Lingua   

Καντάτα για τη Μακρόνησο

Maria Dimitriadi / Μαρία Δημητριάδη


Lista delle versioni e commenti


Ti può interessare anche...

Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους
(Maria Dimitriadi / Μαρία Δημητριάδη)
Σχόλιο
(Dionysis Savvopoulos / Διονύσης Σαββόπουλος)
Τη σπάθα σήκωσε και πάλι
(Nikos Xylouris / Νίκος Ξυλούρης)


Kantáta gia ti Makróniso
[1976]
Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος [1949]
Mουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη & Σάκης Μπουλάς

Versi di Yannis Ritsos [1949]
Musica di Thanos Mikroutsikos
Prima esecuzione di Maria Dimitriadi e Sakis Boulas

dimitriadismaria

Maria Dimitriadi è morta lo scorso 6 gennaio 2009 per una rara malattia polmonare. A lei, "cantante totale" e combattente per la libertà, è dedicata questa pagina, questo capolavoro della letteratura greca moderna che ha cantato in modo incomparabile. [CCG/AWS Staff]


dimitriadikadadakantata



"Queste poesie sono state scritte a Makronisso durante l’Agosto e il Settembre del 1949 nella IV Divisione Detenuti Politici, prima ancora di essere spostati alla II Divisione, prima ancora di aver vissuto tutto l’orrore di Makronisso. Questi manoscritti sono rimasti sepolti sotto la terra dentro bottiglie sigillate. Sono stati dissotterrati nel Luglio del 1950" – Yannis Ritsos.

L'ORRORE DI MAKRONISSO
di Gian Piero Testa

Dagli inizi del 1947 al 1951 Makronisso (Isola Lunga*), che si trova nell’Egeo a Est di Capo Sounion (Kabo Kolones), in Attica, fu utilizzata come campo di deportazione degli andartes (ribelli) comunisti che avevano combattuto prima nella Resistenza contro i nazifascisti e poi nell’ emfilio (guerra civile) del 1944-1949. Nel 1951 l’opinione pubblica mondiale e la stessa O.N.U. imposero al governo greco lo smantellamento di questo lager, e la distribuzione dei prigionieri in campi dalle condizioni di vita più sostenibili e con un regime carcerario un po’ meno efferato e arbitrario. Su Makronisso, aridissima terra, non si vede un albero ma solo pietra. Le testimonianze su quanto vi avveniva hanno la stessa lugubre somiglianza con quelle di tutti quei luoghi (gulag, lager, campi, prigioni speciali ecc.) dove si pianifica la distruzione fisica e morale degli avversari politici ed etnici e se ne affida la realizzazione a gente particolarmente dotata di sadismo. Ritsos, che vi era stato portato da Limno (vedi il primo brano dedicato al cane Dick), fu poi trasferito al campo di concentramento di Ai-Stratos. Fu liberato nel 1952. Tornò poi a conoscere la prigionia e il confino nel periodo della “Giunta” del col. Papadòpoulos, 1967-1974. Le poesie scritte colà e molto più tardi pubblicate col titolo di “Makrònissos” costituiscono in realtà un corpo cospicuo. Guanda ne pubblicò un’ampia selezione in italiano nel 1970. Negli anni Settanta, Thanos Mikroutsikos, che fu anche ministro della cultura nel governo socialista di Andrea Papandreu – musicò alcuni frammenti tratti da sei componimenti.

Prigionieri a Makronisso, 1950.
Prigionieri a Makronisso, 1950.


