Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
Notis Mavroudis / Νότης ΜαυρουδήςLanguage: Greek (Modern)
Οδυσσέα Ελύτη
ΑΣΜΑ ΗΡΟÏΚΟ ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΟ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΑΝΘΥΠΟΛΟΧΑΓΟ
ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ
Μουσική του Νότη Μαυρουδή
Τραγουδάει ο Πἐτρος Πανδής
1. Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
κι ανάβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλατάνου λεβέντικου
και μια σημαία πλατάγιαζε ψηλά γη και νερό
που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
μα όλος ο κόπος τ' ουρανού
όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
πρωί στα πόδια του βουνού
τώρα σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Τώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της
μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
από λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια.
2. Τώρα κείτεται
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αυτί
μοιάζει μπαξές που το 'φυγαν άξαφνα τα πουλιά
μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή -
όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
3. Ω μην κοιτάτε
Ω, μην κοιτάτε ω, μην κοιτάτε από πού του -
από πού του 'φυγε η ζωή! Μην πείτε πώς -
μην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου!
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή... Έτσι λοιπόν η μια -
έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
κι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
4. 'Ηταν ωραίο παιδί
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε
σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του
βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα
ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
κ' ήρθαν από της γης τα πέρατα
οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια.
Ήταν γερό παιδί
ήτανε τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του -
η αυγή που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατζουνάει τον ήλιο
να βάφει τα λουλούδια
εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά -
εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε
Α, τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
όπου ξεσπούσσαν λευτεριά και θάλασσα!
σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε
σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του
βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα
ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
κ' ήρθαν από της γης τα πέρατα
οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια.
Ήταν γερό παιδί
ήτανε τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του -
η αυγή που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατζουνάει τον ήλιο
να βάφει τα λουλούδια
εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά -
εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε
Α, τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
όπου ξεσπούσσαν λευτεριά και θάλασσα!
5. Με τα κουρέλια των μαλλιών
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμουν -αχ, αφήστε την-
μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει -αφήστε την-
στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
κ' οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
κ' η λευτεριά για ν' αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει -αφήστε την-
στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
κ' οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
κ' η λευτεριά για ν' αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
6. Φέρτε καινούργια χέρια
Φέρτε καινούργια χέρια, τι τώρα ποιος θα πάει
ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούργια πόδια, τι τώρα ποιος θα μπει
στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Φέρτε καινούργια μάτια, τι τώρα πού θα παν
να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Μέρα, ποιος θ' αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
ή θ' αλλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο
και να ριχτεί -αχ τούτη τη φορά-
και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούργια πόδια, τι τώρα ποιος θα μπει
στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Φέρτε καινούργια μάτια, τι τώρα πού θα παν
να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Μέρα, ποιος θ' αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
ή θ' αλλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο
και να ριχτεί -αχ τούτη τη φορά-
και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
7. Γεια σου, μωρέ ποτάμι
Γεια σου, μωρέ ποτάμι, οπού 'βλεπες χαράματα
παρόμοιο τέκνο του θεού, μ' ένα κλωνί ρογδιάς
στα δόντια να ευωδιάζεται απ' τα νερά σου
κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του
κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του.
παρόμοιο τέκνο του θεού, μ' ένα κλωνί ρογδιάς
στα δόντια να ευωδιάζεται απ' τα νερά σου
κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του
κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του.
8. Κείνοι που έπραξαν το κακό
Κείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
ζωή δεν είχαν πίσω τους μ' έλατα και με κρύα νερά
μ' αρνί, κρασί και ντουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
παππού δεν είχαν από δρυ κι απ' οργισμένον άνεμο
τους πήρε μαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί'
θείο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή.
Κείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
μα εκείνος που τ' αντίκρισε στους δρόμους τ' ουρανού
ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
ζωή δεν είχαν πίσω τους μ' έλατα και με κρύα νερά
μ' αρνί, κρασί και ντουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
παππού δεν είχαν από δρυ κι απ' οργισμένον άνεμο
τους πήρε μαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί'
θείο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή.
Κείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
μα εκείνος που τ' αντίκρισε στους δρόμους τ' ουρανού
ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
9. Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο -
λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα
για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη
για τη νυφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κ' εσβήστη
τότες ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα
για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη
για τη νυφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κ' εσβήστη
τότες ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
10. Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο μες το αίμα
του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο
Ελευθερία
για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος!
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
τα πιο αθώα κορίτσια
τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
κι η σεμνότητα φωνάζει πίσω από το φράχτη: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη!
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ολοένα εκείνος ανεβαίνει
τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά
γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται
πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του -ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του...
Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!
Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο το Πάσχα του Θεού!
του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο
Ελευθερία
για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος!
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά
καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
τα πιο αθώα κορίτσια
τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
κι η σεμνότητα φωνάζει πίσω από το φράχτη: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη!
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ολοένα εκείνος ανεβαίνει
τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά
γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται
πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του -ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του...
Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!
Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο το Πάσχα του Θεού!
Contributed by Gian Piero Testa - 2012/10/20 - 18:17
Language: Italian
Versione italiana di Gian Piero Testa
Odysseas Elytis
CANTICO EROICO E LUTTUOSO
PER IL SOTTOTENENTE CADUTO
DELL'ALBANIA
Musica di Notis Mavroudis
Canta Petros Pandis
1. Là dove prima dimorava il sole
Là dove prima dimorava il sole
dove il tempo si rasserenava agli occhi d'una vergine
mentre scrollando il mandorlo il vento nevicava
e cavalieri ardevano al culmine dell'erbe
là dove d'un intrepido platano lo zoccolo batteva
e in alto una bandiera schioccava terra e acqua
dove non mai d'armi le spalle furon gravi
ma del cielo tutta la fatica
tutto il mondo come goccia d'acqua riluceva
ai piedi del monte nel mattino
ora un'ombra si allunga come al sospirar di un dio.
Ora l'angoscia piegata con ossute mani
sopra di sé coglie e spegne i fiori ad uno ad uno
dentro le gole dove le acque si arrestarono
ora per fame di gioia giacciono le canzoni.
2. Ora giace
dove il tempo si rasserenava agli occhi d'una vergine
mentre scrollando il mandorlo il vento nevicava
e cavalieri ardevano al culmine dell'erbe
là dove d'un intrepido platano lo zoccolo batteva
e in alto una bandiera schioccava terra e acqua
dove non mai d'armi le spalle furon gravi
ma del cielo tutta la fatica
tutto il mondo come goccia d'acqua riluceva
ai piedi del monte nel mattino
ora un'ombra si allunga come al sospirar di un dio.
Ora l'angoscia piegata con ossute mani
sopra di sé coglie e spegne i fiori ad uno ad uno
dentro le gole dove le acque si arrestarono
ora per fame di gioia giacciono le canzoni.
2. Ora giace
Ora giace sopra il pastrano arsiccio
con un vento impigliato nei capelli immoti
con un fuscello d'oblio all'orecchio manco
assomiglia ad un brolo vuoto di uccelli a un tratto
assomiglia a un orologio d'angeli che si è fermato
ma il suo riso è bruciato, ma la terra è diventata sorda
ma nessuno sentì quel suo grido estremo
al grido estremo tutto si fece vuoto il mondo.
3. Oh, non guardate
con un vento impigliato nei capelli immoti
con un fuscello d'oblio all'orecchio manco
assomiglia ad un brolo vuoto di uccelli a un tratto
assomiglia a un orologio d'angeli che si è fermato
ma il suo riso è bruciato, ma la terra è diventata sorda
ma nessuno sentì quel suo grido estremo
al grido estremo tutto si fece vuoto il mondo.
