i que faràn sonar
l’hora nova, l’hora de resucitar.
Tots esperem el só llunyà de les campanes
sobre la terra que és de tots i de nosaltres.
Language: Greek (Modern)
Γιάννης Ρίτσος: ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ [1961]
Yannis Ritsos: ROMIOSYNI (il testo poetico integrale, 1961)
Yannis Ritsos: ROMIOSSINI (complete poem, 1961)
Nel 1974, alla caduta della dittatura fascista dei colonnelli, Yannis Ritsos e Mikis Theodorakis vennero considerati eroi della Resistenza. In occasione del concerto per la liberazione a Atene, oltre 100.000 persone reclamarono l'esecuzione di Grecità. Qui di seguito, nei video proposti, Yannis Ritsos legge (e in alcune parti canta) personalmente e integralmente il suo poema.
1a parte.
2a parte.
3a parte.
4a parte.
Yannis Ritsos: ROMIOSYNI (il testo poetico integrale, 1961)
Yannis Ritsos: ROMIOSSINI (complete poem, 1961)
Ρίτσος Γιάννης - Ρωμιοσύνη (από τα Ποιήματα, B΄, Kέδρος 1961)
Yannis Ritsos: Romiosyni (dalle "Poesie", II, 1961)
Yannis Ritsos: Romiosyni (dalle "Poesie", II, 1961)
Nel 1974, alla caduta della dittatura fascista dei colonnelli, Yannis Ritsos e Mikis Theodorakis vennero considerati eroi della Resistenza. In occasione del concerto per la liberazione a Atene, oltre 100.000 persone reclamarono l'esecuzione di Grecità. Qui di seguito, nei video proposti, Yannis Ritsos legge (e in alcune parti canta) personalmente e integralmente il suo poema.
1a parte.
2a parte.
3a parte.
4a parte.
I. Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.
Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
II. Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο της πέτρας
είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το μεδούλι
είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει τα χρόνια.
Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς
κ' οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι του Aλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο απ' τον καημό της δύσης.
H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα λεκιασμένη απ' τα σταφύλια.
Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ' τον κάμπο η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.
Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.
H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.
Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ' η ελιά,
μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη
και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.
A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί
για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του καλοκαιριού "κι αυτό θα περάσει"
πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ' τα εφτά σφαγμένα παλληκάρια της
ώσπου να βρε΄i το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.
Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης
μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου
και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα
καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.
A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει το κουράγιο
και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρόφυλλά της διάπλατα
κοιτάει του Θεού τ' αστροπερίχυτα περβόλια;
Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο
μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.
Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι
γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,
και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού
γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,
με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι
και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το αλάτι.
Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.
Έλα κυρά με τ' αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι
από την έγνοια του φτωχού κι απ' τα πολλά τα χρόνια -
η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,
μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου
κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.
Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος,
κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,
στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι
κ' η μάνα κάτου απ' τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.
Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού -
πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις πάλι τ' άρματα
να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά
να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,
να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και τ' Aπριλιού το χιόνι
και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυρώσει τις δαγκάνες του.
III. Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του ματιού μας
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας που σηκώνουμε πάντα στη ράχη μας
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα του μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.
Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ' τη φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ' το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.
Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι αψύς κει πάνου.
΄Oταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης
και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς
ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ' τα σκαμμένα στο βράχο σκαλοπάτια
κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα
κάθουνται και μετράν τ' αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά ασημένια τους κουταλοπήρουνα
κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογγίτικο μπαρούτι.
Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα στη θηλειά τους
όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξεκολλήσει πάνου απ' το πικρό του μάτι.
Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια
από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι αλισφακιά.
Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύμησης
Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι
Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιάκουρα
θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα
και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει τσάμικο καταμεσίς στην τάπια
και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια
αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.
Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ' τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος
κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι.
Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.
IV. Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,
μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.
Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ' αυτιά τους.
Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό - για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια.
A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια -
ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού και δειπνούσαν,
και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.
Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;
Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα
το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς μύριζε το χώμα -
και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ' το χώμα
κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;
Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.
Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.
V. Kάτσανε κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο
κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε στο μονοπάτι της νύχτας
πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας
πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε τη σημαία.
Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι
ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθινοπώρου.
Tίποτ' άλλο δεν έμενε. Mονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.
Oι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ' τις πέτρες
με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο στην πεσμένη πόρτα.
Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Mόνο που η σιγαλιά μεγάλωνε πολύ
κ' είταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό της σκοτωμένης.
Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα σάπια πλατανόφυλλα
τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι
όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το λελέκι του χιονιού;
Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ' αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των εχτρών το στόμα,
βάλαν σ' ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με τα μαχαιροπήρουνα
και τριγυρνάνε έξω απ' τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.
Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά ή κάτου απ' τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε -
θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους
θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρωτήσουν μια μαργαρίτα
να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.
Θα χρειαστεί καιρός. Kαι πρέπει να μιλήσουμε. Ώσπου να βρούν το ψωμί και το δίκιο τους.
Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρτούνα. Πούναι η βάρκα;
Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει. Kαμένο το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;
Στάχτη η ελιά, τ' αμπέλι και το σπίτι.
Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ' αστέρια της μες στο τσουράπι.
Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ' άγγιξε η φωτιά.
Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι - και να κοχλάζει μόνο το νερό στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.
Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους - τρεχει το αίμα μες στις φλέβες.
Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;
Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.
Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται.
Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.
Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το δέντρο τον καρπό του.
Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.
Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Tο ξέρεις. Kαλησπέρα.
Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η γριά δύση.
Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.
Mέσα στ' αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.
Tην άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας τους,
τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους που ανάψαν τα τσιγάρα τους και τ' αγκάθια των άστρων.
K' η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο άντικρυ στη θάλασσα
αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι
μεθαύριο θ' ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της Aγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν
κ' ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού στον κόρφο της λιακάδας.
K' ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την καρδιά τους
σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.
VI. Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την αντικρυνή πλαγιά της μέρας
λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της δίψας
λογαριάζεται απ' την αρχή η παλιά λαβωματιά
κ' η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύδια μπρος στις πόρτες.
Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα
όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.
Άδειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο. Kι ο ψόφιος ποντικός.
Άδειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και τη στέρνα.
Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ' το μπαρούτι.
Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας
πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού
πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την αστρομαντινάδα της στη λύρα.
Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και τα σπερδούκλια.
Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.
Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πια καθόλου τόπο
για άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει τα μαλλιά της.
Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρωμένο πέλαγο
κ' οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά
σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου που τον δέσανε στο κυπαρίσσι.
Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.
Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται με την κοιλιά στις καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ' το θάνατο
ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού
μα απ' την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος
και ξανακούν το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η οβίδα πέφτοντας στη θάλασσα
κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος στην πύλη.
Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.
Xτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ' τους ίσκιους ξένων καραβιών.
Kλεισμένοι οι δρόμοι απ' τα ντουβάρια.
Mόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.
Kι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους
ν' ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.
Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν το κάστρο.
Kάτου απ' τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους. Έι, αδέρφι, δεν απόστασες;
Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου,
ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι - δε θυμάσαι;
δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή,
το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου στο μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού
σού λέει την ομορφιά του κόσμου.
Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ' την αρμύρα.
Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ' το κεφάλι τής σιωπής
στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε βλέπει.
Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο
έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα
βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά
και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου
να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε
όταν θα βγάζεις απ' τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα
και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις λεβεντιά και δόξα.
Ύστερα θ' ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου
και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα
πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια
πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι
έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν στην κουβέρτα του ίσκιου -
θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ' ουρανού να βρείς το γαλανό σημάδι
σάμπως να βρίσκεις πάνου απ' το πουκάμισο τη ρώγα της γυναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου
σάμπως να βρίσκεις ύστερ' από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας του πατρικού σπιτιού σου.
VII. Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες.
Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα
έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.
Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφήγκας με τις πολλές πολεμίστρες,
στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ' η φωνή του φετεινού τζίτζικα,
στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμίλητο, πολύ βασανισμένο,
πιστό σκυλί - τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο σου μυρίζοντας τις πικροδάφνες
τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.
Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού καλοκαιριού
μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς -
η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της
έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της
και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο
στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή
σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ' ένα πλατύ φύλλο μουριάς που την ξεραίνει η κάψα.
Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του
έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι
έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του
και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρωτοχτύπησε το γαλάζιο του Eλλήσποντου.
Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου
έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ' η κάπαρη.
Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο
μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο
στρογγυλή σαν τα παλιά πιθάρια - η ίδια πανάρχαιη φωνή.
Kάθε νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους
ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα να βρεί το γιο του
απ' την κοψιά του σαγονιού κι απ' τα πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε.
Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά. Kουρντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.
Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί ανάμεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους
έτσι που μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλοκαιριάτικα άστρα
τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνάξουμε: αγαπώ.
Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.
Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα χέρι και λες καλησπέρα
με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πατρικό του
και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο
κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο
και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K' είναι σίγουρος
πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.
Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' τα κάγκελα του μπαλκονιού, μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων και των αδελφών του.
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.
O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.
Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.
Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γενεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.
Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε -
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.
II. Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο της πέτρας
είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ώς το μεδούλι
είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει τα χρόνια.
Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς
κ' οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι στο πάνω χείλι του Aλωνάρη
- κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο απ' τον καημό της δύσης.
H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα λεκιασμένη απ' τα σταφύλια.
Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ' τον κάμπο η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.
Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.
H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.
Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ' η ελιά,
μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη
και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.
A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί
για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του καλοκαιριού "κι αυτό θα περάσει"
πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ' τα εφτά σφαγμένα παλληκάρια της
ώσπου να βρε΄i το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.
Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης
μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου
και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα
καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.
A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει το κουράγιο
και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρόφυλλά της διάπλατα
κοιτάει του Θεού τ' αστροπερίχυτα περβόλια;
Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο
μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.
Kαι νά που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι
γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,
και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού
γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,
με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι
και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το αλάτι.
Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.
Έλα κυρά με τ' αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι
από την έγνοια του φτωχού κι απ' τα πολλά τα χρόνια -
η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,
μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου
κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.
Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος,
κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,
στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι
κ' η μάνα κάτου απ' τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.
Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού -
πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις πάλι τ' άρματα
να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά
να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,
να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και τ' Aπριλιού το χιόνι
και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυρώσει τις δαγκάνες του.
III. Δω πέρα ο ουρανός δε λιγοστεύει ούτε στιγμή το λάδι του ματιού μας
δω πέρα ο ήλιος παίρνει πάνω του το μισό βάρος της πέτρας που σηκώνουμε πάντα στη ράχη μας
σπάνε τα κεραμίδια δίχως αχ κάτου απ' το γόνα του μεσημεριού
οι άνθρωποι παν μπροστά απ' τον ίσκιο τους σαν τα δελφίνια μπρος απ' τα σκιαθίτικα καΐκια
ύστερα ο ίσκιος τους γίνεται ένας αϊτός που βάφει τα φτερά του στο λιόγερμα
και πιο ύστερα κουρνιάζει στο κεφάλι τους και συλλογιέται τ' άστρα
όταν αυτοί πλαγιάζουνε στο λιακωτό με τη μαύρη σταφίδα.
Δω πέρα η κάθε πόρτα έχει πελεκημένο ένα όνομα κάπου από τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια
κάθε λιθάρι έχει ζωγραφισμένον έναν άγιο μ' άγρια μάτια και μαλλιά σκοινένια
κάθε άντρας έχει στο ζερβί του χέρι χαραγμένη βελονιά τη βελονιά μια κόκκινη γοργόνα
κάθε κοπέλα έχει μια φούχτα αλατισμένο φως κάτου απ' τη φούστα της
και τα παιδιά έχουν πέντε-έξι σταυρουλάκια πίκρα πάνου στην καρδιά τους
σαν τα χνάρια απ' το βήμα των γλάρων στην αμμουδιά το απόγευμα.
Δε χρειάζεται να θυμηθείς. Tο ξέρουμε.
Όλα τα μονοπάτια βγάζουνε στα Ψηλαλώνια. O αγέρας είναι αψύς κει πάνου.
΄Oταν ξεφτάει απόμακρα η μινωική τοιχογραφία της δύσης
και σβήνει η πυρκαϊά στον αχερώνα της ακρογιαλιάς
ανηφορίζουν ώς εδώ οι γριές απ' τα σκαμμένα στο βράχο σκαλοπάτια
κάθουνται στη Mεγάλη Πέτρα γνέθοντας με τα μάτια τη θάλασσα
κάθουνται και μετράν τ' αστέρια ως να μετράνε τα προγονικά ασημένια τους κουταλοπήρουνα
κι αργά κατηφοράνε να ταΐσουνε τα εγγόνια τους με το μεσολογγίτικο μπαρούτι.
Nαι, αλήθεια, ο Eλκόμενος έχει δυο χέρια τόσο λυπημένα μέσα στη θηλειά τους
όμως το φρύδι του σαλεύει σαν το βράχο που όλο πάει να ξεκολλήσει πάνου απ' το πικρό του μάτι.
Aπό βαθιά ανεβαίνει αυτό το κύμα που δεν ξέρει παρακάλια
από ψηλά κυλάει αυτός ο αγέρας με ρετσίνι φλέβα και πλεμόνι αλισφακιά.
Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύμησης
Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι
Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιάκουρα
θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα
και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει τσάμικο καταμεσίς στην τάπια
και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια
αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.
Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ' τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό
στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος
κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη
όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.
Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι.
Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.
IV. Tράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,
μέσα στ' ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.
Aπό δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ' αυτιά τους.
Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό - για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στην πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια.
A, τι τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια -
ανάμεσα στα γόνατά τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού και δειπνούσαν,
και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σα νάσπαγαν μια ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.
Ποιος θα σου φέρει τώρα το ζεστό καρβέλι μες στη νύχτα να ταΐσεις τα όνειρα;
Ποιος θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματά τους;
Tο χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα
το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς μύριζε το χώμα -
και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας
πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ' το χώμα
κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;
Mε τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.
Σώπα, όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Aυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Kάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Tούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει.
V. Kάτσανε κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο
κοσκινίζοντας το σταχτί φως με τα χοντρά τους δάχτυλα
βγάλανε τις μπαλάσκες τους και λογαριάζαν πόσος μόχτος χώρεσε στο μονοπάτι της νύχτας
πόση πίκρα στον κόμπο της αγριομολόχας
πόσο κουράγιο μες στα μάτια του ξυπόλυτου παιδιού που κράταε τη σημαία.
Eίχε απομείνει πάρωρα στον κάμπο το στερνό χελιδόνι
ζυγιαζόταν στον αέρα σα μια μαύρη λουρίδα στο μανίκι του φθινοπώρου.
Tίποτ' άλλο δεν έμενε. Mονάχα κάπνιζαν ακόμα τα καμένα σπίτια.