*Da notare una spaventosa coincidenza: "Isola Lunga" (in croato Dugi Otok) si chiama anche l'isola dalmata dove, negli anni '50, il maresciallo Tito fece installare un analogo, terribile campo di concentramento per prigionieri politici. (CCG/AWS Staff)
1) Ο Ντικ  
  
Η πέτρα σταυρωμένη από τον άνεμο
Ο άνεμος η σιγαλιά
Δεν ακούγεται τίποτα
Μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
Κι η πέτρα της καρδιάς μου δουλεύεται
Με τον θυμό και με τον πόνο
Βαριά, σιγά και σταθερά

Μπόλικη πέτρα
Μπόλικη καρδιά
Να χτίσουμε τις αυριανές μας φάμπρικες
Τα λαϊκά μέγαρα
Τα κόκκινα στάδια
Και το μεγάλο μνημείο των ηρώων της επανάστασης

Να μη ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ
Ναι, ναι του σκύλου μας του Ντικ
Που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι
Γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους
Να μην ξεχάσουμε σύντροφοι τον Ντικ
Τον φίλο μας τον Ντικ
Που γάβγιζε τις νύχτες
Στην αυλόπορτα αντίκρυ στη θάλασσα
Κι αποκοιμιόταν τα χαράματα
Στα γυμνά πόδια της λευτεριάς
Με τη χρυσόμυγα του αυγερινού
Πά στο στυλωμένο αυτί του

Τώρα ο Ντικ κοιμάται στη Λήμνο
Δείχνοντας πάντα το ζερβί του δόντι
Μπορεί μεθαύριο να τον ακούσουμε πάλι
Να γαβγίζει χαρούμενός σε μια διαδήλωση
Περνοδιαβαίνοντας κάτου απ’ τις σημαίες μας
Έχοντας κρεμασμένη στο ζερβί του δόντι
Μια μικρή πινακίδα «κάτω οι τύραννοι»
Ήταν καλός ο Ντικ

2) O Aλέξης

O Aλέξης ήταν ήσυχος
όπως εκείνος που 'χει κάνει το καθήκον του.
Όταν πλάγιαζε κοιμόταν αμέσως,
όπως εκείνος που 'χει κάνει πάντα το καθήκον του.
Δυό χονδρές χωματένιες πατούσες
έμεναν έξω απ'την κουβέρτα
και τότε τα πλατάνια μεγάλα της σιγουριάς
φυτρώναν μέσ'τη νύχτα.

Τί ήσυχος ήσουνα, Αλέξη -
νύχτα νύχτα σε ξύπνησαν, σύντροφε
δεν πρόφτασες καλά καλά να δέσεις τις αρβίλες σου
Προσέχαμε
σα δρασκελούσες την πόρτα του αντισκήνου
τόνα σου κορδόνι λυμένο σέρνοντας το χώμα.
Φοβηθήκαμε
μη και σκονδάψεις, σύντροφε. Κατάλαβες
και χαμογέλασες. Χαμογελάσαμε.

Σε πήρανε για το Στρατοδικείο
κι από 'κεί για το θάνατο, σύντροφε
κι από 'κεί για να γυρίσεις πίσω, σύντροφε, σ'όλες τις καρδιές
σ'όλη τη ζωή, σ'όλα τα μάτια, σ'όλα τα δέντρα
σύντροφε.
Γι'αυτό είσαι τόσο πικραμένος,
τόσο χαρουμένος,
τόσο σίγουρος.
Éνα άστρο ανάβωσβήνει μέσ'τα μάτια σου
αυτό το κόκκινο άστρο που ποτέ δε μας ξεχνάει.

Σήμερα γήνηκες πιο σύντροφος, σύντροφε.

3) Οι γερόντοι      

Κάθε τόσο Μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι
απ’ το Μοριά, απ’ τη Ρούμελη
Και πιο πάνω απ’ τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία
Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μ’άσπρα μουστάκια και φλοκάτες
Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων

Μιλάνε λίγο δεν μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις
Πού’χουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια
Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ’ το χώμα
Και τηράνε πίσω απ’ τους ώμους μας
Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι
Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ’ τα βράχια
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ’ το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρείς-τρείς, πέντε-πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού

Και τότες πια δεν ξέρεις- έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν’ ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.

Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.


Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ’ άδικο
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.

Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ’ τ’ αστροπελέκι.