3. Oh, non guardate
Oh, non guardate, oh non guardate da dove
da dove gli fuggì la vita ! Non dite come -
non dite come salì lassù del sogno il fumo!
Così dunque un istante...Così dunque un istante
così dunque un istante abbandonò l'altro
e il sole inestinguibile così d'un tratto il mondo !
4. Era un bel ragazzo
da dove gli fuggì la vita ! Non dite come -
non dite come salì lassù del sogno il fumo!
Così dunque un istante...Così dunque un istante
così dunque un istante abbandonò l'altro
e il sole inestinguibile così d'un tratto il mondo !
4. Era un bel ragazzo
Era un bel ragazzo. Il giorno stesso che venne al mondo
si chinarono i monti di Tracia perché apparisse
sul dorso della terraferma il grano che esultava
si chinarono i monti della Tracia e gli sputarono
un po' sul capo, un po' sul petto, un po' tra i suoi vagiti
Greci uscirono dai bicipiti tremendi
e lo sollevarono nelle fasce della tramontana
poi i giorni corsero, facevano a gara sulla roccia
saltellavano in groppa alle giumente
poi presero a scorrere Strimoni mattutini
finché le campane ovunque sciolsero gli anemoni vagabondi
e arrivarono dai confini della terra
i pastori marini a condurre greggi di triangoli di vele
Era un ragazzo forte
nelle sue viscere così grande era il desiderio
che beveva con il vino il sapore della terra intera
ed entrava poi dei pioppi nella danza maritale
finchè l'alba lo udisse e gli versasse la luce nei capelli -
l'alba che lo trovava a braccia aperte
in sella a due rami a solleticare il sole
a verniciare i fiori
là dove un grotta marina respirava -
là dove una grande pietra sospirava
Ah, che timo potente è il tuo respiro
che mappa d'orgoglio il tuo petto nudo
dove erompevano libertà e mare!
5. Con le chiome lacerate sulle spalle
si chinarono i monti di Tracia perché apparisse
sul dorso della terraferma il grano che esultava
si chinarono i monti della Tracia e gli sputarono
un po' sul capo, un po' sul petto, un po' tra i suoi vagiti
Greci uscirono dai bicipiti tremendi
e lo sollevarono nelle fasce della tramontana
poi i giorni corsero, facevano a gara sulla roccia
saltellavano in groppa alle giumente
poi presero a scorrere Strimoni mattutini
finché le campane ovunque sciolsero gli anemoni vagabondi
e arrivarono dai confini della terra
i pastori marini a condurre greggi di triangoli di vele
Era un ragazzo forte
nelle sue viscere così grande era il desiderio
che beveva con il vino il sapore della terra intera
ed entrava poi dei pioppi nella danza maritale
finchè l'alba lo udisse e gli versasse la luce nei capelli -
l'alba che lo trovava a braccia aperte
in sella a due rami a solleticare il sole
a verniciare i fiori
là dove un grotta marina respirava -
là dove una grande pietra sospirava
Ah, che timo potente è il tuo respiro
che mappa d'orgoglio il tuo petto nudo
dove erompevano libertà e mare!
5. Con le chiome lacerate sulle spalle
Con le chiome lacerate sulla spalle - ah, lasciatela
un po' candela un po' incendio una madre piange - lasciatela
sotto le vuote gelide volte dove si aggira lasciatela !
Perché la sorte non è vedova di nessuno
e le madri ci sono per piangere, gli uomini per battersi
i giardini perché vi fioriscano i seni delle fanciulle
il sangue perché venga versato, il frangente perché batta
e la libertà perché sempre rinasca a sfolgorare!
6. Recate mani nuove
un po' candela un po' incendio una madre piange - lasciatela
sotto le vuote gelide volte dove si aggira lasciatela !
Perché la sorte non è vedova di nessuno
e le madri ci sono per piangere, gli uomini per battersi
i giardini perché vi fioriscano i seni delle fanciulle
il sangue perché venga versato, il frangente perché batta
e la libertà perché sempre rinasca a sfolgorare!
6. Recate mani nuove
Recate mani nuove, e chi adesso andrà
a cullare lassù i bimbi delle stelle !
Recate piedi nuovi, e chi adesso entrerà
primo degli angeli nel ballo tondo!
Recate occhi nuovi, ché dove andranno adesso
a piegarsi i minuscoli gigli dell'amata !
Giorno, chi spregerà le foglie del pesco
notte, chi domerà le terre arate
chi spargerà di lumini verdi i campi
o senza paura si cambierà in faccia al sole
per avventarsi - questa voltà ahimé -
ed avventarsi in santità alla Morte!
7. Salve, fiume, a te dico
a cullare lassù i bimbi delle stelle !
Recate piedi nuovi, e chi adesso entrerà
primo degli angeli nel ballo tondo!
Recate occhi nuovi, ché dove andranno adesso
a piegarsi i minuscoli gigli dell'amata !
Giorno, chi spregerà le foglie del pesco
notte, chi domerà le terre arate
chi spargerà di lumini verdi i campi
o senza paura si cambierà in faccia al sole
per avventarsi - questa voltà ahimé -
ed avventarsi in santità alla Morte!
7. Salve, fiume, a te dico
Salve, fiume a te dico, chi è che vedevi all'alba
uguale quasi al figlio di un dio, con un fuscello di melograno
tra i denti, aspirare il sentore delle tue acque
e tu fontanella del mezzodì che scorrevi fino ai suoi piedi
e tu ragazza che eri la sua Elena
che eri la sua passeretta, la sua Madonna, la sua Chioccetta.
8. Coloro che commisero il misfatto
uguale quasi al figlio di un dio, con un fuscello di melograno
tra i denti, aspirare il sentore delle tue acque
e tu fontanella del mezzodì che scorrevi fino ai suoi piedi
e tu ragazza che eri la sua Elena
che eri la sua passeretta, la sua Madonna, la sua Chioccetta.
8. Coloro che commisero il misfatto
Coloro che commisero il misfatto - se li prese una nuvola nera
non avevano alle spalle una vita di abeti e di fresche acque
con agnello, vino e salve di schioppo e pali di vigna in croce
non avevano un nonno epigono di querce e di venti infuriati
se il prese una nuvola nera - non avevano alle spalle costoro
uno zio capitano di brulotti, un padre lupo di mare.
Coloro che commisero il misfatto - se li prese una nuvola nera
ma colui che sulle strade del cielo la affrontò
ascende adesso, solo e sfolgorante!
9. Lontano rintoccano le campane
non avevano alle spalle una vita di abeti e di fresche acque
con agnello, vino e salve di schioppo e pali di vigna in croce
non avevano un nonno epigono di querce e di venti infuriati
se il prese una nuvola nera - non avevano alle spalle costoro
uno zio capitano di brulotti, un padre lupo di mare.
Coloro che commisero il misfatto - se li prese una nuvola nera
ma colui che sulle strade del cielo la affrontò
ascende adesso, solo e sfolgorante!
9. Lontano rintoccano le campane
Lontano rintoccano campane di cristallo -
parlano di lui, che arse nella vita
come l'ape nell'erompere del timo
dell'alba che affogò nei petti ormai di zolla
mentre annunciava un giorno sfolgorante
del cristallo di neve che gli brillò nel cervello e che si spense
quando il fischiar della palla fu udito di lontano
e gemendo volò su in alto la pernice d'Albania!
