Language   

Η σονάτα του σεληνόφωτος

Yannis Ritsos / Γιάννης Ρίτσος
Back to the song page with all the versions


Originalالترجمة العربية / Αραβική μετάφραση / Traduzione araba / Arabic t...
Η ΣΟΝΆΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΌΦΩΤΟΣ

[Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιά ἡλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στά μαῦρα, μιλάει σ' ἕναν νέο. Δέν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ' τά δυό παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νά πῶ ὅτι ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μέ τά Μαῦρα μιλάει στόν Νέο]:

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε!
Εἶναι καλό τό φεγγάρι, - δέ θά φαίνεται
πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου. Τό φεγγάρι
θά κάνει πάλι χρυσά τά μαλλιά μου. Δέ θά καταλάβεις.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,
ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,
ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου
λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ' ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου

λίγο πιό κάτου, ὥς τή μάντρα τοῦ τουβλάδικου,
ὥς ἐκεῖ πού στρίβει ὁ δρόμος καί φαίνεται
ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μέ φεγγαρόφωτο,
τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη
τόσο θετική σάν μεταφυσική
πού μπορεῖς ἐπιτέλους νά πιστέψεις πώς ὑπάρχεις καί δέν ὑπάρχεις
πώς ποτέ δέν ὑπῆρξες, δέν ὑπῆρξε ο χρόνος κ' ἡ φθορά του.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,
κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας
μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, καί τώρα ἀκόμη, ἀκούω τό θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου,
σάν τό θόρυβο δυό δυνατῶν φτερῶν πού ἀνοιγοκλείνουν,
κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ' αὐτόν τόν ἦχο τοῦ πετάγματος

νιώθεις κρουστό τό λαιμό σου, τά πλευρά σου, τή σάρκα σου,
κ' ἔτσι σφιγμένος μές στούς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα,
μέσα στά ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους,
δέν ἔχει σημασία ἄν φεύγεις ἤ ἄν γυρίζεις
κι οὔτε ἔχει σημασία πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου,
(δέν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου
εἶναι πού δέν ἀσπρίζει κ' ἡ καρδιά μου).
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τό ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.
Τό ξέρω. Τό δοκίμασα. Δέν ὠφελεῖ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι στοίχειωσε, μέ διώχνει -
θέλω νά πῶ ἔχει παλιώσει πολύ, τά καρφιά ξεκολλᾶνε,
τά κάδρα ρίχνονται σά νά βουτᾶνε στό κενό,
οἱ σουβάδες πέφτουν ἀθόρυβα

ὅπως πέφτει τό καπέλο τοῦ πεθαμένου ἀπ' τήν κρεμάστρα στό σκοτεινό διάδρομο
ὅπως πέφτει τό μάλλινο τριμμένο γάντι τῆς σιωπῆς ἀπ' τά γόνατά της
ἤ ὅπως πέφτει μιά λουρίδα φεγγάρι στήν παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε ὑπῆρξε νέα κι αὐτή, - ὄχι ἡ φωτογραφία πού κοιτᾶς μέ τόση δυσπιστία-
λέω γιά τήν πολυθρόνα, πολύ ἀναπαυτική, μποροῦσες ὧρες ὁλόκληρες νά κάθεσαι
καί μέ κλεισμένα μάτια νά ὀνειρεύεσαι ὅ,τι τύχει
- μιάν ἀμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη ἀπό φεγγάρι,
πιό στιλβωμένη ἀπ' τά παλιά λουστρίνια μου πού κάθε μήνα τά δίνω
στό στιλβωτήριο τῆς γωνιᾶς,
ἤ ἕνα πανί ψαρόβαρκας πού χάνεται στό βάθος λικνισμένο ἀπ' τήν ἴδια του ἀνάσα,
τριγωνικό πανί σά μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στά δυό
σά νά μήν εἶχε τίποτα νά κλείσει ἤ νά κρατήσει
ἤ ν' ἀνεμίσει διάπλατο σέ ἀποχαιρετισμό.Πάντα μου εἶχα μανία μέ τά μαντίλια,
ὄχι γιά νά κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιῶν ἤ χαμομήλι μαζεμένο στούς ἀγρούς μέ τό λιόγερμα
ἤ νά τό δέσω τέσσερις κόμπους σάν τό σκουφί πού φορᾶνε οἱ ἐργάτες
στ' ἀντικρυνό γιαπί
ἤ νά σκουπίζω τά μάτια μου, - διατήρησα καλή τήν ὅρασή μου·
ποτέ μου δέ φόρεσα γυαλιά. Μιά ἁπλή ἰδιοτροπία τά μαντίλια.