4) Φεγγάρι       

Δεν είναι τίποτα κοιμήσου
Μεθαύριο θα σου φέρω μια βρύση στα χέρια μου
Θα σου φέρω ένα ποτάμι μεθαύριο
Κοιμήσου

Δεν είναι το καράβι
Είναι ο άνεμος
Ο διάδρομος με τα πλακάκια

Μισά μαύρα μισά κίτρινα
Κοιμήσου

Είναι μια φλέβα στον καρπό του χεριού
Παραμέσα είναι ο σφυγμός
Και το σχοινί που αντιστέκεται στον άνεμο
Δεν κόβονται ετούτα τα σχοινιά
Παράτα τον σουγιά σου
Πήγαινε στ’άρρωστα παιδιά
Να πουλήσεις ασημένια σταυρουλάκια
Μέσα σε τούτα τα χοντρά παπούτσια
Είναι πολύ λιγνά τα ποδάρια σου
Δεν μπορούνε να σύρουν τα ποδάρια σου
Ετούτα τα χοντρά παπούτσια των συντρόφων

Σκύψε και μέτρησέ τα
Να λογαριάσεις τον δρόμο που περπάτησαν
Το δρόμο που θα περπατήσουν
Το δρόμο που δεν έχει τέλος

Ετούτα τ’άρβυλα τα μπαλωμένα
Τα χοντροκαμωμένα
Δεν είναι για τα πόδια σου φεγγάρι
Ετούτα τ’άρβυλα περπάτησαν τον πόνο
Περπάτησαν το θάνατο
μπάρμπα φεγγάρι το θάνατο δίχως να σκοντάψουν

5) Χρέος      

Κι ύστερα πάλι ομοβροντία τα χαράματα
Διώχνοντας απ’ τα κυπαρίσσια τα σπουργίτια
Τα φορτηγά αυτοκίνητα γιομάτα αγωνιστές
Περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης
Κόβοντας με τις ρόδες στα δυο τον ήλιο
Περνώντας για τον τόπο της εκτέλεσης
Έμεινε πάλι πολύ σκόνη τ’απογεύματα
Η σκόνη που αφήνουν πίσω τους
Τα μαύρα φουστάνια των μανάδων
Καθώς γυρνάνε απ’ του Αβέρωφ ή απ’ του Χατζηκώνστα
Ή από τα τμήματα των μεταγωγών
Οι μαύρες μανάδες με τα μαύρα φουστάνια
Με την καρδιά τους τυλιγμένη στο μαντίλι τους
Σαν ένα ξεροκόμματο ψωμί
Που δεν μπορεί να το μασήσει
Που δεν μπορεί να το μασήσει μήτε ο θάνατος

6) Χρόνος      

Καθένας μας έχει στους ώμους του
Την κούραση δώδεκα ωρών από πέτρα
Την δίψα δώδεκα ωρών από ήλιο
Τον πόνο των χρόνων
Την απόφαση μιας ολόκληρης ζωής

Είναι σκληρός ο αγώνας μητέρα
Μα είναι πολλά τα αδέρφια μας
Είναι πολλά τα παιδιά σου μητέρα
Μη πικραίνεσαι
Με τις μεγάλες πέτρες στον ώμο μητέρα
Ανηφορίζοντας τον θάνατο
Μεγάλες πολιτείες θα χτίσουμε μητέρα
Μην πικραίνεσαι

Ύστερα η μεγάλη πέτρα στον ώμο
Μεγάλος ανήφορος
Μεγάλη απόφαση στην καρδιά
Μεγάλες μέρες μας περιμένουν μητέρα
Μάνα.

inviata da Gian Piero Testa & CCG/AWS Staff - 21/1/2009 - 04:32



Lingua: Italiano

Gian Piero Testa.
Gian Piero Testa.

Versione italiana di Gian Piero Testa
CANTATA DI MAKRONISSO

1) Dick

La pietra crocifissa dal vento
Il vento il silenzio
Non si sente niente
Solo il batticuore della pietra
E la pietra del cuore che si affatica
Con la rabbia e col dolore
Pesantemente, silenziosamente e inflessibilmente.