10. Ora più svelto pulsa il sogno
parlano di lui, che arse nella vita
come l'ape nell'erompere del timo
dell'alba che affogò nei petti ormai di zolla
mentre annunciava un giorno sfolgorante
del cristallo di neve che gli brillò nel cervello e che si spense
quando il fischiar della palla fu udito di lontano
e gemendo volò su in alto la pernice d'Albania!
10. Ora più svelto pulsa il sogno
Ora più svelto pulsa nel sangue il sogno
il più giusto istante del mondo squilla
Libertà
Greci nell'ombra indicano la strada
Libertà
per te un pianto di gioia verserà il sole!
Terre cangianti scivolano nell'acqua
navi al gran lasco solcano le praterie
le più pure fanciulle
corrono nude agli occhi degli uomini
e di là dalla siepe la pudicizia grida: LIBERTA'!
Ragazzi! di questa non c'è più bella terra!
Il più giusto istante del mondo squilla! LIBERTA'!
Con passo mattiniero nell'erba che intanto cresce
senza sosta egli ascende
ora intorno gli splendono le brame che un tempo
erano perdute nella solitudine del peccato
buone vicine del suo cuore ardono le brame
uccelli lo salutano gli sembran fratellini... LIBERTA'
uomini lo chiamano gli sembrano compagni...
Uccelli, miei buoni uccelli, qui finisce la morte!
Compagni, miei buoni compagni, qui comincia la vita! LIBERTA'
Una brina di celeste bellezza brilla nei suoi capelli
rintoccano lontano campane di cristallo
Domani, domani, domani la Pasqua del Signore!
il più giusto istante del mondo squilla
Libertà
Greci nell'ombra indicano la strada
Libertà
per te un pianto di gioia verserà il sole!
Terre cangianti scivolano nell'acqua
navi al gran lasco solcano le praterie
le più pure fanciulle
corrono nude agli occhi degli uomini
e di là dalla siepe la pudicizia grida: LIBERTA'!
Ragazzi! di questa non c'è più bella terra!
Il più giusto istante del mondo squilla! LIBERTA'!
Con passo mattiniero nell'erba che intanto cresce
senza sosta egli ascende
ora intorno gli splendono le brame che un tempo
erano perdute nella solitudine del peccato
buone vicine del suo cuore ardono le brame
uccelli lo salutano gli sembran fratellini... LIBERTA'
uomini lo chiamano gli sembrano compagni...
Uccelli, miei buoni uccelli, qui finisce la morte!
Compagni, miei buoni compagni, qui comincia la vita! LIBERTA'
Una brina di celeste bellezza brilla nei suoi capelli
rintoccano lontano campane di cristallo
Domani, domani, domani la Pasqua del Signore!
Contributed by Gian Piero Testa - 2012/10/20 - 18:26
Language: French
La version française de Marco Valdo M.I.
Version française – CANTIQUE HÉROÏQUE ET ENDEUILLÉ POUR LE SOUS–LIEUTENANT TOMBÉ EN ALBANIE - Marco Valdo M.I. – 2012
D'après la version italienne de Gian Piero Testa
D'une chanson grecque Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας de Odysseas Elytis sur une musique Notis Mavroudis / Νότης Μαυρουδής – 1968
Comme il m'est arrivé d'écrire dans les notes d'accompagnement de "To Axion Estì" : avec l'intervention et l'occupation allemandes, le conflit déchaîné mais non résolu par l'Italie fasciste terminé, Elytis – qui avait été envoyé combattre comme sous-lieutenant sur le front albanais et par deux fois avait risqué la mort, l'une en combat et l'autre par le paludisme – s'épuisait en tentatives pour faire réagir la matière incandescente de l'histoire en action avec quelques idées élaborées dans le cénacle surréaliste où il avait fait ses premiers pas de poète avant que la guerre n'éclatât. Un de ceux-ci consistait dans le "renversement" de la réalité. Renverser la réalité pour lui n'avait pas du tout été un jeu; et on avait vu comment il réussit à déterminer une poétique.
Mais maintenant, après le sacrifice et les deuils rendus vains par la prépondérance allemande, dans le cauchemar collectif de l'occupation, il fallait vérifier s'il pouvait établir une éthique aussi. Cela lui avait artistiquement réussi , en partie, et avec des résultats convaincants avec "Le Premier Soleil" de 1943. Mais l'inadéquation, si on peut ainsi dire, de "Le Premier Soleil" se situait dans son lyrisme: en pratique, le discours s'ouvrait et se refermait sur le poète qui s'opposait comme figure "herculéenne", nous dirions « titanesque », au mal et à la mort et il les niait en récupérant une métaphysique, innocence solaire et primordiale, constituée par la coïncidence immortelle de la lumière avec la réalité. Une solution qui pouvait sauver le poète, mais pas qui avait souffert et souffrait à côté de lui et sous ses yeux.
Alors il avait réessayé, en sollicitant la veine épique en une "Albaniade", mais avec un résultat pas convaincant: il réussissait à justifier le "feu" juste contre le « feu » injuste. Mais il ne réussissait pas le franchissement conceptuel nécessaire, ontologique du Mal, son exclusion de la réalité n'arrivait pas. Finie l'occupation, dans l'entracte plombé entre la guerre patriotique, la résistance et la guerre civile, Elytis retourna à un tragique (mais banal, en temps de guerre) épisode dont il avait eu connaissance.
Une sorte de double, un jeune sous-lieutenant envoyé au front comme lui et avec le même grade mais porteur d'un nom suggestif, celui d'Athanasios Diakos, un des premiers martyrs de l' Indépendance que les Turcs rôtirent à la broche en le propulsant ainsi dans les chants populaires, était tombé sur les monts albanais suite à un tir d'artillerie. Dans ce double, semblable ainsi à lui, mais lisible comme le symbole de toute la Grèce agonisante, le poète apercevait la solution désirée, une voie lyrique entrelacée à l'épique, sa propre existence enchâssée dans l'histoire collective préfigurée par la Naissance de la Passion et de la Résurrection de Christ.
Appliquer à cette figure héroïque le renversement de la réalité portait à ne pas en accepter la mort, qui se transformait dans un passage vers la résurrection. La clé était trouvée. Mais encore une fois la porte ne s'ouvrit pas ; elle s'ouvrit seulement plus tard avec "To Axion Estì", après presque quinze autres années de réflexion et d'élaboration. Elle ne s'ouvrit pas car, dans l'écriture, le pauvre sous-lieutenant ne réussit pas à s'intégrer dans une haute synthèse tout ce qui aurait dû l'être : le Christ, le Peuple, le Poète. Nous ne nous trouvons pas devant une mauvaise poésie, bien au contraire, et quelques passages sont très beaux. Mais cette fusion difficile ne se réalise pas. Je le vois au moins, ainsi.
On se trouve en définitive, devant une apothéose du héros de la Patrie, avec tous les risques de rhétorique et de mauvais usage pratique qui en dérivent. Athanasios Diakos II reste le sous-lieutenant Athanasios Diakos, il ne se confond pas avec le klefta (brigand, résistant aux Turcs) Athanasios Diakos I, aussi car il ne meurt pas d'une manière aussi propre à la légende que son prédécesseur homonyme.
Et en effet, comme elle contenait nombre de leurs ingrédients préférés, le "taratazùm" des militaires trouva que dans la petite œuvre d'Elytis (fruit encore immature d'une réflexion sérieuse, compliquée, difficile, comme j'espère d'avoir fait comprendre), il y avait de quoi se réjouir ; et ils l'utilisèrent largement à la majorem patriae gloriam. Lectures dans les écoles et dans les manifestations officielles. Les Colonels – qui de leur côté, étaient plus fascistes que Mussolini, car eux, fascistes étaient nés et fascistes ils mourraient, cependant que Mussolini, au moins, fasciste n'était pas né – tentèrent de refiler à Elytis une pension d'État. Elytis la refusa et, étant président de l'union des écrivains, il invita ses collègues à ne rien publier au pays tant que la dictature dure.