Τώρα τά διπλώνω στά τέσσερα, στά ὀχτώ, στά δεκάξη
ν' ἀπασχολῶ τά δάχτυλά μου. Καί τώρα θυμήθηκα
πώς ἔτσι μετροῦσα τή μουσική σάν πήγαινα στό Ὠδεῖο
μέ μπλέ ποδιά κι ἄσπρο γιακά, μέ δυό ξανθές πλεξοῦδες
- 8, 16, 32, 64, -
κρατημένη ἀπ' τό χέρι μιᾶς μικρῆς φίλης μου ροδακινιᾶς ὅλο φῶς καί
ρόζ λουλούδια,
(συχώρεσέ μου αὐτά τά λόγια κακή συνήθεια) 32, 64, - κ' οἱ δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ἐλπίδες στό μουσικό μου τάλαντο. Λοιπόν, σοὔλεγα γιά τήν πολυθρόνα -
ξεκοιλιασμένη - φαίνονται οἱ σκουριασμένες σοῦστες, τά ἄχερα -
ἔλεγα νά τήν πάω δίπλα στό ἐπιπλοποιεῖο,
μά ποῦ καιρός καί λεφτά καί διάθεση - τί νά πρωτοδιορθώσεις; -
ἔλεγα νά ρίξω ἕνα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τ' ἄσπρο σεντόνι σέ τέτοιο φεγγαρόφωτο. Ἐδῶ κάθησαν
ἄνθρωποι πού ὀνειρεύτηκαν μεγάλα ὄνειρα, ὅπως κ' ἐσύ κι ὅπως κ' ἐγώ ἄλλωστε,
καί τώρα ξεκουράζονται κάτω ἀπ' τό χῶμα δίχως νά ἐνοχλοῦνται ἀπ'
τή βροχή ἤ τό φεγγάρι.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά σταθοῦμε λιγάκι στήν κορφή τῆς μαρμάρινης σκάλας τοῦ Ἅη-Νικόλα,
ὕστερα ἐσύ θά κατηφορίσεις κ' ἐγώ θά γυρίσω πίσω
ἔχοντας στ' ἀριστερό πλευρό μου τή ζέστα ἀπ' τό τυχαῖο ἄγγιγμα τοῦ ακκακιοῦ σου
κι ἀκόμη μερικά τετράγωνα φῶτα ἀπό μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αὐτή τήν πάλλευκη ἄχνα ἀπ' τό φεγγάρι ποὖναι σά μιά μεγάλη
συνοδεία ἀσημένιων κύκνων -
καί δέ φοβᾶμαι αὐτή τήν ἔκφραση, γιατί ἐγώ
πολλές ἀνοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα ἄλλοτε μέ τό Θεό πού μοῦ ἐμφανίστηκε
ντυμένος τήν ἀχλύ καί τή δόξα ἑνός τέτοιου σεληνόφωτος,
καί πολλούς νέους, πιό ὡραίους κι ἀπό σένα ἀκόμη, τοῦ ἐθυσίασα,
ἔτσι λευκή κι ἀπρόσιτη ν' ἀτμίζομαι μές στή λευκή μου φλόγα,
στή λευκότητα τοῦ σεληνόφωτος,
πυρπολημένη ἀπ' τ' ἀδηφάγα μάτια τῶν ἀντρῶν κι ἀπ' τή δισταχτικήν
ἔκσταση τῶν ἐφήβων,
πολιορκημένη ἀπό ἐξαίσια, ἡλιοκαμμένα σώματα,
ἄλκιμα μέλη γυμνασμένα στό κολύμπι, στό κουπί, στό στίβο,
στό ποδόσφαιρο (πού ἔκανα πώς δέν τἄ βλεπα)
μέτωπα, χείλη καί λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα καί μάτια,
στέρνα καί μπράτσα καί μηροί (κι ἀλήθεια δέν τἄ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνᾶς, ὅ,τι θαυμάζεις,σοῦ φτάνει ὁ θαυμασμός σου, -
θέ μου, τί μάτια πάναστρα, κι ἀνυψωνόμουν σέ μιάν ἀποθέωση
ἀρνημένων ἄστρων
γιατί, ἔτσι πολιορκημένη ἀπ' ἔξω κι ἀπό μέσα,
ἄλλος δρόμος δε μοὔμενε παρά μονάχα πρός τά πάνω ἤ πρός τά κάτω.
- Ὄχι, δέ φτάνει.
Ἄφησέ με νἄ’ρθω μαζί σου.