Pietra abbondante
Cuore abbondante
Per costruire le fabbriche del nostro domani
I palazzi popolari
Gli stadi rossi
E il grande monumento degli eroi della Rivoluzione.

Ma non scordiamo nemmeno il monumento di Dick
Certo, certo, del nostro cane Dick
Della squadra di Moudros (1)
Che l'hanno ammazzato i guardiani
Perché amava troppo i confinati.
Non dimentichiamo, compagni, Dick
Il nostro amico Dick
Che latrava nelle notte
Sulla porta del cortile dirimpetto al mare
E si addormentava all'alba
Ai piedi nudi della Libertà
Con la mosca dorata di Lucifero
Sopra il suo orecchio eretto.

Ora Dick dorme a Lemno
Mostrando per sempre il suo dente mancino
Dopodomani chissà lo sentiremo ancora
Abbaiare felice in una dimostrazione
Passando e ripassando sotto le nostre bandiere
Tenendo appeso al suo dente mancino
un piccolo cartello con scritto "Abbasso i tiranni"
Era bravo, Dick.

2) Alexis

Alexis era tranquillo
come chi ha sempre fatto il suo dovere
Quando andava a letto si addormentava subito
come chi ha fatto il suo dovere.
Due grosse impronte terrose
rimanevano fuori della coperta
e allora i platani, i grandi platani della sicurezza
germogliavano dentro la notte.

Che tranquillo che eri, Alexis –
nel cuore della notte ti svegliarono, compagno
non facesti in tempo a legare la tua sacca
non facesti in tempo ad allacciarti gli scarponi.
Notammo
mentre scavalcavi la soglia della tenda
la stringa sciolta che si trascinava per terra.
Tememmo
che inciampassi, compagno. Capisti
e sorridesti. Sorridemmo.

Ti presero per il Tribunale Militare
e di lì per la morte, compagno,
e di lì per tornare indietro, compagno, in tutti i cuori
in tutta la vita, in tutti gli occhi, in tutti gli alberi, compagno.
Per questo sei tanto amareggiato
tanto contento
tanto sicuro.
Una stella lampeggia nei tuoi occhi
questa stella rossa che non ci dimentica mai.

Oggi sei diventato più compagno, compagno.

3) I vecchi

Di tanto in tanto arrivano per mare nuovi carichi
vecchi dalla Morea, dalla Rumelia,
e più sù, da Trikala e dalla Macedonia
vecchi incurvati dalle ossa grandi con baffi bianchi e mantelli di lana
Odorano di sterco bovino e di campagna
Dentro i loro occhi belano le pecore del crepuscolo
Ai loro ciuffi stanno appese le ombre delle foglie di platano

Parlano poco non parlano affatto così di quando in quando ti accorgi
che sono imparentati con gli abeti
Nell'attimo in cui alzano gli occhi da terra
E scrutano dietro le nostre spalle
Quando la sera tinge di azzurro le tende
E il vento impiglia i suoi baffi nel timo
Quando il cielo scende dagli scogli
Scavalcando il ricordo con le suole chiodate delle stelle
e la morte va su e giù silenziosa al di là del filo spinato
allora li vediamo che si raccolgono a tre a tre a cinque a cinque
come ai vecchi tempi presso le polveriere di Missolungi

E allora non sai più - così raggruppati nel recinto della sera
nel loro ispido silenzio
non sai più mentre battono i loro acciarini
se stanno per accendere la sigaretta
o stanno per accendere la miccia della dinamite.

Questi vecchi non parlano
I loro figli si sono dati alla macchia
Questi hanno nascosto il loro cuore nella montagna
come un barile di polvere nera.


Al margine dei loro occhi hanno un arboscello di bontà
in mezzo alle sopracciglia un falco di energia
e un mulo di collera dentro il cuore
che non sopporta l'ingiustizia
E ora stanno qui a Makronisso
sull'apertura della tenda, davanti al mare
come leoni di pietra all'ingresso della notte
con le unghie conficcate nella pietra. Non parlano.

