Vieram cedo
Mortos de cansaço
Adeus amigos
Não voltamos cá
O mar é tão grande
E o mundo é tão largo
Maria Bonita
Onde vamos morar
Na barcarola
Canta a Marujada
- O mar que eu vi
Não é como o de lá
E a roda do leme
E a proa molhada
Maria Bonita
Onde vamos parar
Nem uma nuvem
Sobre a maré cheia
O sete-estrelo
Sabe bem onde ir
E a velha teimava
E a velha dizia
Maria Bonita
Onde vamos cair
À beira de àgua
Me criei um dia
- Remos e velas
Lá deixei a arder
Ao sol e ao vento
Na areia da praia
Maria Bonita
Onde vamos viver
Ganho a camisa
Tenho uma fortuna
Em terra alheia
Sei onde ficar
Eu sou como o vento
Que foi e não veio
Maria Bonita
Onde vamos morar
Sino de bronze
Lá na minha aldeia
Toca por mim
Que estou para abalar
E a fala da velha
Da velha matreira
Maria Bonita
Onde vamos penar
Vinham de longe
Todos o sabiam
Não se importavam
Quem os vinha ver
E a velha teimava
E a velha dizia
Maria Bonita
Onde vamos morrer
Mortos de cansaço
Adeus amigos
Não voltamos cá
O mar é tão grande
E o mundo é tão largo
Maria Bonita
Onde vamos morar
Na barcarola
Canta a Marujada
- O mar que eu vi
Não é como o de lá
E a roda do leme
E a proa molhada
Maria Bonita
Onde vamos parar
Nem uma nuvem
Sobre a maré cheia
O sete-estrelo
Sabe bem onde ir
E a velha teimava
E a velha dizia
Maria Bonita
Onde vamos cair
À beira de àgua
Me criei um dia
- Remos e velas
Lá deixei a arder
Ao sol e ao vento
Na areia da praia
Maria Bonita
Onde vamos viver
Ganho a camisa
Tenho uma fortuna
Em terra alheia
Sei onde ficar
Eu sou como o vento
Que foi e não veio
Maria Bonita
Onde vamos morar
Sino de bronze
Lá na minha aldeia
Toca por mim
Que estou para abalar
E a fala da velha
Da velha matreira
Maria Bonita
Onde vamos penar
Vinham de longe
Todos o sabiam
Não se importavam
Quem os vinha ver
E a velha teimava
E a velha dizia
Maria Bonita
Onde vamos morrer
inviata da Riccardo Venturi - 11/2/2009 - 00:18
Lingua: Italiano
Versione italiana di Riccardo Venturi
12 febbraio 2009
12 febbraio 2009
CANZONE DELL'ESILIO
EMIGRANTI
Sono venuti presto
morti di stanchezza:
Addio, amici
non torneremo più.
Il mare è così grande
e il mondo è così vasto,
santa Madonna,
dove ce ne andremo a stare.
E sulla nave
canta la gente di mare:
Il mare che ho visto
non è come quello di là
e la barra del timone,
la prora bagnata,
santa Madonna,
dove mai ci fermeremo.
Neanche una nuvola
sull'alta marea,
le Pleiadi sanno
bene dove andare
e la vecchia insisteva,
la vecchia diceva
santa Madonna,
dove mai capiteremo.
In riva al mare
ho gridato un giorno:
Remi e vele
li ho lasciati a bruciare
al sole e al vento
sulla rena della spiaggia,
santa Madonna,
dove ce ne andremo a vivere.
Guadagno bene,
ho una fortuna
in terra straniera
so dove stare,
sono come il vento
che se n'è andato senza arrivare,
santa Madonna,
dove ce ne andremo a stare.
Campana di bronzo
là nel mio villaggio,
suona per me
ché sto per andar via,
e dice la vecchia,
la vecchia dubbiosa,
santa Madonna,
dove ce ne andremo a soffrire
Venivano da lontano,
tutti lo sapevano
non gli importava
di chi veniva a vederli.
E la vecchia insisteva,
la vecchia diceva,
santa Madonna
dove ce ne andremo a morire.
EMIGRANTI
Sono venuti presto
morti di stanchezza:
Addio, amici
non torneremo più.
Il mare è così grande
e il mondo è così vasto,
santa Madonna,
dove ce ne andremo a stare.
E sulla nave
canta la gente di mare:
Il mare che ho visto
non è come quello di là
e la barra del timone,
la prora bagnata,
santa Madonna,
dove mai ci fermeremo.
Neanche una nuvola
sull'alta marea,
le Pleiadi sanno
bene dove andare
e la vecchia insisteva,
la vecchia diceva
santa Madonna,
dove mai capiteremo.
In riva al mare
ho gridato un giorno:
Remi e vele
li ho lasciati a bruciare
al sole e al vento
sulla rena della spiaggia,
santa Madonna,
dove ce ne andremo a vivere.
Guadagno bene,
ho una fortuna
in terra straniera
so dove stare,
sono come il vento
che se n'è andato senza arrivare,
santa Madonna,
dove ce ne andremo a stare.