Elle fut mise en musique en 1968 par Notis Mavroudìs alors qu'il était étudiant de guitare classique au Conservatoire National d'Athènes...
Gian Piero Testa
D'après la version italienne de Gian Piero Testa
D'une chanson grecque Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας de Odysseas Elytis sur une musique Notis Mavroudis / Νότης Μαυρουδής – 1968
Comme il m'est arrivé d'écrire dans les notes d'accompagnement de "To Axion Estì" : avec l'intervention et l'occupation allemandes, le conflit déchaîné mais non résolu par l'Italie fasciste terminé, Elytis – qui avait été envoyé combattre comme sous-lieutenant sur le front albanais et par deux fois avait risqué la mort, l'une en combat et l'autre par le paludisme – s'épuisait en tentatives pour faire réagir la matière incandescente de l'histoire en action avec quelques idées élaborées dans le cénacle surréaliste où il avait fait ses premiers pas de poète avant que la guerre n'éclatât. Un de ceux-ci consistait dans le "renversement" de la réalité. Renverser la réalité pour lui n'avait pas du tout été un jeu; et on avait vu comment il réussit à déterminer une poétique.
Mais maintenant, après le sacrifice et les deuils rendus vains par la prépondérance allemande, dans le cauchemar collectif de l'occupation, il fallait vérifier s'il pouvait établir une éthique aussi. Cela lui avait artistiquement réussi , en partie, et avec des résultats convaincants avec "Le Premier Soleil" de 1943. Mais l'inadéquation, si on peut ainsi dire, de "Le Premier Soleil" se situait dans son lyrisme: en pratique, le discours s'ouvrait et se refermait sur le poète qui s'opposait comme figure "herculéenne", nous dirions « titanesque », au mal et à la mort et il les niait en récupérant une métaphysique, innocence solaire et primordiale, constituée par la coïncidence immortelle de la lumière avec la réalité. Une solution qui pouvait sauver le poète, mais pas qui avait souffert et souffrait à côté de lui et sous ses yeux.
Alors il avait réessayé, en sollicitant la veine épique en une "Albaniade", mais avec un résultat pas convaincant: il réussissait à justifier le "feu" juste contre le « feu » injuste. Mais il ne réussissait pas le franchissement conceptuel nécessaire, ontologique du Mal, son exclusion de la réalité n'arrivait pas. Finie l'occupation, dans l'entracte plombé entre la guerre patriotique, la résistance et la guerre civile, Elytis retourna à un tragique (mais banal, en temps de guerre) épisode dont il avait eu connaissance.
Une sorte de double, un jeune sous-lieutenant envoyé au front comme lui et avec le même grade mais porteur d'un nom suggestif, celui d'Athanasios Diakos, un des premiers martyrs de l' Indépendance que les Turcs rôtirent à la broche en le propulsant ainsi dans les chants populaires, était tombé sur les monts albanais suite à un tir d'artillerie. Dans ce double, semblable ainsi à lui, mais lisible comme le symbole de toute la Grèce agonisante, le poète apercevait la solution désirée, une voie lyrique entrelacée à l'épique, sa propre existence enchâssée dans l'histoire collective préfigurée par la Naissance de la Passion et de la Résurrection de Christ.
Appliquer à cette figure héroïque le renversement de la réalité portait à ne pas en accepter la mort, qui se transformait dans un passage vers la résurrection. La clé était trouvée. Mais encore une fois la porte ne s'ouvrit pas ; elle s'ouvrit seulement plus tard avec "To Axion Estì", après presque quinze autres années de réflexion et d'élaboration. Elle ne s'ouvrit pas car, dans l'écriture, le pauvre sous-lieutenant ne réussit pas à s'intégrer dans une haute synthèse tout ce qui aurait dû l'être : le Christ, le Peuple, le Poète. Nous ne nous trouvons pas devant une mauvaise poésie, bien au contraire, et quelques passages sont très beaux. Mais cette fusion difficile ne se réalise pas. Je le vois au moins, ainsi.
On se trouve en définitive, devant une apothéose du héros de la Patrie, avec tous les risques de rhétorique et de mauvais usage pratique qui en dérivent. Athanasios Diakos II reste le sous-lieutenant Athanasios Diakos, il ne se confond pas avec le klefta (brigand, résistant aux Turcs) Athanasios Diakos I, aussi car il ne meurt pas d'une manière aussi propre à la légende que son prédécesseur homonyme.
Et en effet, comme elle contenait nombre de leurs ingrédients préférés, le "taratazùm" des militaires trouva que dans la petite œuvre d'Elytis (fruit encore immature d'une réflexion sérieuse, compliquée, difficile, comme j'espère d'avoir fait comprendre), il y avait de quoi se réjouir ; et ils l'utilisèrent largement à la majorem patriae gloriam. Lectures dans les écoles et dans les manifestations officielles. Les Colonels – qui de leur côté, étaient plus fascistes que Mussolini, car eux, fascistes étaient nés et fascistes ils mourraient, cependant que Mussolini, au moins, fasciste n'était pas né – tentèrent de refiler à Elytis une pension d'État. Elytis la refusa et, étant président de l'union des écrivains, il invita ses collègues à ne rien publier au pays tant que la dictature dure.
Elle fut mise en musique en 1968 par Notis Mavroudìs alors qu'il était étudiant de guitare classique au Conservatoire National d'Athènes...
Gian Piero Testa
Odysseas Elytis
CANTIQUE HÉROÏQUE ET ENDEUILLÉ
POUR LE SOUS-LIEUTENANT TOMBÉ
EN ALBANIE
Musique: Notis Mavroudis
Chant: Petros Pandis
1. Là où auparavant demeurait le soleil
Là où auparavant demeurait le soleil
Où le temps se rassérénait aux yeux d'une vierge
Tandis que le vent neigeait secouant l'amandier
Au sommet des herbes brûlaient des cavaliers
Là où un platane intrépide donnait du sabot
Et un drapeau faisait claquer haut terre et eau
Où jamais les dos ne furent chargés d'armes
Mais de toute la fatigue du ciel
Le monde comme une goutte d'eau luisait.
Aux pieds du mont dans le matin
Une ombre s'étire comme le soupir d'un dieu.
À présent l'angoisse pliée par des mains ossues
Au-dessus d'elle cueille et éteint les fleurs à une à une
Dans les gorges où les eaux s'arrêtèrent
À présent, par soif de joie, languissent les chansons.
Où le temps se rassérénait aux yeux d'une vierge
Tandis que le vent neigeait secouant l'amandier
Au sommet des herbes brûlaient des cavaliers
Là où un platane intrépide donnait du sabot
Et un drapeau faisait claquer haut terre et eau
Où jamais les dos ne furent chargés d'armes
Mais de toute la fatigue du ciel
Le monde comme une goutte d'eau luisait.
Aux pieds du mont dans le matin
Une ombre s'étire comme le soupir d'un dieu.
À présent l'angoisse pliée par des mains ossues
Au-dessus d'elle cueille et éteint les fleurs à une à une
Dans les gorges où les eaux s'arrêtèrent
À présent, par soif de joie, languissent les chansons.
2. À présent, il gît
À présent, il gît sur sa capote roussie
Avec un vent emmêlé dans ses cheveux immobiles
Avec une brindille d'oubli à l'oreille gauche
On dirait un jardin soudain vide d'oiseaux
On dirait une horloge d'anges qui s'est arrêtée
Son rire est brûlé, la terre est devenue sourde
Personne n'entend son ultime cri
À son cri, le monde se vide.