Guardano oltre il chiarore di Atene
guardano oltre il fiume Giordano
stringendo un sasso nel palmo che pare fatto di terra
stringendo negli occhi i pallini di schioppo delle stelle
stringendo nel profondo del cuore un silenzio carico di energia,
quel silenzio che si forma prima dell'uragano.

5) Luna

Non è niente dormi
Dopodomani ti porterò una fontanella nelle mie mani
Ti porterò un fiume dopodomani
Dormi

Non è la nave
E' il vento
Il corridoio con le piastrelle
metà nere metà gialle
e le stampelle della notte nel corridoio.
Dormi

C'è una vena nel carpo della mano - non è lì
E' più interno il battito più interna
è anche la corda che resiste al vento
u iù - uu iù vecchia zia luna
Non si tagliano queste corde
metti giù il tuo temperino - mettilo giù
Va' dai bambini malati
a vendergli crocette d'argento
Dentro queste grosse scarpe
sono troppo sottili i tuoi piedi.
Non riescono a trascinare i tuoi piedi
queste scarpe grosse dei compagni.

Chinati a misurarle
per calcolare la strada
la strada che hanno percorso
La strada che non ha fine

Questi scarponi rappezzati
grossolani
non sono adatti ai tuoi piedi, luna
Questi scarponi
hanno percorso il dolore
hanno percorso la morte
vecchia zia luna, la morte senza inciampare.

Dài, levati dalla loro strada.

5) Debito

E poi ancora il cannoneggiare all'alba
A scacciare dai cipressi i passerotti
I camion stipati di combattenti
A passare per il luogo dell' esecuzione
A tagliare in due il sole con le loro ruote
C'era ancora il polverone nel pomeriggio
La polvere che si lasciano dietro
Le nere sottane delle madri
Quando ritornano da Avèroff o da Hadzikonsta (2)
O dalle sezioni di smistamento
Le madri nere con le nere sottane
Con il cuore avvolto nel fazzoletto
Come un pezzo di pane secco
Che non lo può masticare
Che non lo può masticare nemmeno la morte.

6) Tempo

Ciascuno di noi ha sulle spalle
La stanchezza di dodici ore di pietra
La sete di dodici ore di sole
Il dolore di tanti anni
La decisione di una vita intera

E' dura la lotta madre
Ma sono tanti i nostri fratelli
Ma sono tanti i tuoi figli madre
Non essere triste
Con le grandi pietre sulle spalle madre
Ad ascendere la morte
Grandi città costruiremo madre
Non essere triste

Poi la grande pietra sulle spalle
Una grande salita
Una grande decisione nel cuore
Grandi giorni ci attendono madre
Mamma.

inviata da Gian Piero Testa & CCG/AWS Staff - 21/1/2009 - 19:35


NOTE alla traduzione

(1) Moudros, nell’isola di Limno, dove era un altro campo ben noto al Poeta.

(2) Avéroff, sede della Sicurezza Generale; Hadzikonsta, un carcere.

