| GRECO / GREEK [3] - Vassilios/2013
|
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ | Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΠΙΕΡΟΥ |
| |
Είναι ολοκόκκινο από παπαρούνες | Κοιμάσαι μέσα στα χωράφια του σταριού |
Το σιτοχώραφο που'σαι θαμμένος, | δεν είναι τα τριαντάφυλλα ή οι τουλίπες |
Όπου κοιμάσαι τα ρόδα τηρούσες, | που σε προστατεύουν από τη σκιά των λαγουμιών |
Άνοιξη ήταν σαν πήγες χαμένος. | αλλά είναι χίλιες κόκκινες παπαρούνες. |
| |
Του ποταμιού μου από την πλαγιά | « στις όχθες του χειμάρρου μου |
Θέλω να δω τα ψάρια να λάμπουν, | θα ήθελα να κατεβαίνουν οι ασημόχρωμοι λούτσοι |
Δεν θέλω πτώματα των φαντάρων | και όχι τα πτώματα των στρατιωτών |
Πια κρατούμενα απ'το ρεύμα αγκαλιά. | αγκαλιασμένα από το ρεύμα του ποταμού » |
| |
Είπες αυτά και κρατούσε ο χειμώνας | Έτσι έλεγες και ήταν χειμώνας |
Και παρατούσες πικρός τη στρατώνα | και όπως οι άλλοι προς την κόλαση πήγαινες |
Προσκύνημα προς τ' Άδη τα μέρη | λυπημένος όπως ήσουν υποχρεωμένος να κάνεις, |
Χιόνι στο μούτρο σου φτύνει τ'αγέρι. | ο αέρας σου φτύνει το χιόνι στο πρόσωπο |
| |
Σταματα Πέτρο, σταμάτα τώρα | Σταμάτα Πιέρο, σταμάτα τώρα |
Καν να περάσει επάνω σου η μπόρα | άσε να περάσει ο αέρας για λίγο από επάνω σου |
Καν να σου φέρνει τον ήχο φριχτό | κουβαλάς επάνω σου τις φωνές όλων που πέθαναν στις μάχες |
Όσων χαμένων αξίσαν' σταυρό. | όσων έδωσαν μια ζωή και σε αντάλλαγμα πήραν ένα σταυρό. |
| |
Μα εσύ δεν ακούσες και ιδου ο καιρός | Μα εσύ δεν τον άκουσες και ο χρόνος περνούσε |
Μαζί μ'εποχές να χορέψει συρτό | με τον ρυθμό των εποχών χόρευες |
Κι έφθασες να περάσεις μεθόριο | και έφτασες να περάσεις τα σύνορα |
Της άνοιξης ένα απόγευμα ώριο. | μια ωραία μέρα την άνοιξης |
| |
Σκυμμένος από της ψυχής σου το βάρος | και ενώ προχωρούσες με την ψυχή στο στόμα |
Ποιόν είδες ρε στου κάμπου το βάθος | βλέπεις έναν άνθρωπο στο βάθος της πεδιάδας |
Στολή κρατούσε μ'αλλιώτικο χρώμα | που είχε την ίδια σου ψυχική κατάσταση |
Μα διάθεση ίδια με σένα κι ακόμα. | αλλά φόραγε στολή με διαφορετικό χρώμα |
| |
Πυρ κάνε Πέτρο, πυρ ταχύς λέω | Ρίξε του, Πιέρο, ρίξε του τώρα |
Ρίξε ένα βόλι, ρίξε και δύο | και μετά την πρώτη βολή,ρίξε του ακόμα |
Ως τη ζωή απ'τα σπλάχνα να χάσει | ώσπου να τον δεις άψυχο |
Για ν'αίματα το πτώμα σκεπάσει. | να πέφτει κάτω και να καλύπτεται από το αίμα του |
| |
Αν στην καρδιά του το ρίξεις το βόλι | «και εάν του ρίξω στο μέτωπο ή στη καρδιά |
Που ο Χάρος ήρθε δε θα καταλάβει | θα έχει μόνο λίγο χρόνο για να πεθάνει |
Μα εσύ τα μάτια να δεις θα προλάβεις, | αλλά για μένα θα υπάρχει χρόνος για να δω |
Μάτια τ'ανθρώπου που πάει να πεθάνει. | να δω τα μάτια ενός ανθρώπου που πεθαίνει» |
| |
Μα ενώ μπερδεύεσαι σε δισταγμό | και ενώ εσύ διστάζεις και το σκέπτεσαι |
Στρέφεται εκείνος, φοβάται κακό, | εκείνος γυρίζει, σε βλέπει, φοβάται |
Τ'οπλο σηκώνει: "Ε ! Παλικάρι, | και παίρνοντας στα χέρια το πολυβόλο |
Να πάρεις πίσω.. αυτή την χάρη". | δεν σου ανταποδίδει τη χάρη. |
| |
Έπεσες χάμου δίχως φωνή | Έπεσες κάτω στη γη σιωπηλά |
Ενώ κατάλαβες κείνη στιγμή | και κατάλαβες σε ένα μόνο λεπτό, |
Που η ζωή σου είχε τελειώσει | ότι ο χρόνος σου δεν επαρκούσε |
Και γυρισμό δεν είχε να δώσει. | για να ζητήσεις συγχώρεση για κάθε αμαρτία σου |
| |
Έπεσες χάμου δίχως φωνή | Έπεσες κάτω στη γη σιωπηλά |
Ενώ κατάλαβες κείνη στιγμή | και κατάλαβες σε ένα μόνο λεπτό, |
Που δεν κρατούσες χρόνο αρκετό | ότι η ζωή σου θα τέλειωνε εκείνη την ημέρα |
Να'χεις συγχώρηση από το Θεό. | και ότι δεν θα υπήρχε ποτέ πια επιστροφή |
| |
Το Μάη, Νινέτα, να ψοφήσει κανείς | « Νινέτα μου, για να πεθάνεις το μήνα Μάη |
Θέλει κουράγιο και κουράγιο πολύ, | χρειάζεται πολύ υπερβολικό κουράγιο |
Αυτό το ταξίδι στου Χάρου αγκαλιά | Νινέτα μου όμορφη, κατευθείαν στη κόλαση |
Θα το προτιμούσα με την παγωνιά. | θα προτιμούσα να πάω τον χειμώνα» |
| |
Ενώ βουβά γιατί ζητά σιτάρι | και ενώ τα στάχια καθόταν να σε ακούσουν |
Άχρηστο τ'όπλο κρατάς μες στο χέρι | μέσα στα χέρια κρατούσες το τουφέκι |
Και μες στα χείλη λόγια παγωμένα | μέσα στο στόμα έσφιγγες λόγια |
Που δεν θα λειώσουν ηλιοβαρεμένα. | πολύ παγωμένα για να λιώσουν στη ζέστη του ήλιου |
| |
Είναι ολοκόκκινο από παπαρούνες | Κοιμάσαι μέσα στα χωράφια του σταριού |
Το σιτοχώραφο που'σαι θαμμένος, | δεν είναι τα τριαντάφυλλα ή οι τουλίπες |
Όπου κοιμάσαι τα ρόδα τηρούσες, | που σε προστατεύουν από τη σκιά των λαγουμιών |
Άνοιξη ήταν σαν πήγες χαμένος. | αλλά είναι χίλιες κόκκινες παπαρούνες. |