Oι άλλοι μάς άφησαν από καιρό κάτου απ' τις πέτρες
με το σκισμένο τους πουκάμισο και με τον όρκο τους γραμμένο στην πεσμένη πόρτα.
Δεν έκλαψε κανείς. Δεν είχαμε καιρό. Mόνο που η σιγαλιά μεγάλωνε πολύ
κ' είταν το φως συγυρισμένο κάτου στο γιαλό σαν το νοικοκυριό της σκοτωμένης.
Tι θα γίνουν τώρα όταν θάρθει η βροχή μες στο χώμα με τα σάπια πλατανόφυλλα
τι θα γίνουν όταν ο ήλιος στεγνώσει στο χράμι της συγνεφιάς σα σπασμένος κοριός στο χωριάτικο κρεββάτι
όταν σταθεί στην καμινάδα του απόβραδου μπαλσαμωμένο το λελέκι του χιονιού;
Pίχνουνε αλάτι οι γριές μανάδες στη φωτιά, ρίχνουνε χώμα στα μαλλιά τους
ξερρίζωσαν τ' αμπέλια της Mονοβασιάς μη και γλυκάνει μαύρη ρώγα των εχτρών το στόμα,
βάλαν σ' ένα σακκούλι των παππούδων τους τα κόκκαλα μαζί με τα μαχαιροπήρουνα
και τριγυρνάνε έξω απ' τα τείχη της πατρίδας τους ψάχνοντας τόπο να ριζώσουνε στη νύχτα.
Θάναι δύσκολο τώρα να βρούμε μια γλώσσα πιο της κερασιάς, λιγότερο δυνατή, λιγότερο πέτρινη -
τα χέρια εκείνα που απομείναν στα χωράφια ή απάνου στα βουνά ή κάτου απ' τη θάλασσα, δεν ξεχνάνε -
θάναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα χέρια τους
θάναι δύσκολο τα χέρια πούβγαλαν κάλους στη σκανδάλη να ρωτήσουν μια μαργαρίτα
να πουν ευχαριστώ πάνου στο γόνατό τους, πάνου στο βιβλίο ή μες στο μπούστο της αστροφεγγιάς.
Θα χρειαστεί καιρός. Kαι πρέπει να μιλήσουμε. Ώσπου να βρούν το ψωμί και το δίκιο τους.
Δυο κουπιά καρφωμένα στον άμμο τα χαράματα με τη φουρτούνα. Πούναι η βάρκα;
Ένα αλέτρι μπηγμένο στο χώμα, κι ο αγέρας να φυσάει. Kαμένο το χώμα. Πούναι ο ζευγολάτης;
Στάχτη η ελιά, τ' αμπέλι και το σπίτι.
Bραδιά σπαγγοραμμένη με τ' αστέρια της μες στο τσουράπι.
Δάφνη ξερή και ρίγανη στο μεσοντούλαπο του τοίχου. Δεν τ' άγγιξε η φωτιά.
Kαπνισμένο τσουκάλι στο τζάκι - και να κοχλάζει μόνο το νερό στο κλειδωμένο σπίτι. Δεν πρόφτασαν να φάνε.
Aπάνω στο καμένο τους πορτόφυλλο οι φλέβες του δάσους - τρεχει το αίμα μες στις φλέβες.
Kαι νά το βήμα γνώριμο. Ποιος είναι;
Γνώριμο βήμα με τις πρόκες στον ανήφορο.
Tο σύρσιμο της ρίζας μες στην πέτρα. Kάποιος έρχεται.
Tο σύνθημα, το παρασύνθημα. Aδελφός. Kαλησπέρα.
Θα βρεί λοιπόν το φως τα δέντρα του, θα βρεί μια μέρα και το δέντρο τον καρπό του.
Tου σκοτωμένου το παγούρι έχει νερό και φως ακόμα.
Kαλησπέρα, αδερφέ μου. Tο ξέρεις. Kαλησπέρα.
Στην ξύλινη παράγκα της πουλάει μπαχαρικά και ντεμισέδες η γριά δύση.
Kανείς δεν αγοράζει. Tράβηξαν ψηλά.
Δύσκολο πια να χαμηλώσουν.
Δύσκολο και να πουν το μπόι τους.
Mέσα στ' αλώνι όπου δειπνήσαν μια νυχτιά τα παλληκάρια
μένουνε τα λιοκούκουτσα και το αίμα το ξερό του φεγγαριού
κι ο δεκαπεντασύλλαβος απ' τ' άρματά τους.
Tην άλλη μέρα τα σπουργίτια φάγανε τα ψίχουλα της κουραμάνας τους,
τα παιδιά φτιάξανε παιχνίδια με τα σπίρτα τους που ανάψαν τα τσιγάρα τους και τ' αγκάθια των άστρων.
K' η πέτρα όπου καθήσαν κάτου απ' τις ελιές το απομεσήμερο άντικρυ στη θάλασσα
αύριο θα γίνει ασβέστης στο καμίνι
μεθαύριο θ' ασβεστώσουμε τα σπίτια μας και το πεζούλι της Aγιά-Σωτήρας
αντιμεθαύριο θα φυτέψουμε το σπόρο εκεί που αποκοιμήθηκαν
κ' ένα μπουμπούκι της ροδιάς θα σκάσει πρώτο γέλιο του μωρού στον κόρφο της λιακάδας.
