Lingua   

Der Himmel über Berlin [Lied vom Kindsein]

Peter Handke
Pagina della canzone con tutte le versioni


OriginaleΜετέφρασε στα ελληνικά / Griechische Übersetzung / Traduzione greca /...
DER HIMMEL ÜBER BERLIN [LIED VOM KINDSEIN]

Als das Kind Kind war,
ging es mit hängenden Armen,
wollte der Bach sei ein Fluß,
der Fluß sei ein Strom,
und diese Pfütze das Meer.

Als das Kind Kind war,
wußte es nicht, daß es Kind war,
alles war ihm beseelt,
und alle Seelen waren eins.

Als das Kind Kind war,
hatte es von nichts eine Meinung,
hatte keine Gewohnheit,
saß oft im Schneidersitz,
lief aus dem Stand,
hatte einen Wirbel im Haar
und machte kein Gesicht beim fotografieren.

Als das Kind Kind war,
war es die Zeit der folgenden Fragen:
Warum bin ich ich und warum nicht du?
Warum bin ich hier und warum nicht dort?
Wann begann die Zeit und wo endet der Raum?
Ist das Leben unter der Sonne nicht bloß ein Traum?
Ist was ich sehe und höre und rieche
nicht bloß der Schein einer Welt vor der Welt?
Gibt es tatsächlich das Böse und Leute,
die wirklich die Bösen sind?
Wie kann es sein, daß ich, der ich bin,
bevor ich wurde, nicht war,
und daß einmal ich, der ich bin,
nicht mehr der ich bin, sein werde?

Als das Kind Kind war,
würgte es am Spinat, an den Erbsen, am Milchreis,
und am gedünsteten Blumenkohl.
und ißt jetzt das alles und nicht nur zur Not.

Als das Kind Kind war,
erwachte es einmal in einem fremden Bett
und jetzt immer wieder,
erschienen ihm viele Menschen schön
und jetzt nur noch im Glücksfall,
stellte es sich klar ein Paradies vor
und kann es jetzt höchstens ahnen,
konnte es sich Nichts nicht denken
und schaudert heute davor.

Als das Kind Kind war,
spielte es mit Begeisterung
und jetzt, so ganz bei der Sache wie damals, nur noch,
wenn diese Sache seine Arbeit ist.

Als das Kind Kind war,
genügten ihm als Nahrung Apfel, Brot,
und so ist es immer noch.

Als das Kind Kind war,
fielen ihm die Beeren wie nur Beeren in die Hand
und jetzt immer noch,
machten ihm die frischen Walnüsse eine rauhe Zunge
und jetzt immer noch,
hatte es auf jedem Berg
die Sehnsucht nach dem immer höheren Berg,
und in jeder Stadt
die Sehnsucht nach der noch größeren Stadt,
und das ist immer noch so,
griff im Wipfel eines Baums nach dem Kirschen in einem Hochgefühl
wie auch heute noch,
eine Scheu vor jedem Fremden
und hat sie immer noch,
wartete es auf den ersten Schnee,
und wartet so immer noch.

Als das Kind Kind war,
warf es einen Stock als Lanze gegen den Baum,
und sie zittert da heute noch.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΎΔΙ ΤΗΣ ΠΑΙΔΙΚΉΣ ΗΛΙΚΊΑΣ

Όταν το παιδί ήταν παιδί
περπατούσε κουνώντας τα χέρια του,
ήθελε το ρυάκι να είναι ποτάμι, το ποτάμι
να είναι χείμαρρος,
και αυτή η λακκούβα με νερό να είναι η θάλασσα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν ήξερε ότι ήταν παιδί,
όλα ήταν ένα μέρος της ψυχής,
και όλες οι ψυχές ήταν μία.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν είχε άποψη για τίποτα,
δεν είχε συνήθειες,
καθόταν συχνά σταυροπόδι,
το έσκαγε τρέχοντας,
είχε «κορυφή» στα μαλλιά,
και δεν έκανε καμμία γκριμάτσα όταν φωτογραφιζόταν.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν η ώρα για αυτά τα ερωτήματα:
Γιατί είμαι εγώ, και γιατί δεν ειμαι εσύ;
Γιατί είμαι εδώ, και όχι εκει;
Πότε ξεκίνησε ο χρόνος και πού τελειώνει το διάστημα;
Δεν είναι η ζωή κάτω από τον ήλιο απλώς ένα όνειρο;
Είναι μήπως αυτό που βλέπω και ακούω και μυρίζω μόνο μια παραίσθηση ενός κόσμου πριν τον κόσμο;

Έχοντας υπόψη «τo κακό» και τους ανθρώπους υπάρχει αυτό που λέμε «κακό» πραγματικά;
Πώς γίνεται να είμαι εγώ, έτσι όπως είμαι,
και να μην υπήρχα πριν γίνω αυτό που είμαι
και ότι κάποια μέρα, εγώ, οπως είμαι,
δεν θα είμαι πλέον αυτός που είμαι;

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
δεν του άρεσε το σπανάκι, τα μπιζέλια, το ρυζόγαλο,
ούτε το κουνουπίδι στον ατμό,
αλλά τα τρώει όλα αυτά τώρα, και δεν είναι μόνο επειδή «πρέπει».

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
ξύπνησε μια φορά σε ένα ξένο κρεβάτι,
και τώρα κάνει το ίδιο ξανά και ξανά.
Πολλοί άνθρωποι, τότε, φαινόντουσαν όμορφοι,
τώρα όμως πολύ λίγοι, από καθαρή τύχη.

Είχε πλάσει στο μυαλό του μια σαφή εικόνα του παραδείσου,
ενώ τώρα το πολύ μπορεί να μαντέψει,
δεν μπορούσε τότε ούτε να διανοηθεί τη «μηδαμινότητα»
ανατριχιάζει, όμως, σήμερα στη σκέψη αυτή.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έπαιζε με ενθουσιασμό,
και, τώρα, έχει τον ίδιο ενθουσιασμο όπως και τότε,
μόνο όταν πρόκειται για τη δουλειά του.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
Ήταν αρκετό να φάει ένα μήλο,
…ψωμί,
Και έτσι είναι ακόμα και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
τα χέρια του ήταν γεμάτα μούρα, όπως μόνο τα μούρα τα γεμιζαν
και ακόμη και τώρα έτσι κάνουν
φρέσκα καρύδια του «έγδερναν» τη γλώσσα
και ακόμη έτσι είναι,
για κάθε βουνοκορφή,
είχε λαχτάρα για ένα ακόμη ψηλότερο βουνό,
και για κάθε πόλη,
είχε λαχτάρα για μια ακόμα μεγαλύτερη πόλη,
και εξακολουθεί να είναι έτσι.

Έφθανε για τα κεράσια στα ψηλότερα κλαδιά των δέντρων
με ένα ενθουσιασμό που έχει ακόμη και σήμερα,
νοιώθει συνεσταλμένος σε αγνώστους,
και το νοιώθει ακόμη και τώρα.

Περίμενε το πρώτο χιόνι,
και το περιμένει ετσι ακόμη και τώρα.

Όταν το παιδί ήταν παιδί,
έριξε ένα ραβδί σαν βέλος πάνω σ’ένα δέντρο,
και πάλλεται εκεί ακόμη μέχρι σήμερα.


Pagina della canzone con tutte le versioni

Pagina principale CCG


hosted by inventati.org