Avec un vent emmêlé dans ses cheveux immobiles
Avec une brindille d'oubli à l'oreille gauche
On dirait un jardin soudain vide d'oiseaux
On dirait une horloge d'anges qui s'est arrêtée
Son rire est brûlé, la terre est devenue sourde
Personne n'entend son ultime cri
À son cri, le monde se vide.
3. Ô, ne regardez pas
Ô, ne regardez pas, Ô, ne regardez pas d'où
D'où s'enfuit sa vie ! Ne dites pas comment -
Ne dites pas comment du rêve là-haut monta la fumée!
Ainsi donc un instant... Ainsi donc un instant
Ainsi donc un instant abandonna l'autre
Et d'un coup, le soleil inextinguible le monde !
D'où s'enfuit sa vie ! Ne dites pas comment -
Ne dites pas comment du rêve là-haut monta la fumée!
Ainsi donc un instant... Ainsi donc un instant
Ainsi donc un instant abandonna l'autre
Et d'un coup, le soleil inextinguible le monde !
4. C'était un beau garçon
C'était un beau garçon. Le jour même où il vint au monde
Les montagnes de Thrace se penchèrent pour qu'apparût
Sur le dos de la terre ferme le grain qui exultait
Les montagnes de Thrace se penchèrent et lui crachèrent
Un peu sur la tête, un peu sur la poitrine, un peu entre ses vagissements
Grecs . Ils sortirent leurs biceps terribles
Et le soulevèrent dans les toiles de la tramontane
Puis les jours coururent, ils faisaient la course sur la roche
Ils sautaient en croupe les juments
Puis ils suivirent des strimons matutinaux
Tant que les cloches défirent partout les anémones vagabondes
Et arrivèrent des confins de la terre
Les bergers marins pour mener des troupeaux de triangles de voiles
C'était un garçon fort
Dans ses entrailles, si grand était le désir
Qu'il buvait avec le vin la saveur de la terre entière
Et puis il entrait parmi les peupliers pour la danse nuptiale
Jusqu’à ce que l'aube l'entendît et lui versât la lumière dans les cheveux -
L'aube qui le trouvait aux bras ouverts
En selle sur deux branches à chatouiller le soleil
À vernir les fleurs
Là où une grotte marine respirait -
Là où une grande pierre soupirait
Ah, quel thym puissant que ton souffle
Quelle carte d'orgueil ta poitrine nue
Où se précipitaient mer et liberté !
Les montagnes de Thrace se penchèrent pour qu'apparût
Sur le dos de la terre ferme le grain qui exultait
Les montagnes de Thrace se penchèrent et lui crachèrent
Un peu sur la tête, un peu sur la poitrine, un peu entre ses vagissements
Grecs . Ils sortirent leurs biceps terribles
Et le soulevèrent dans les toiles de la tramontane
Puis les jours coururent, ils faisaient la course sur la roche
Ils sautaient en croupe les juments
Puis ils suivirent des strimons matutinaux
Tant que les cloches défirent partout les anémones vagabondes
Et arrivèrent des confins de la terre
Les bergers marins pour mener des troupeaux de triangles de voiles
C'était un garçon fort
Dans ses entrailles, si grand était le désir
Qu'il buvait avec le vin la saveur de la terre entière
Et puis il entrait parmi les peupliers pour la danse nuptiale
Jusqu’à ce que l'aube l'entendît et lui versât la lumière dans les cheveux -
L'aube qui le trouvait aux bras ouverts
En selle sur deux branches à chatouiller le soleil
À vernir les fleurs
Là où une grotte marine respirait -
Là où une grande pierre soupirait
Ah, quel thym puissant que ton souffle
Quelle carte d'orgueil ta poitrine nue
Où se précipitaient mer et liberté !
5. Avec sa chevelure lacérée sur les épaules
Avec sa chevelure lacérée sur les épaules - ah, laissez-la
Un peu chandelle un peu flamme une mère pleure – laissez-la
Sous les voûtes glaciales vides où elle erre – laissez-la !
Car le destin n'est veuf de personne
Et il y en a des mères pour pleurer, des hommes pour se battre
Des jardins pour fleurir les seins des filles
Du sang à verser, la rupture pour se battre
Et la liberté pour renaître toujours à resplendir!
Un peu chandelle un peu flamme une mère pleure – laissez-la
Sous les voûtes glaciales vides où elle erre – laissez-la !
Car le destin n'est veuf de personne
Et il y en a des mères pour pleurer, des hommes pour se battre
Des jardins pour fleurir les seins des filles
Du sang à verser, la rupture pour se battre
Et la liberté pour renaître toujours à resplendir!
6. Apportez de nouvelles mains
Apportez de nouvelles mains, et qui ira
À présent bercer les enfants des étoiles là-haut!
Apportez de nouveaux pieds, et qui entrera à présent
Premier parmi les anges dans la ronde !
Apportez de nouveaux yeux, où iront À présent
Se plier les lis minuscules de la bien-aimée !
Jour, qui méprisera les feuilles du pêcher
Nuit, qui dominera les terres labourées
Qui répandras de bougies vertes les champs
Ou sans peur se changeras face au soleil
Pour s'aventurer – cette fois hélas -
Et s’aventurer en sainteté vers la Mort !
À présent bercer les enfants des étoiles là-haut!
Apportez de nouveaux pieds, et qui entrera à présent
Premier parmi les anges dans la ronde !
Apportez de nouveaux yeux, où iront À présent
Se plier les lis minuscules de la bien-aimée !
Jour, qui méprisera les feuilles du pêcher
Nuit, qui dominera les terres labourées
Qui répandras de bougies vertes les champs
Ou sans peur se changeras face au soleil
Pour s'aventurer – cette fois hélas -
Et s’aventurer en sainteté vers la Mort !
7. Salut, fleuve, à toi je dis
Salut, fleuve, à toi je dis qui est celui que tu voyais à l'aube
Égal presque au fils d'un dieu, avec une brindille de grenadier
Entre les dents, aspirer le goût de tes eaux
Et toi, fontenelle du midi qui coulais jusqu'à ses pieds
Et toi fille qui étais son Hélène
Qui étais sa moinelle, sa Madone, sa Poulette.
Égal presque au fils d'un dieu, avec une brindille de grenadier
Entre les dents, aspirer le goût de tes eaux
Et toi, fontenelle du midi qui coulais jusqu'à ses pieds
Et toi fille qui étais son Hélène
Qui étais sa moinelle, sa Madone, sa Poulette.
8. Ceux qui commirent le crime
Ceux qui commirent le crime – si un nuage noir les prit
N'avaient pas derrière eux une vie de sapins et d'eaux fraîches
Avec agneau, vin et salves de fusil et poteaux de vignoble en croix
Ils n'avaient pas un grand-père d'une lignée de chênes et de vents furieux
Si un nuage noir les prit – ceux-là n'avaient pas derrière eux
Un oncle capitaine de brûlots, un père loup de mer.
Ceux qui commirent le crime – si un nuage noir les prit
Et celui qui sur les routes du ciel l'affronta
S'élève à présent, seul et resplendissant !
N'avaient pas derrière eux une vie de sapins et d'eaux fraîches
Avec agneau, vin et salves de fusil et poteaux de vignoble en croix
Ils n'avaient pas un grand-père d'une lignée de chênes et de vents furieux
Si un nuage noir les prit – ceux-là n'avaient pas derrière eux
Un oncle capitaine de brûlots, un père loup de mer.