Τό ξέρω ἡ ὥρα πιά εἶναι περασμένη. Ἄφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες καί νύχτες καί πορφυρά μεσημέρια,
ἔμεινα μόνη,ἀνένδοτη, μόνη καί πάναγνη,
ἀκόμη στή συζυγική μου κλίνη πάναγνη καί μόνη,
γράφοντας ἔνδοξους στίχους στά γόνατα τοῦ Θεοῦ,
στίχους πού, σέ διαβεβαιῶ, θά μείνουνε σά λαξευμένοι σέ ἄμεμπτο μαρμαρο
πέρα ἀπ' τή ζωή μου καί τή ζωή σου, πέρα πολύ. Δέ φτάνει. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου.
Πρέπει πάντα νά προσέχεις, νά προσέχεις,
νά στεριώνεις τόν τοῖχο μέ τό μεγάλο μπουφέ
νά στεριώνεις τόν μπουφέ μέ τό πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
νά στεριώνεις τό τραπέζι μέ τίς καρέκλες
νά στεριώνεις τίς καρέκλες μέ τά χέρια σου
νά βάζεις τόν ὦμο σου κάτω ἀπ' τό δοκάρι πού κρέμασε.
Καί τό πιάνο, σά μαῦρο φέρετρο κλεισμένο. Δέν τολμᾶς νά τ' ἀνοίξεις.
Ὅλο νά προσέχεις, νά προσέχεις, μήν πέσουν, μήν πέσεις. Δἐν ἀντέχω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι, παρ' ὅλους τούς νεκρούς του, δέν ἐννοεῖ νά πεθάνει.
Ἐπιμένει νά ζεῖ μέ τούς νεκρούς του
νά ζεῖ ἀπ' τούς νεκρούς του
νά ζεῖ ἀπ' τή βεβαιότητα τοῦ θανάτου του
καί νά νοικοκυρεύει ἀκόμη τούς νεκρούς του σ' ἑτοιμόρροπα κρεββάτια
καί ράφια.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἐδῶ, ὅσο σιγά κι ἄν περπατήσω μές στήν ἄχνα τῆς βραδιᾶς,
εἴτε μέ τίς παντοῦφλες, εἴτε ξυπόλυτη,
κάτι θά τρίξει, - ἕνα τζάμι ραγίζει ἤ κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ἀκούγονται, - δέν εἶναι δικά μου.
Ἔξω, στό δρόμο μπορεῖ νά μήν ἀκούγονται τοῦτα τά βήματα, -
ἡ μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,
διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου,
τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις
καθάριο κι ἀδιαίρετο.

Τά χείλη τοῦ ποτηριοῦ γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο
σάν κυκλικό ξυράφι πῶς νά τό φέρω στά χείλη μου;
ὅσο κι ἄν διψῶ, - πῶς νά τό φέρω; - Βλέπεις;
ἔχω ἀκόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις, - αὐτό μοῦ ἀπόμεινε,
αὐτό μέ βεβαιώνει ἀκόμη πώς δέ λείπω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου…

Φορές-φορές, τήν ὥρα πού βραδιάζει, ἔχω τήν αἴσθηση
πώς ἔξω ἀπ' τά παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μέ τή γριά βαρειά του ἀρκούδα
μέ τό μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καί τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στό συνοικιακό δρόμο
ἕνα ἐρημικό σύννεφο σκόνη πού θυμιάζειτό σούρουπο
καί τά παιδιά ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιά τό δεῖπνο καί δέν τ' ἀφήνουν
πιά νά βγοῦν ἔξω
μ' ὅλο πού πίσω ἀπ' τούς τοίχους μαντεύουν τό περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας-
κ' ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μές στή σοφία τῆς μοναξιᾶς της,
μήν ξέροντας γιά ποῦ καί γιατί -
ἔχει βαρύνει, δέν μπορεῖ πιά νά χορεύει στά πισινά της πόδια
δέν μπορεῖ νά φοράει τή δαντελένια σκουφίτσα της νά διασκεδάζει τά παιδιά,
τούς ἀργόσχολους, τούς ἀπαιτητικούς,
καί τό μόνο πού θέλει εἶναι νά πλαγιάσει στό χῶμα
ἀφήνοντας νά τήν πατᾶνε στήν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τό τελευταῖο παιχνίδι της,
δείχνοντας τήν τρομερή της δύναμη γιά παραίτηση,
τήν ἀνυπακοή της στά συμφέροντα τῶν ἄλλων, στούς κρίκους τῶν χειλιῶν της,
στήν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της,
τήν ἀνυπακοή της στόν πόνο καί στή ζωή
μέ τή σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου - ἔστω κ' ἑνός ἀργοῦ θανάτου -
τήν τελική της ἀνυπακοή στό θάνατο μέ τή συνέχεια καί τή γνώση τῆς ζωῆς
πού ἀνηφοράει μέ γνώση καί μέ πράξη πάνω ἀπ’ τή σκλαβιά της.