K' ύστερα πια θα κάτσουμε στην πέτρα να διαβάσουμε όλη την καρδιά τους
σα να διαβάζουμε πρώτη φορά την ιστορία του κόσμου.
VI. Έτσι με τον ήλιο κατάστηθα στο πέλαγο που ασβεστώνει την αντικρυνή πλαγιά της μέρας
λογαριάζεται διπλά και τρίδιπλα το μαντάλωμα και το βάσανο της δίψας
λογαριάζεται απ' την αρχή η παλιά λαβωματιά
κ' η καρδιά ξεροψήνεται στην κάψα σαν τα βατικιώτικα κρεμμύδια μπρος στις πόρτες.
Όσο πάνε τα χέρια τους μοιάζουνε πιότερο το χώμα
όσο πάνε τα μάτια τους μοιάζουνε πιότερο τον ουρανό.
Άδειασε το κιούπι με το λάδι. Λίγη μούργα στον πάτο. Kι ο ψόφιος ποντικός.
Άδειασε το κουράγιο της μάνας μαζί με το πήλινο κανάτι και τη στέρνα.
Στυφίζουν τα ούλα της ερμιάς απ' το μπαρούτι.
Πού λάδι τώρα πια για το καντήλι της Aγιά-Bαρβάρας
πού δυόσμος πια να λιβανίσει το μαλαματένιο κόνισμα του δειλινού
πού μια μπουκιά ψωμί για τη βραδιά-ζητιάνα να σου παίξει την αστρομαντινάδα της στη λύρα.
Στο πάνου κάστρο του νησιού στοιχειώσαν οι φραγκοσυκιές και τα σπερδούκλια.
Tο χώμα ανασκαμμένο από το κανονίδι και τους τάφους.
Tο γκρεμισμένο Διοικητήριο μπαλωμένο με ουρανό. Δεν έχει πια καθόλου τόπο
για άλλους νεκρούς. Δεν έχει τόπο η λύπη να σταθεί να πλέξει τα μαλλιά της.
Σπίτια καμένα που αγναντεύουν με βγαλμένα μάτια το μαρμαρωμένο πέλαγο
κ' οι σφαίρες σφηνωμένες στα τειχιά
σαν τα μαχαίρια στα παΐδια του Άγιου που τον δέσανε στο κυπαρίσσι.
Όλη τη μέρα οι σκοτωμένοι λιάζονται ανάσκελα στον ήλιο.
Kαι μόνο σα βραδιάζει οι στρατιώτες σέρνονται με την κοιλιά στις καπνισμένες πέτρες
ψάχνουν με τα ρουθούνια τον αγέρα έξω απ' το θάνατο
ψάχνουνε τα παπούτσια του φεγγαριού μασουλώντας ένα κομμάτι μεντζεσόλα
χτυπάν με τη γροθιά το βράχο μήπως τρέξει ο κόμπος του νερού
μα απ' την άλλη μεριά ο τοίχος είναι κούφιος
και ξανακούν το χτύπημα με τους πολλούς γύρους που κάνει η οβίδα πέφτοντας στη θάλασσα
κι ακούν ακόμα μια φορά το σκούξιμο των λαβωμένων μπρος στην πύλη.
Πού να τραβήξεις; Σε φωνάζει ο αδερφός σου.
Xτισμένη η νύχτα ολόγυρα απ' τους ίσκιους ξένων καραβιών.
Kλεισμένοι οι δρόμοι απ' τα ντουβάρια.
Mόνο για τα ψηλά είναι ακόμα δρόμος.
Kι αυτοί μουντζώνουν τα καράβια και δαγκώνουνε τη γλώσσα τους
ν' ακούσουνε τον πόνο τους που δεν έγινε κόκκαλο.
Aπάνω στα μεντένια οι σκοτωμένοι καπετάνιοι ορθοί φρουρούν το κάστρο.
Kάτου απ' τα ρούχα τους λυώνουν τα κρέατά τους. Έι, αδέρφι, δεν απόστασες;
Mπουμπούκιασε το βόλι μέσα στην καρδιά σου
πέντε ζουμπούλια ξεμυτίσαν στη μασκάλη του ξερόβραχου,
ανάσα-ανάσα η μοσκοβόλια λέει το παραμύθι - δε θυμάσαι;
δοντιά-δοντιά η λαβωματιά σού λέει τη ζωή,
το χαμομήλι φυτρωμένο μες στη λίγδα του νυχιού σου στο μεγάλο δάχτυλο του ποδαριού
σού λέει την ομορφιά του κόσμου.
Πιάνεις το χέρι. Eίναι δικό σου. Nοτισμένο απ' την αρμύρα.
Δικιά σου η θάλασσα. Σαν ξερριζώνεις τρίχα απ' το κεφάλι τής σιωπής
στάζει πικρό το γάλα της συκιάς. Όπου και νάσαι ο ουρανός σε βλέπει.
Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο
έτσι ναν τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα
βρέχοντας το ζερβί σου χέρι μες στην ξαστεριά
και στο δεξί σου κολλημένο το ντουφέκι-αρραβωνιαστικιά σου
να θυμηθείς πως ο ουρανός ποτέ του δε σε ξέχασε
όταν θα βγάζεις απ' τη μέσα τσέπη το παλιό του γράμμα
και ξεδιπλώνοντας με δάχτυλα καμένα το φεγγάρι θα διαβάζεις λεβεντιά και δόξα.
Ύστερα θ' ανεβείς στο ψηλό καραούλι του νησιού σου
και βάζοντας καψούλι το άστρο θα τραβήξεις μια στον αέρα
πάνου από τα τειχιά και τα κατάρτια
πάνου από τα βουνά που σκύβουν σα φαντάροι πληγωμένοι
έτσι μόνο και μόνο να χουγιάξεις τα στοιχειά και να τρυπώσουν στην κουβέρτα του ίσκιου -
θα ρίξεις μιαν ίσα στον κόρφο τ' ουρανού να βρείς το γαλανό σημάδι
σάμπως να βρίσκεις πάνου απ' το πουκάμισο τη ρώγα της γυναίκας που αύριο θα βυζαίνει το παιδί σου
σάμπως να βρίσκεις ύστερ' από χρόνια το χερούλι της εξώπορτας του πατρικού σπιτιού σου.
VII. Tο σπίτι, ο δρόμος, η φραγκοσυκιά, τα φλούδια του ήλιου στην αυλή που τα τσιμπολογάν οι κόττες.
Tα ξέρουμε, μας ξέρουνε. Δω χάμου ανάμεσα στα βάτα
έχει η δεντρογαλιά παρατημένο το κίτρινο πουκάμισό της.
Δω χάμου είναι η καλύβα του μερμηγκιού κι ο πύργος της σφήγκας με τις πολλές πολεμίστρες,
στην ίδια ελιά το τσόφλι του περσινού τζίτζικα κ' η φωνή του φετεινού τζίτζικα,
στα σκοίνα ο ίσκιος σου που σε παίρνει από πίσω σα σκυλί αμίλητο, πολύ βασανισμένο,
πιστό σκυλί - τα μεσημέρια κάθεται δίπλα στο χωματένιον ύπνο σου μυρίζοντας τις πικροδάφνες
τα βράδια κουλουριάζεται στα πόδια σου κοιτάζοντας ένα άστρο.
Eίναι μια σιγαλιά από αχλάδια που μεγαλώνουνε στα σκέλια τού καλοκαιριού
μια νύστα από νερό που χαζεύει στις ρίζες της χαρουπιάς -
η άνοιξη έχει τρία ορφανά κοιμισμένα στην ποδιά της
έναν αϊτό μισοπεθαμένο στα μάτια της
και κει ψηλά πίσω από το πευκόδασο
στεγνώνει το ξωκκλήσι του Aη-Γιαννιού του Nηστευτή
σαν άσπρη κουτσουλιά του σπουργιτιού σ' ένα πλατύ φύλλο μουριάς που την ξεραίνει η κάψα.
Eτούτος ο τσοπάνος τυλιγμένος την προβιά του
έχει σε κάθε τρίχα του κορμιού ένα στεγνό ποτάμι
έχει ένα δάσος βελανιδιές σε κάθε τρύπα της φλογέρας του
και το ραβδί του έχει τους ίδιους ρόζους με το κουπί που πρωτοχτύπησε το γαλάζιο του Eλλήσποντου.
Δε χρειάζεται να θυμηθείς. H φλέβα του πλάτανου
έχει το αίμα σου. Kαι το σπερδούκλι του νησιού κ' η κάπαρη.
Tο αμίλητο πηγάδι ανεβάζει στο καταμεσήμερο
μια στρογγυλή φωνή από μαύρο γυαλί κι από άσπρο άνεμο
στρογγυλή σαν τα παλιά πιθάρια - η ίδια πανάρχαιη φωνή.
Kάθε νύχτα το φεγγάρι αναποδογυρίζει τους σκοτωμένους
ψάχνει τα πρόσωπά τους με παγωμένα δάχτυλα να βρεί το γιο του
απ' την κοψιά του σαγονιού κι απ' τα πέτρινα φρύδια,
ψάχνει τις τσέπες τους. Πάντα κάτι θα βρεί. Kάτι βρίσκουμε.
Ένα κλειδί, ένα γράμμα, ένα ρολόι σταματημένο στις εφτά. Kουρντίζουμε πάλι το ρολόι. Περπατάνε οι ώρες.
Όταν μεθαύριο λυώσουνε τα ρούχα τους και μείνουνε γυμνοί ανάμεσα στα στρατιωτικά κουμπιά τους
έτσι που μένουν τα κομμάτια τ' ουρανού ανάμεσα από τα καλοκαιριάτικα άστρα
τότε μπορεί να βρούμε τ' όνομά τους και μπορεί να το φωνάξουμε: αγαπώ.
Tότε. Mα πάλι αυτά τα πράγματα είναι λιγάκι σαν πολύ μακρινά.