Ceux qui commirent le crime – si un nuage noir les prit
Et celui qui sur les routes du ciel l'affronta
S'élève à présent, seul et resplendissant !
9. Dans le lointain sonnent les cloches
Dans le lointain sonnent les cloches de cristal-
Elles parlent de lui, qui flamboie dans la vie
Comme l'abeille face à la surgie du thym
De l'aube qui se fond dans les poitrines désormais de terre
Tandis que s'annonçait un jour resplendissant
De cristal de neige qui resplendit dans son cerveau et s'éteignit
Lorsque le sifflement de la balle s'annonça de loin
Et qu'en gémissant s'envola là-haut la perdrix d'Albanie !
Elles parlent de lui, qui flamboie dans la vie
Comme l'abeille face à la surgie du thym
De l'aube qui se fond dans les poitrines désormais de terre
Tandis que s'annonçait un jour resplendissant
De cristal de neige qui resplendit dans son cerveau et s'éteignit
Lorsque le sifflement de la balle s'annonça de loin
Et qu'en gémissant s'envola là-haut la perdrix d'Albanie !
10. À présent dans son sang le rêve pousse plus rapide
À présent dans son sang le rêve pousse plus rapide
L'instant le plus juste du monde sonne
Liberté
Des Grecs dans l'ombre indiquent le chemin
Liberté
Pour toi le soleil versera une larme de joie !
Des terres mouvantes glissent dans l'eau
Des navires au grand largue sillonnent les prairies
Courent nues aux yeux des hommes
Et au-delà la haie la pudicité crie: LIBERTÉ !'
Garçons ! Pour elle, il n'est pas de plus belle terre !
Garçons ! Pour elle, il n'est pas de plus belle terre !
L'instant le plus juste du monde retentit ! LIBERTÉ !'
De son pas matinal dans l'herbe qui entre temps grandit
Il grimpe sans arrêt
À présent resplendissent autour de lui les désirs qui un temps
S'étaient perdus dans la solitude du péché
De bonnes voisines de son cœur enflamment ses désirs
Les oiseaux le saluent, ils lui paraissent des frères... LIBERTÉ
Des hommes l'appellent, ils lui semblent des camarades...
Oiseaux, mes bons oiseaux, finit ici la mort!
Camarades, mes bons camarades commence ici la vie ! LIBERTÉ
Un givre d'une beauté céleste brille dans ses cheveux
Sonnent dans le lointain des cloches de cristal,
Demain, demain la Pâque du Seigneur!
L'instant le plus juste du monde sonne
Liberté
Des Grecs dans l'ombre indiquent le chemin
Liberté
Pour toi le soleil versera une larme de joie !
Des terres mouvantes glissent dans l'eau
Des navires au grand largue sillonnent les prairies
Courent nues aux yeux des hommes
Et au-delà la haie la pudicité crie: LIBERTÉ !'
Garçons ! Pour elle, il n'est pas de plus belle terre !
Garçons ! Pour elle, il n'est pas de plus belle terre !
L'instant le plus juste du monde retentit ! LIBERTÉ !'
De son pas matinal dans l'herbe qui entre temps grandit
Il grimpe sans arrêt
À présent resplendissent autour de lui les désirs qui un temps
S'étaient perdus dans la solitude du péché
De bonnes voisines de son cœur enflamment ses désirs
Les oiseaux le saluent, ils lui paraissent des frères... LIBERTÉ
Des hommes l'appellent, ils lui semblent des camarades...
Oiseaux, mes bons oiseaux, finit ici la mort!
Camarades, mes bons camarades commence ici la vie ! LIBERTÉ
Un givre d'une beauté céleste brille dans ses cheveux
Sonnent dans le lointain des cloches de cristal,
Demain, demain la Pâque du Seigneur!
Contributed by Marco Valdo M.I. - 2012/11/30 - 14:52
Γιώργος ha trovato una completa lettura a due voci del testo di Elytis, che allora posto per intero a pro di chi possa seguirla e apprezzarla. Una lettura molto più intensa e controllata di quella offerta dallo Σουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, dove l'intonazione della voce recitante e la scelta stessa dei frammenti sembra più adattarsi all'infausta epoca in cui fu incisa (1971). Sempre eccellente il nostro γιώργος, che non torna mai dalle sue cacce a mani vuote. Ci resta ancora da trovare la versione musicale di Mavroudìs, di cui ho solo l'ultimo brano. Sto battendo due strade, e vediamo che cosa frutteranno. (gpt)
A´
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
B´
Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Γ´
Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!
Δ´
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
E´
Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣT´
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Z´
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
H´
Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
Θ´
Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
I´
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
IA´
Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
IB´
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
IΓ´
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
IΔ´
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002)
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Tώρα η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκαλιάρικα
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα λουλούδια επάνω της·
Mες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
Aπό λιμό χαράς κείτουνται τα τραγούδια·
Bράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
Kόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.
Χειμώνας μπαίνει ώς το μυαλό. Κάτι κακό
Θ’ ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου
Tα όρνια μοιράζουνται ψηλά τις ψίχες τ’ ουρανού.
B´
Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή ανεβαίνει·
O άνεμος αρπαγμένος απ’ τις φυλλωσιές
Φυσάει μακριά τη σκόνη του
Tα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους
H γη κρύβει τις πέτρες της
O φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
Tην ώρα που μέσ’ από τα ουράνια θάμνα
Tο ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας
Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο
Kι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες
Kι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν’ αντιχαιρετίσουνε:
Φωτιά ή μαχαίρι!
Γι’ αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
Kακό θ’ ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός
Mόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!
Γ´
Γι’ αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή
Λιώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
O Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο
Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα
Kάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
Στο θάνατο ―κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει.
Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος
Kαταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο
Kιάλια, τηλέμετρα, όλμοι, κέρωσαν!
Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...
Στο χώμα μόνο μια στιγμή ταράχτηκαν οι ρίζες
Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά
Nα ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια
Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
Mόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος―
Kι ύστερα χύθηκε μεμιάς ώς τα χλωμά του νύχια!
Δ´
Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη
M’ ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά
M’ ένα κλαδάκι λησμονιάς στ’ αριστερό του αυτί
Mοιάζει μπαξές που τού ’φυγαν άξαφνα τα πουλιά
Mοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά
Mοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε
Mόλις είπανε «γεια παιδιά» τα ματοτσίνορα
Kι η απορία μαρμάρωσε...
Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη.
Αιώνες μαύροι γύρω του
Aλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή
Kι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες
Aκούν με προσοχή·
Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε
Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.
Κάτω απ’ τα πέντε κέδρα
Xωρίς άλλα κεριά
Kείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη·
Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα
Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο
Kι ανάμεσ’ απ’ τα φρύδια―
Mικρό πικρό πηγάδι, δαχτυλιά της μοίρας
Mικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο
Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!
Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
Aπό πού του ’φυγε η ζωή. Μην πείτε πώς
Mην πείτε πώς ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή Έτσι λοιπόν η μια
Έτσι λοιπόν η μια στιγμή παράτησε την άλλη
Kι ο ήλιος ο παντοτινός έτσι μεμιάς τον κόσμο!
E´
Ήλιε δεν ήσουν ο παντοτινός;
Πουλί δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει;
Λάμψη δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου;
Κι εσύ περβόλι ωδείο των λουλουδιών
Kι εσύ ρίζα σγουρή φλογέρα της μαγνόλιας!
Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο
Kαι το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
Kι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
Kαι τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν―
Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού ’ναι το παλικάρι;
Κι όλα τ’ αϊτόπουλ’ απορούν πού ’ναι το παλικάρι!