Campana di bronzo
là nel mio villaggio,
suona per me
ché sto per andar via,
e dice la vecchia,
la vecchia dubbiosa,
santa Madonna,
dove ce ne andremo a soffrire
Venivano da lontano,
tutti lo sapevano
non gli importava
di chi veniva a vederli.
E la vecchia insisteva,
la vecchia diceva,
santa Madonna
dove ce ne andremo a morire.
Lingua: Greco moderno
La versione greca di Riccardo Venturi
Ελληνική απόδοση από τον Ριχάρδο Βεντούρη
Ελληνική απόδοση από τον Ριχάρδο Βεντούρη
Ο, τι είναι οι Πορτογάλοι αποδήμοι, έχω μπορέσει να το αγγίσω με τα χέρια μου και να το δω με τα μάτια μου σε μία από τις γωνιές κόσμου όπου κι εγώ ήταν σε desterro. Μια μικρή πόλη Ελβετίας, Φριβούργο, πλούσια, παχουλή, τριζάτη, τακτική. Και, παντού, Πορτογάλοι. Κι οδηγούν, ακόμη κι αν μετά τριάντα ή σαράντα χρόνια, αυτοκίνητα με Πορτογαλική πινακίδα. Σε απόσταση μερικών μέτρων απ'όπου έμενα, το Μπαρ Πόρτο κι το Μπαρ Μπενφίκα, όπου ο ανταγωνισμός μεταξύ των δυο κυρίων ποδοσφαιριστικών ομάδων της χώρας μεταφέρθηκε σε χιλιάδες χιλιόμετρα απόστασης. Και πάντα τάξη κι αξιοπρέπεια σ'οποιοδήποτε πράμα αν κάνουν, οι Πορτογάλοι, κι αν γιορτάσουν τις νίκες της Εθνικής στο παγκόσμιο πρωτάθλημα. Το καθάρισμα στη πολυκατοικία όπου έμενα το έκαναν δυο μεσήλικες Πορτογαλίδες, κοντές και στητές σαν λαμπάδες. Κάποιος μου ρώτησε αν έμαθα τη γερμανική διάλεκτο του τόπου στο Φριβούργο, το “Σβίτσερτιουτς”; απαντώ ότι έμαθα δυο ή τρία λόγια για να πω καλημέρα, καλησπέρα και ευχαριστώ. Αντίθετα, στο Μπαρ Μπενφίκα τελειοποίησα τα πορτογαλικά μου, και χαίρομαι γι'αυτό. Στο Φριβούργο, μια οποιαδήποτε μικρή πόλη σ'αυτή την κοινότατη Ευρώπη, ζούνε περισσότερο από 4000 Πορτογάλοι σ'έναν πληθυσμό 33.000 κατοίκων. Φανταστείτε τώρα πόσοι είναι στο Αμβούργο, στο Βερολίνο, στη Βιέννη, στο Λονδίνο, στο Παρίσι ή ακόμα και στη Στοκχόλμη ή στο 'Αμστερνταμ. Φανταστείτε αυτό το desterro ενός ολόκληρου λαού που διέφευγε από τη φτώχεια κι από τη δικτατορία.
Στο 1970, όταν ο Δζοζέ Αφόνσο έγραψε αυτό το τραγούδι, η φασιστική και αποικιοκρατική δικτατορία του Σαλαζάρ, του Καετάνο και της PIDE δεν είχε τελειώσει ακόμη· η Επανάσταση των Γαρυφάλων θα είχε συμβεί τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 25 Απριλίου 1974. Η Πορτογαλία ήταν η χώρα η πιο φτωχή στην Ευρώπη και η μετανάστευση ήταν μια ανάγκη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι οικονομικοί πόροι αφαιμάσσονταν με μια σειρά αχρήστων και αιματωδών αποικιοκρατικών πολέμων, για να
Στο 1970, όταν ο Δζοζέ Αφόνσο έγραψε αυτό το τραγούδι, η φασιστική και αποικιοκρατική δικτατορία του Σαλαζάρ, του Καετάνο και της PIDE δεν είχε τελειώσει ακόμη· η Επανάσταση των Γαρυφάλων θα είχε συμβεί τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 25 Απριλίου 1974. Η Πορτογαλία ήταν η χώρα η πιο φτωχή στην Ευρώπη και η μετανάστευση ήταν μια ανάγκη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι οικονομικοί πόροι αφαιμάσσονταν με μια σειρά αχρήστων και αιματωδών αποικιοκρατικών πολέμων, για να
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
'Ηρθανε γρήγορα
πτώματα απ'την κούραση·
αντίο σας φίλοι
δε θα επιστρέψουμε ποτέ.