Gian Piero Testa & CCG/AWS Staff - 21/1/2009 - 19:45


MAKRONISSOS

"Το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου ακολουθεί η αρχή του εμφυλίου πολέμου. Η Μακρόνησος αποτελεί μία από ης μελανότερες σελίδες της ιστορίας του. Το 1947 εξορίζονται εκεί όλοι οι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες με "ύποπτα φρονήματα", επανδρώνοντας Τα τρία ειδικά τάγματα οπλιτών (Α' ΕΤΟ, Β' ΕΤΟ, Γ' ΕΤΟ). Το 1948 δημιουργείται το 4ο τάγμα στο οποίο μεταφέρονται οι πολιτικοί εξόριστοι. Σαν "κολυμπήθρα του Σιλωάμ" όπως ονόμαζαν το Μακρονήσι, ο τρόμος και τα βασανιστήρια ήταν η μέθοδος για ιδεολογική αναβάπτιση η οποία θα δηλωνόταν με την δήλωση μετάνοιας . Έλληνες βασάνιζαν Έλληνες. "Πατριώτες" βασάνιζαν Πατριώτες. Σε σκηνές ενός ατόμου ζούσαν τρεις. Οι δοκιμασίες πολλές και κυρίως αυτή ως δίψας. Όταν δεν μπορούσε να φτάσει το καΐκι που μετέφερε νερό, τους έδιναν αλμυρό μπακαλιάρο... Απειλές, ατομικοί και ομαδικοί βασανισμοί βρίσκονταν στο καθημερινό πρόγραμμα με σκοπό να σκύψουν το κεφάλι, να καμφθεί το ηθικό. Όσοι δεν υπέγραφαν δήλωση μετάνοιας μεταφέρονταν στην χαράδρα του Α' ΕΤΟ κι από εκεί πέρναγαν στρατοδικείο. Όσοι υπέγραφαν, για να αποδείξουν την ανάνηψή τους, τους έβαζαν πέτρες στα χέρια και τους διέταζαν να λιθοβολήσουν τους αμετανόητους. Αυτούς που λίγο πριν μοιράζονταν της ίδιες φοβίες." - Μελίνα Μερκούρη / Melina Merkouri.


Makronissos è oggi disabitata, o popolata di fantasmi. Arida e senza un albero, come lo è sempre stata e come lo era negli anni '50 del secolo scorso, quando vide una guarnigione di greci che torturavano e uccidevano altri greci in uno dei numerosi orrori del XX secolo. Ai prigionieri che morivano di fame veniva dato baccalà salatissimo per farli poi morire di sete. Torture individuali e collettive per spezzare il fisico e il morale dei prigionieri, che morivano a decine; a chi non moriva ci pensavano poi i tribunali militari o i tribunali speciali. Melina Merkouri, quando era ministro della cultura, volle che Makronissos fosse trasformata in un monumento nazionale che ricordasse i tempi della Guerra Civile; ma durante la dittatura fascista-americana dei colonnelli, Makronissos tornò a funzionare a pieno regime. Quelle che seguono sono alcune foto recenti dell'isola, tratte da un reportage del Rizospastis, il quotidiano del KKE (partito comunista greco).

Resti delle baracche di prigionia.
Resti delle baracche di prigionia.


Il piccolo "teatro classico" dove i torturatori si deliziavano l'animo umano prima e dopo il lavoro.
Il piccolo "teatro classico" dove i torturatori si deliziavano l'animo umano prima e dopo il lavoro.


Resti del lager.
Resti del lager.


"Rispettate la natura e mantenete l'ambiente pulito". Il Circolo Cacciatori di Lavrio.
"Rispettate la natura e mantenete l'ambiente pulito". Il Circolo Cacciatori di Lavrio.

Riccardo Venturi - 21/1/2009 - 20:52


Sakis (Athanasios) Bulàs (Σάκης Μπουλάς), che affiancò la compianta Maria Dimitriadi nell'interpretazione di Makronissos, è scomparso tre giorni fa per una grave malattia oncologica. Nato a Kilkìs nel 1954, era cresciuto al Pireo ed è stato un attore teatrale e cinematografico, cantante e autore molto noto e amato.
Nel campo musicale ha collaborato come interprete con Thanos Mikroutsikos ( Cantata di Makronissos), con Mimis Plessas (Dialoghi di Luciano), con Michalis Grigoriou (Ανεπίδοτα γράμματα su testi Aris Alexandrou), con Dionysis Savvopoulos (Acharnìs), con Michalis Rakintzìs ( Alì Babà, Sta attento), con Yannis Zouganelis, e ha scritto i testi di non poche canzoni. Tutto il mondo della cultura e dello spettacolo greci sta esprimendo una grande commozione per questa perdita prematura.

Gian Piero Testa - 24/2/2014 - 08:03




Pagina principale CCG

Segnalate eventuali errori nei testi o nei commenti a antiwarsongs@gmail.com




hosted by inventati.org