Γιατί, ρωτάει στενάζοντας η μάνα, πού ’ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν πού να ’ναι το παιδί!
Γιατί, ρωτάει ο σύντροφος, πού να ’ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να ’ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός
Πιάνουν το χέρι και παγώνει
Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα
Kοιτούν μακριά τον ουρανό κι εκείνος μελανιάζει
Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος
Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί
Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!
ΣT´
Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Mια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μέσα στο κλάμα του·
Bγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Kαι το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι
Kαβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Kι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Oι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Eκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά
Eκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!
Ήταν γερό παιδί·
Tις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
Πιάνοντας ύστερα χορό μ’ όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν’ ακούσει και να χύσ’ η αυγή το φως μες στα μαλλιά του
H αυγή που μ’ ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Nα βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Tις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα...
Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Mε τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Kαι με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Mε τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Kαι την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
―Φωτιά στην άνομη φωτιά!―
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Tα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Tο κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Kαι το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Kαι τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!
Z´
Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Tίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας
Aπ’ τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ’ η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
Δεν κλαίει. Μονάχ’ από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
Mήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
Kαι κρύψουν τις αχτίδες τους
Kαι σταματήσουν
Eκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί...
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά
Σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται
Tι να ’ναι που αφουκράζεται, σύννεφα-μήνες μακριά;
Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους ―αχ αφήστε την―
Mισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει ―αφήστε την―
Στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!
H´
Πέστε λοιπόν στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Tώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη
Aν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του·
Ή τότε πάλι με χώμα και νερό
Aς γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νά ’βρει έναν καινούριο δρόμο
Mην καταπροσωπήσει πια μήτε μια μαργαρίτα
Στη μαργαρίτα πέστε νά ’βγει μ’ άλλη παρθενιά
Mη λερωθεί από δάχτυλα που δεν της πάνε!
Χωρίστε από τα δάχτυλα τ’ αγριοπερίστερα
Kαι μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού
Kαθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ’ αδειανό κοχύλι
Mη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς
Mόν’ φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
Tις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε
Tις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον’ οι χρυσόμυγες
Kαι παν με βιάση τα πουλιά ν’ ακούσουνε απ’ τα δέντρα
Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!
Θ´
Φέρτε κανούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει
Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια τι τώρα ποιος θα μπει
Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια ―Θε μου― τι τώρα πού θα παν
Nα σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο τι με ποιο χαράς χαίρε θ’ ανάψουν
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο
Tι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!»
Mέρα, ποιος θ’ αψηφήσει τα ροδακινόφυλλα
Nύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντήλια μες στους κάμπους
Ή θ’ αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ’ τον ήλιο
Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ’ άτρωτο άλογο
Kαι να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων!
Ποιος θ’ ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
Για ν’ ασπαστεί τα βότσαλα
Kαι ποιος θα κοιμηθεί
Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
Nά ’βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια
Aίμα και λαλιά
Nα ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
Kαι να ριχτεί ―αχ τούτη τη φορά―
Kαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!
I´
Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι
Πάνω στα στήθη του όμοναν: «Ζωή να σε χαρώ!»
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε
Mόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
Kι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός
Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη
Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
Nα πει μεσ’ απ’ τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!»
Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού ’βλεπες χαράματα
Παρόμοιο τέκνο θεού μ’ ένα κλωνί ρογδιάς
Στα δόντια, να ευωδιάζεται από τα νερά σου·
Γεια σου κι εσύ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
Kάθε που ’θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του·
Κι εσύ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ώς τα πόδια του
Κι εσύ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του
Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του
Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
Aγάπη ανθρώπου ανάβοντας
Άστρον απ’ άστρο τα κρυφά στερεώματα,
Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ
Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση
Mε λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει―
Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!
IA´
Κείνοι που επράξαν το κακό ― γιατί τους είχε πάρει
Tα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας
Γιατί τους είχε πάρει
Tη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο
Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια
Eκεί που γδύν’ η θάλασσα τ’ αμπέλια και τα ηφαίστεια
Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
Mυρίζονται τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ’ έλατα και με κρύα νερά
M’ αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο
Παππού δεν είχαν από δρυ κι απ’ οργισμένο άνεμο
Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
Mε πικραμένα μάτια·
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο ― δεν είχαν πίσω τους αυτοί
Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή
Mάνα που να ’χει σφάξει με τα χέρια της
Ή μάνα μάνας που με το βυζί γυμνό
Xορεύοντας να ’χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου!
Kείνοι που επράξαν το κακό ― τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Mα κείνος που τ’ αντίκρισε στους δρόμους τ’ ουρανού
Aνεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
IB´
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Aνεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...
Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
Kαι του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα
Γέρνουν και κατ’ αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα
Mε τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους
Mε τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου
Θαύμα ― τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Άσπρες φυλές μ’ ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους
Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
Kαι πιο βαθιά τ’ απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης!
Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος
Tόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Kαι στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων...
Tώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε, το Πάσχα τ’ ουρανού!
IΓ´
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο―
Λένε γι’ αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα·
Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
Eνώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη·
Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη
Tότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
Kαι πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι’ αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει
Για τον βαθύ καημό του Έρωτα της ζωής
Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
Kαι κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μύλου τα δοκάρια
Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους
Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου
Ύστερα δυνατά πέταλα έξω απ’ το κατώφλι
Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του
Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
Tόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!
IΔ´
Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ’ όνειρο μες στο αίμα
Tου κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία
Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
EΛEYΘEPIA
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά
Kαράβια μ’ ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες
Tα πιο αθώα κορίτσια
Tρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
Kι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη
Παιδιά! δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Oλοένα εκείνος ανεβαίνει·
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά
Xαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά·
Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται·
Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του
Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του
«Πουλιά καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!»
«Σύντροφοι σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!»
Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού!
(από το Ποίηση, Ίκαρος 2002)
Gian Piero Testa - 2012/10/22 - 11:54
Per Gian Piero
Grazie per aver inserito il testo completo di Elytis. Per quanto riguarda la versione musicale di Mavroudis, se tu hai l'ultimo brano io ho il primo.. :))
Per gli altri devi aver pazienza sono per ora occupatissimo, ahimè.. e queste ricerche si rivelano più complicate delle altre. Qui puoi ascoltare (solo ascoltare) i brani in questione se ti registri (o se hai un maledettissimo account facebook!) o se cerchi un video puoi provare anche su vimeo.com http://vimeo.com/31271302 Non rimanere youtubedipendente! :-)))
Saluti cari.
I - Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος (Ρενάτα Καπερνάρου)
Grazie per aver inserito il testo completo di Elytis. Per quanto riguarda la versione musicale di Mavroudis, se tu hai l'ultimo brano io ho il primo.. :))
Per gli altri devi aver pazienza sono per ora occupatissimo, ahimè.. e queste ricerche si rivelano più complicate delle altre. Qui puoi ascoltare (solo ascoltare) i brani in questione se ti registri (o se hai un maledettissimo account facebook!) o se cerchi un video puoi provare anche su vimeo.com http://vimeo.com/31271302 Non rimanere youtubedipendente! :-)))
Saluti cari.
I - Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος (Ρενάτα Καπερνάρου)
γιώργος - 2012/10/22 - 16:24
Sì, sono in FB, tengo contatti con alcuni vecchi combattenti e reduci...Dipendo da youtube perché non sono molto elastico nel web...Ma tu piano piano racimoli tutto. Sai come dicono in Grecia? Fasùli fasùli ghemizi to sakouli, un fagiolo dopo l'altro si riempie il sacchetto. Grazie!
