Εἶχε τήν τέντα ξομπλιαστή
ἡ βάρκα τοῦ καμπούρη Ἀντρέα.
Γερμένος πλάι στήν κουπαστή
ὀνείρατα ἔβλεπεν ὡραῖα.
Ἡ Κατερίνα, ἡ Ζωή,
τ' Ἀντιγονάκι, ἡ Ζηνοβία.
Ὤ, τί χαρούμενη ζωή!
Χτυπᾶς, φτωχή καρδιά, μέ βία.
Τά μεσημέρια τά ζεστά
τήν βάρκα παίρνανε τ' Ἀντρέα
γιά νά τίς πάει στ' ανοιχτά
ὅλες μαζί, τρελή παρέα.
Μά ἦρθε ὁ χειμώνας ὁ κακός
καί σκόρπισε ἡ τρελή παρέα...
Καί σένα βήχας μυστικός
σ' ἔριξε χάμω, μπάρμπ' Ἀντρέα.
ἡ βάρκα τοῦ καμπούρη Ἀντρέα.
Γερμένος πλάι στήν κουπαστή
ὀνείρατα ἔβλεπεν ὡραῖα.
Ἡ Κατερίνα, ἡ Ζωή,
τ' Ἀντιγονάκι, ἡ Ζηνοβία.
Ὤ, τί χαρούμενη ζωή!
Χτυπᾶς, φτωχή καρδιά, μέ βία.
Τά μεσημέρια τά ζεστά
τήν βάρκα παίρνανε τ' Ἀντρέα
γιά νά τίς πάει στ' ανοιχτά
ὅλες μαζί, τρελή παρέα.
Μά ἦρθε ὁ χειμώνας ὁ κακός
καί σκόρπισε ἡ τρελή παρέα...
Καί σένα βήχας μυστικός
σ' ἔριξε χάμω, μπάρμπ' Ἀντρέα.
×