Τόσο μεγάλη η θάλασσα,
τόσο αχανής ο κόσμος,
μάνα Παναγιά,
πού θα μένουμε;
Τραγουδάνε στο πλοίο
οι ανθρώποι της θάλασσας·
η θάλασσα που την έχω δει
δεν είναι σαν αυτή που'ναι εκεί
κι η μπάρα του τιμονιού,
η βρεγμένη πλώρη,
μάνα Παναγιά,
πού θα σταματήσουμε;
Ούτ'ένα σύννεφο
πάνω στην πλημμυρίδα,
οι Πλειάδες ξέρουν
καλά που να πάνε
κι επίμενε η γριά,
κι έλεγε η γριά
μάνα Παναγιά
πού θα πλευρίσουμε;
Στο περιγιάλι
έχω φωνάσει μια μέρα·
κουπιά και πανιά
τα άφησα να καίγουν
στον ήλιο, στον άνεμο
στην άμμο της παραλίας,
μάνα Παναγιά
πού θα ζούμε;
Κερδίζω καλά,
έχω χρήματα
στην ξενιτειά
ξέρω πού να μένω,
είμαι σαν ο άνεμος
που έφυγε μα δεν έφτασε,
μάνα Παναγιά,
πού θα μένουμε;
Μπρούντζινη καμπάνα
εκεί στο χωριό μου
να χτυπάς για μένα
που 'μ' έτοιμος να φύγω.
Και λέει η γριά,
λέει αμφίβολη η γριά,
μάνα Παναγιά,
τί θα πάθουμε;
'Ερχονταν από μακριά,
όλοι το ξέρανε
κι αδιαφορούσανε
ποιός ερχόταν να τους δει.
Κι επίμενε η γριά,
κι έλεγε η γριά,
μάνα Παναγιά,
πού θα πεθάνουμε;
ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ
'Ηρθανε γρήγορα
πτώματα απ'την κούραση·
αντίο σας φίλοι
δε θα επιστρέψουμε ποτέ.
Τόσο μεγάλη η θάλασσα,
τόσο αχανής ο κόσμος,
μάνα Παναγιά,
πού θα μένουμε;
Τραγουδάνε στο πλοίο
οι ανθρώποι της θάλασσας·
η θάλασσα που την έχω δει
δεν είναι σαν αυτή που'ναι εκεί
κι η μπάρα του τιμονιού,
η βρεγμένη πλώρη,
μάνα Παναγιά,
πού θα σταματήσουμε;
Ούτ'ένα σύννεφο
πάνω στην πλημμυρίδα,
οι Πλειάδες ξέρουν
καλά που να πάνε
κι επίμενε η γριά,
κι έλεγε η γριά
μάνα Παναγιά
πού θα πλευρίσουμε;
Στο περιγιάλι
έχω φωνάσει μια μέρα·
κουπιά και πανιά
τα άφησα να καίγουν
στον ήλιο, στον άνεμο
στην άμμο της παραλίας,
μάνα Παναγιά
πού θα ζούμε;
Κερδίζω καλά,
έχω χρήματα
στην ξενιτειά
ξέρω πού να μένω,
είμαι σαν ο άνεμος
που έφυγε μα δεν έφτασε,
μάνα Παναγιά,
πού θα μένουμε;
Μπρούντζινη καμπάνα
εκεί στο χωριό μου
να χτυπάς για μένα
που 'μ' έτοιμος να φύγω.
Και λέει η γριά,
λέει αμφίβολη η γριά,
μάνα Παναγιά,
τί θα πάθουμε;
'Ερχονταν από μακριά,
όλοι το ξέρανε
κι αδιαφορούσανε
ποιός ερχόταν να τους δει.
Κι επίμενε η γριά,
κι έλεγε η γριά,
μάνα Παναγιά,
πού θα πεθάνουμε;
×
[1970]
Testo e musica di José "Zeca" Afonso
Palavras e música de José "Zeca" Afonso
Album: Traz outro amigo também
Nel 1970, quando José Afonso scrisse e incise questa canzone, la dittatura fascista e colonialista di Salazar, di Caetano e della PIDE non era ancora terminata; mancavano ancora quattro anni alla Rivoluzione dei Garofani del 25 aprile 1974. Il Portogallo era il paese più povero d'Europa, e l'emigrazione era una necessità per larga parte della popolazione. Le risorse economiche venivano dissanguate da una inutile quanto stupida e sanguinosa serie di anacronistiche guerre coloniali, per mantenere un “impero” che serviva alla propaganda di regime per far vedere quant'era forte quel piccolo paese dal grandissimo passato trasformato in un presente di fame e di oppressione. Alla cantante di regime, la famosissima Amália Rodrigues, venivano affidate le canzoni sulla “Casa portuguesa”, povera ma ordinata, linda, dignitosa e piena di fiori. Solo che moltissimi erano costretti a lasciarla, la loro “casa portuguesa”, per andare a farsi accogliere a braccia chiuse e farsi mettere duro pane in bocca in Svizzera, in Francia, in Germania. Molti si chiedevano dove sarebbero andati a morire, come si chiede José Afonso in questa sua al solito bellissima e dolente canzone. Ho visto uno di questi posti dove portoghesi, italiani, turchi, spagnoli e magrebini sono andati, forse, a morire, e a vivere, a lavorare, a fare figli, a sperare di ritornare o forse di non sperarlo neanche più. [RV]