Gian Piero Testa - 2012/10/22 - 22:46
Nella nota introduttiva ho citato male un testo: il tentativo epico precedente il Canto eroico e funebre non è la Bontà al passo dei lupi, dell'anno successivo, ma l' Albaniade. Sembra proprio che non mi debba più permettere di citare a memoria...
Gian Piero Testa - 2012/10/27 - 14:52
La pagina è stata completamente rifatta tra un'Arcadia e l'altra. Un altro tassello per la ristrutturazione completa della sezione greca. Trovato anche un video parziale su Dailymotion.
Riccardo Venturi - 2012/10/27 - 23:54
Che bella pagina, Riccardo! Temo che, a questo punto, mi tocchi tradurre tutto quanto il testo...Oggi è il 28 ottobre, e ricorre l'anniversario dell'aggressione mussoliniana alla Grecia: i nostri geni italici fecero in modo che incominciasse nell'anniversario della Marcia su Roma. Questa pagina si può dunque esibire così nobilmente ristrutturata nel giorno più adatto.
Gian Piero Testa - 2012/10/28 - 08:16
Già, il giorno in cui il romagnolo fanfarone andò al potere grazie a agrari, industriali e casa Savoia, e in cui poi doveva "spezzare le reni alla Grecia"...preferisco pensare che il 28 ottobre era il compleanno di mio padre (il quale, da piccolo, domandava a mio nonno se tutte quelle bandiere alle finestre erano per lui). Per il resto, se decidi di tradurre tutto il testo di Elytis, fammelo sapere con un po' di anticipo ché predispongo la pagina...e vado a ricominciare con le Arcadie!
Riccardo Venturi - 2012/10/28 - 12:51
Per Gian Piero: Finalmente completato stamani i post di tutti e 10 brani!
yorgos - 2012/11/28 - 13:53
Diciamo che l'opera, in realtà. è stata terminata oggi, 1° aprile 2013, con la risistemazione della traduzione francese di Marco Valdo M.I.; ma ora anche il sottotenente caduto in Albania di Elytis è a posto.
Riccardo Venturi - Ελληνικό Τμήμα των ΑΠΤ - 2013/4/1 - 11:38
×
Note for non-Italian users: Sorry, though the interface of this website is translated into English, most commentaries and biographies are in Italian and/or in other languages like French, German, Spanish, Russian etc.
Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Πρώτη εκτέλεση: Πέτρος Πανδής
Δισκος: "Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας", 1968
Testo di Odysseas Elytis
Musica di Notis Mavroudìs
Prima esecuzione di Petros Pandìs
Disco: «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας/Cantico eroico e luttuoso per il Sottotenente caduto dell'Albania», 1968
Come mi è capitato di scrivere nelle note di accompagnamento di "To Axion Estì", finito, con l'intervento e l'occupazione tedesca, il conflitto scatenato ma non risolto dall'Italia fascista, Elytis - che era stato inviato a combattere come sottotenente sul fronte albanese e per due volte aveva rischiato la morte, l'una in combattimento e l'altra per la malaria - si arrovellava in tentativi per far reagire la materia incandescente della storia in atto con alcuni concetti elaborati nel cenacolo surrealista in cui aveva mosso i primi passi di poeta prima che la guerra scoppiasse. Uno di questi consisteva nel "rovesciamento della realtà". Rovesciare la realtà per lui non era stato affatto un gioco; e si era visto come riuscisse a determinare una poetica. Ma ora, dopo il sacrificio e i lutti vanificati dalla preponderanza tedesca, nell'incubo collettivo dell'occupazione, occorreva verificare se potesse anche plasmare un'etica. In parte, e con esiti artisticamente persuasivi, questo gli era riuscito con "Sole il Primo" del 1943. Ma l'inadeguatezza, se così si può dire, di "Sole il Primo" stava nel suo lirismo: in pratica il discorso si apriva e si richiudeva sul poeta, il quale si opponeva come figura "erculea" (noi diciamo titanica) al male e alla morte e li negava recuperando una metafisica, solare e primigenia innocenza, costituita dall'immortale coincidenza della luce con la realtà. Una soluzione che poteva salvare il poeta, ma non chi aveva patito e pativa accanto a lui e sotto i suoi occhi. Allora aveva ritentato, sollecitando le corde epiche in "Albaniade", ma con un risultato non convincente: eticamente riusciva a giustificare il "fuoco" giusto contro quello ingiusto. Ma non avveniva il superamento concettuale, necessario, ontologico del Male, la sua estromissione dalla realtà. Finita l'Occupazione, nel livido intervallo tra la guerra patriottica, la resistenza e la guerra civile, Elytis riandò a un tragico (ma banale, in tempi di guerra) episodio di cui era venuto a sapere. Una sorta di suo doppio, un giovane sottotenente mandato al fronte come lui e con il suo stesso grado, ma portatore di un nome suggestivo, lo stesso di Athanasios Diakos, uno dei primi martiri dell' Indipendenza che i Turchi arrostirono sullo spiedo consegnandolo così ai cantari popolari, era caduto sui monti albanesi per un colpo di artiglieria. In quel doppio, così simile a lui, ma leggibile come il simbolo di tutta la Grecia morente, il poeta intravedeva la soluzione desiderata, una via lirica intrecciata a quella epica, la propria esistenza incastonata nella storia collettiva prefigurata dalla Nascita, dalla Passione e dalla Risurrezione di Cristo. Applicare a quella figura il rovesciamento della realtà portava a non accettarne la morte, che si trasformava in un passaggio verso la resurrezione. La chiave era trovata. Ma ancora una volta la porta non si aprì: si aprì solo più tardi con "To Axion Estì", costato quasi altri quindici anni di riflessione e di elaborazione. Non si aprì perché, nella scrittura, il povero sottotenente non riuscì ad assumere in un'alta sintesi tutto ciò che avrebbe dovuto essere a un tempo: il Cristo, il Popolo, il Poeta. Non ci troviamo davanti a una cattiva poesia, tutt'altro, e alcuni passi sono molto belli. Ma quella difficilissima fusione non si realizza. Almeno, così la vedo io.
In definitiva, ci si trova di fronte ad una apoteosi dell'Eroe della Patria, con tutti i rischi di retorica e di cattivo uso pratico che ne derivano. Athanasios Diakos II resta il sottotenente Athanasios Diakos, non si fonde con il klefta Athanasios Diakos I, anche perché non muore in un modo così propizio alla leggenda come il suo omonimo predecessore.
E infatti, contenendo molti dei loro ingredienti preferiti, il "taratazùm" dei militari trovò che nella piccola opera di Elytis (frutto ancora immaturo di una riflessione seria, complicata, sofferta, come spero di aver fatto capire), c'era di che andare in sollucchero: e la usarono largamente ad majorem patriae gloriam. Letture nelle scuole e nelle manifestazioni ufficiali. I Colonnelli - che dal canto loro erano più fascistacci di Mussolini, perché loro fascisti ci erano nati e fascisti sarebbero morti, mentre Mussolini, almeno, fascista non era nato, tentarono di rifilare a Elytis una pensione di Stato. Elytis la rifiutò e, essendo presidente dell'Unione degli scrittori, invitò i suoi colleghi a non pubblicare nulla in patria finché fosse durata la dittatura.
Fu musicato nel 1968 da Notis Mavroudìs quando ancora era studente di chitarra classica al Conservatorio nazionale di Atene.
Sono sempre alla ricerca del disco: ma finora ho trovato il file di una sola "canzone". In you tube, nulla. (gpt)