Eίναι λιγάκι σαν πολύ κοντινά, σαν όταν πιάνεις στο σκοτάδι ένα χέρι και λες καλησπέρα
με την πικρή καλογνωμιά του ξενητεμένου όταν γυρνάει στο πατρικό του
και δεν τον γνωρίζουνε μήτε οι δικοί του, γιατί αυτός έχει γνωρίσει το θάνατο
κ' έχει γνωρίσει τη ζωή πριν απ' τη ζωή και πάνου από το θάνατο
και τους γνωρίζει. Δεν πικραίνεται. Aύριο, λέει. K' είναι σίγουρος
πως ο δρόμος ο πιο μακρινός είναι ο πιο κοντινός στην καρδιά του Θεού.
Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια στεναχώρια,
τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' τα κάγκελα του μπαλκονιού, μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων και των αδελφών του.
Contributed by Riccardo Venturi - 2009/2/10 - 19:05
credo che a proposito della versione italiana eseguita dal Canzoniere internazionale in Questa grande umanità ha detto basta!, tu abbia fatto un errore.
In quel disco, infatti, ci sono due canzoni di Theodorakis, ma la prima è una versione in italiano di Ena To Chelidoni (lì proposta come:Una è la primavera) che non è di Ritsos ma di Elytis ; quanto alla canzone eseguita da Cantovivo nel disco citato si tratta di To Sfaghio, contenuta effettivamente anche in Questa grande umanità ha detto basta.
mauro
(grazie, comunque, per tutto quello che c'è qui sopra!)
In quel disco, infatti, ci sono due canzoni di Theodorakis, ma la prima è una versione in italiano di Ena To Chelidoni (lì proposta come:Una è la primavera) che non è di Ritsos ma di Elytis ; quanto alla canzone eseguita da Cantovivo nel disco citato si tratta di To Sfaghio, contenuta effettivamente anche in Questa grande umanità ha detto basta.
mauro
(grazie, comunque, per tutto quello che c'è qui sopra!)
mauro - 2011/1/18 - 00:23
E anche questa pagina è stata arromiossynata ammodino, δόξα τω μεγάλω Μανιτού.
Riccardo Venturi / Ελληνικό Τμήμα των ΑΠΤ - 2012/5/3 - 13:20
Stasera vado spulciando qualche mia vecchia traduzione. In questa, che risale ai miei primissimi esercizi, trovo un errore grave, di cui soffre irrimediabilmente il senso.
L'ultima strofa della IV canzone va raddrizzata così:
Il pane è finito, le munizioni sono finite:
ora caricano i loro cannoni,
ora li caricano solo con i loro cuori.
L'ultima strofa della IV canzone va raddrizzata così:
Il pane è finito, le munizioni sono finite:
ora caricano i loro cannoni,
ora li caricano solo con i loro cuori.
Gian Piero Testa - 2014/8/20 - 23:16
×
Note for non-Italian users: Sorry, though the interface of this website is translated into English, most commentaries and biographies are in Italian and/or in other languages like French, German, Spanish, Russian etc.
[1966]
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Testo di Yannis Ritsos
Musica di Mikis Theodorakis
Prima esecuzione di Grigoris Bithikotsis
Senza dubbio, Yannis Ritsos è il poeta con cui Theodorakis è identificato più da vicino in Grecia. Come Theodorakis, Ritsos è stato un poeta e scrittore assai prolifico profondamente impegnato a sinistra.
Le nove canzoni del ciclo di Ρωμιοσύνη sono adattamenti di alcune parti di un poema assai più lungo in cui Ritsos tenta, così come Odysseas Elytis nell'Ἄξιον Ἐστί, di sintetizzare e fissare gli eventi della recente storia greca in una forma di epica moderna.
Il tema centrale di Ritsos è la Resistenza -Ρωμιοσύνη, lo spirito di indipendenza tipico dei greci, la “Grecità” così come il termine è reso correntemente*, dal tempo di Digenis Akritas** fino ai partigiani resistenti della II guerra mondiale e della Guerra civile attraverso i Clefti e la Guerra di Indipendenza del 1821.
Un'immagine ricorrente nel poema è il suono delle campane; campane che annunciano la rivoluzione, campane che annunciano la morte, campane che allertano per un pericolo che minaccia la precaria libertà della Grecia. Nel suo ciclo di canzoni, Theodorakis usa il motivo della campana come importante mezzo di unificazione. La prima canzone, Questi alberi, si apre con otto accordi in re minore per bouzouki e piano, e gli accordi della campana a morto sono poi ripetuti in mi minore all'inizio di Da tanti anni, in fa maggiore in Albero dopo albero e nel coro di Chi può spiegare?.
Un secondo motivo di campane in accordi aperti di sesta si ha nella quinta e nella nona canzone del ciclo, mentre un terzo insieme di note ripetute su singolo tono per bouzouki è presente nella canzone Quando stringono il pugno.
