Auschwitz, o Canzone del bambino nel vento
Francesco GucciniGian Piero Testa. | |
AOYΣВΙΤΣ [1] ТΟ ΤΡΑΓΟΎΔΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΎ ΣΤΟΝ ΆΝΕΜΟ | ΑΟΥΣΒΙΤΣ |
Πέθανα μ’άλλες χιλιάδες, όταν ήμουν παιδί περνώντας απ’το φουγάρο και τώρα είμαι στον άνεμο, και τώρα είμαι στον άνεμο. | Χαθήκαμε, ήμουν παιδάκι Χαθήκαμε με άλλα χίλια Περάσαμε δια το φουγάρο Και τότε γίνηκα αγέρας Και τότε γίνηκα αγέρας |
Σε ‘Αουσβιτς έπεφτε χιόνι, ανέβαινε αργά ο καπνός στην κρύα μέρα χειμώνα και τώρα είμαι στον άνεμο, και τώρα είμαι στον άνεμο. | Στο Άουσβιτς πυκνό το χιόνι Στο Άουσβιτς αργή η καπνιά Χειμώνας πάγωνε ημέρα Και τότε γίνηκα αγέρας Και τότε γίνηκα αγέρας |
Σε ‘Αουσβιτς, πόσος κόσμος σε νεκρική σιγή, και ακόμα δε μπορώ να χαμογελάσω σ’αυτόν τον άνεμο. | Στο Άουσβιτς πλήθος μεγάλο Μα απόλυτη ήταν σιγή Γέλοιο δεν ξέρω ακόμα Κι αν τώρα γίνηκα αγέρας Κι αν τώρα γίνικα αγέρας |
Σας ρωτώ, πως μπορείτε να σκοτώσετε τους αδελφούς σας, κι όμως, είμαστε χιλιάδες σε σκόνη στον άνεμο, σε σκόνη στον άνεμο. | 'Ανθρωπε να πεις πως γίνεις Φωνιάς του αδερφού σου Που σκόνη τόση πως έγινε Ανθρώπων πετάει σ'αγέρα Ανθρώπων πετάει σ'αγέρα |
Και βροντούν τα κανόνια, ακόμα δε χόρτασε μ’αίμα ο ανθρώπινος κτείνος κι ακόμ’ είμαστε άνεμος, κι ακόμ’ είμαστε άνεμος, | Aκόμα βροντάει κανόνι Κορεσμό δε νιώθει αίμα Το ανθρώπινο τσακάλι Και μας τραβάει στο αγέρα Και μας τραβάει στο αγέρα |
Σας ρωτώ, πότε θα γίνει και πότε θα μάθουμε να ζούμε στην ειρήνη κι ο άνεμος θα ηρεμίσει, κι ο άνεμος θα ηρεμίσει. | Να πεις πότε θα γίνει Που θα 'χεις άνθρωπε μάθει Να ζήσεις χωρίς να σφάξεις Κι ο αγέρας στάση θα βρει Κι ο αγέρας στάση θα βρει |
Σας ρωτώ, πότε θα γίνει και πότε θα μάθουμε να ζούμε στην ειρήνη κι ο άνεμος θα ηρεμίσει, κι ο άνεμος θα ηρεμίσει. | Να πεις πότε θα γίνει Που θα 'χεις άνθρωπε μάθει Να ζήσεις χωρίς να σφάξεις Κι ο αγέρας στάση θα βρει Κι ο αγέρας στάση θα βρει |
/péθana máles çiljáδes
ótan ímun peδjí
pernóndas aptofúγaro
kjetóra íme stonánemo
kjetóra íme stonánemo/
/seáusvits épefte çóni
anévene arγá o kapnós
stiŋgría méra çimóna
kjetóra íme stonánemo
kjetóra íme stonánemo
/seáusvits pósos kósmos
se nekrikjí sijí
kjeakóma δemboró
naχamojeláso
saftón donánemo/
/sasrotó . pozboríte
naskotósete tusaδelfúsas
çómos ímaste çiljáδes
seskóηi stonánemo
seskóηi stonánemo/
/kjevrondún takanóηa
akóma δeχórtase méma
o anθrópos ktínos
çakóm ímaste ánemos
çakóm ímaste ánemos/
/sasrotó póte θajíηi
kjepóte θamáθume
nazúme stiniríηi
çoánemos θairimísi
çoánemos θairimísi/
/sasrotó póte θajíηi
kjepóte θamáθume
nazúme stiniríηi
çoánemos θairimísi
çoánemos θairimísi/