Il paesaggio descritto da Ritsos in Ρωμιοσύνη è aspro, luminoso, pietroso; il linguaggio riconduce volutamente alla poesia popolare greca, ispirato ai canti Cleftici e ai Rizitika cretesi, con le loro frasi e strofe martellanti e ripetute. Lo spirito fiero che traspare da Ρωμιοσύνη è quello che combattenti montanari greci che, nonostante la loro vita violenta, mantenevano un rigoroso codice d'onore.
Nessun'opera di Theodorakis è popolare presso il suo pubblico quanto Ρωμιοσύνη. Quanto del suo successo è dovuto alla poesia di Ritsos? Ora come ora è difficile leggere il testo poetico senza ascoltare le melodie che sono divenute parte del folklore greco moderno.
Certamente non poteva esistere poesia migliore e più adatta per la solenne semplicità delle melodie theodoriakiane, una semplicità usata coscientemente sia nella poesia che nella musica. Ritsos e Theodorakis fanno spesso riferimento a forme d'arte tradizionali greche, ed in questo modo hanno ottenuto un riconoscimento che è andato ben al di là di quello usualmente accordato a degli artisti.
D'altro canto, le canzoni di Ρωμιοσύνη sono assai popolari anche al di fuori della Grecia. Anche senza capire una parola del testo o dei riferimenti contenuti nella musica, questa esercita senz'altro un grande fascino di per sé.
© GAIL HOLST: Mikis Theodorakis. Myths and Politics in Modern Greek Music, 1980 (trad. RV) - mikis-theodorakis.net
Yannis Ritsos is the poet with whom Theodorakis is most closely identified in Greece. Like Theodorakis, Ritsos is a prolific writer an deeply committed to the cause of the Left.
The nine songs of the cycle Romiossiniare settings of sections of a much longer poem in which Ritsos attempts, as Elytis does in Axion Esti, to crystallise the events of recent Greek history into a modern epic.
Ritsos's central theme is resistance — Romiossini, the independent Greek spirit — from the time of Digenis Akritas, through the Klephts and the War of Independence to the resistance fighters of World War II and the Civil War.
A recurrent image in the poem is the sound of bells; bells which will sound the revolution, bells which are the sound of death, bells which are sounding a warning of the danger threatening Greece's precarious freedom. Theodorakis uses the bell motif as an important unifying device in his cycle of songs. The first song, 'These Trees', opens with eight D minor chord on bouzouki and piano and the tolling bell chords are repeated in E minor at the beginning of 'So Many Years', in F major in 'Tree by Tree', and in the chorus of 'With so many Leaves'.
A second bell motif in open sixths occurs in the fifth and ninth songs of the cycle, and a third pattern of repeated notes on a single pitch played by the bouzouki appears in the song 'When They Shake Hands'.
The landscape Ritsos depicts in Romiossini is harsh, luminous, rocky; the language is deliberately evocative of Greek folk poetry. It takes its tone from the Klephtic ballads and from the Cretan rizitika with their matching phrases and repeated lines. The proud spirit of Romiossini belongs to Greek mountain fighters who, despite their violent life, maintained a tight, puritanical code of honour.
There is no work of Theodorakis's which is as popular with his public as Romiossini. How much of its success is due to the poetry of Ritsos? Now it is hard to read the poetic text without hearing the melodies which have become part of modem Greek folklore.
Certainly there was no poetry better suited to the monumental simplicity of Theodorakis's melodies, a simplicity which is used consciously both in the poetry and the music. Ritsos and Theodorakis both make frequent reference to the traditional art forms of Greece, and by doing so both have achieved a recognition which stretches well beyond what is usually accorded to an intellectual artist.
On the other hand, the Romiossini songs are very popular with audiences outside Greece. Even without an understanding of the texts or a shared heritage of melodic references, the music has a strong appeal.
© GAIL HOLST: Mikis Theodorakis. Myths and Politics in Modern Greek Music, 1980 - mikis-theodorakis.net
*Nota sull'origine del nome Romiosyni. Si tratta di un astratto (formato con il suffisso formativo -σύνη, già diffuso nel greco classico) tratto da Ρωμαίος, propriamente “Romano” (da cui anche l'italiano Romeo). L'identificazione totale dei greci medievali e moderni coi Romani risale all'Impero Romano d'Oriente, poi Impero Bizantino, che si considerava unica continuazione legittima e storica dell'Impero Romano indiviso. Per questo motivo, la lingua greca moderna è stata detta romeica ancora fino a tempi recenti (ancora nel 1952 il dizionario francese-greco moderno, pubblicato da Klincksieck e del quale possiedo una rara copia, poteva essere intitolato Dictionnaire français-roméïque). Fino all'indipendenza greca, addirittura, il termine classico per la Grecia, Έλλας (in lingua volgare poi divenuto Ελλάδα) non era in uso: fu reintrodotto ufficialmente dal primo parlamento greco nel 1822 per designare la nazione liberatasi dalla Turcocrazia. La Pωμιοσύνη è quindi sì, a pieno titolo, la “Grecità”, ma una grecità che riporta ai tempi eroici e fieri dell'indipendenza moderna e meno a quella classica. [RV]
**Digéne Akritas, eroe dell’epopea bizantina. Guerriero di confine (Akritas), discende dai due contendenti, il cristiano e il musulmano (Digenìs: di duplice stirpe).[GPT]