Μά ποιός μπορεῖ νά παίξει ὥς τό τέλος αὐτό τό παιχνίδι;
Κ' ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καί πορεύεται
ὑπακούοντας στό λουρί της, στούς κρίκους της, στά δόντια της,
χαμογελώντας μέ τά σκισμένα χείλη της στίς πενταροδεκάρες
πού τῆς ρίχνουνε τά ὡραῖα κι ἀνυποψίαστα παιδιά
(ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα)
καί λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες πού γεράσανε
τό μόνο πού ἔμαθαν νά λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τοῦτο τό σπίτι μέ πνίγει. Μάλιστα ἡ κουζίνα
εἶναι σάν τό βυθό τῆς θάλασσας. Τά μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σά στρογγυλά, μεγάλα μάτια ἀπίθανων ψαριῶν,
τά πιάτα σαλεύουν ἀργά σάν τίς μέδουσες,
φύκια κι ὄστρακα πιάνονται στά μαλλιά μου - δέν μπορῶ νά τά ξεκολλήσω ὕστερα,
δέν μπορῶ ν' ἀνέβω πάλι στήν ἐπιφάνεια -
ὁ δίσκος μοῦ πέφτει ἀπ' τά χέρια ἄηχος, - σωριάζομαι
καί βλέπω τίς φυσαλίδες ἀπ' τήν ἀνάσα μου ν' ἀνεβαίνουν,ν' ανεβαίνουν
καί προσπαθῶ νά διασκεδάσω κοιτάζοντάς τες
κι ἀναρωτιέμαι τί θά λέει ἄν κάποιος βρίσκεται ἀπό πάνω καί βλέπει
αὐτές τίς φυσαλίδες,
τάχα πώς πνίγεται κάποιος ἤ πώς ἕνας δύτης ἀνιχνεύει τούς βυθούς;

Κι ἀλήθεια δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού ἀνακαλύπτω ἐκεῖ, στό βάθος τοῦ πνιγμοῦ,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
ἀπρόοπτες συναντήσεις, καί χτεσινά καί σημερινά καί μελλούμενα,
μιάν ἐπαλήθευση σχεδόν αἰωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο ἀθανασίας, ὅπως λένε,
μιάν εὐτυχία, μιά μέθη, κ' ἐνθουσιασμόν ἀκόμη,
κοράλλια καί μαργαριτάρια καί ζαφείρια·
μονάχα πού δέν ξέρω νά τά δώσω - ὄχι, τά δίνω·
μονάχα πού δέν ξέρω ἄν μποροῦν νά τά πάρουν - πάντως ἐγώ τά δίνω.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου…

Μιά στιγμή, νά πάρω τή ζακέτα μου.
Τοῦτο τόν ἄστατο καιρό, ὅσο νἆναι, πρέπει νά φυλαγόμαστε.
Ἔχει ὑγρασία τά βράδια, καί τό φεγγάρι
δέ σοῦ φαίνεται, ἀλήθεια, πώς ἐπιτείνει τήν ψύχρα;

Ἄσε νά σοῦ κουμπώσω τό πουκάμισο - τί δυνατό τό στῆθος σου,
- τί δυνατό φεγγάρι, - ἡ πολυθρόνα, λέω - κι ὅταν σηκώνω τό
φλιτζάνι ἀπ' τό τραπέζι
μένει ἀπό κάτω μιά τρύπα σιωπή, βάζω ἀμέσως τήν παλάμη μου ἐπάνω
νά μήν κοιτάξω μέσα,- ἀφήνω πάλι τό φλιτζάνι στή θέση του·
καί τό φεγγάρι μιά τρύπα στό κρανίο τοῦ κόσμου - μήν κοιτάξεις μέσα,
εἶναι μιά δύναμη μαγνητική πού σέ τραβάει - μήν κοιτάξεις, μήν κοιτᾶχτε,
ἀκοῦστε με πού σᾶς μιλάω - θά πέσετε μέσα. Τοῦτος ὁ ἴλιγγος
ὡραῖος, ἀνάλαφρος θά πέσεις, -
ἕνα μαρμάρινο πηγάδι τό φεγγάρι,
ἴσκιοι σαλεύουν καί βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές - δέν τίς ἀκοῦτε;
Βαθύ-βαθύ τό πέσιμο,
βαθύ-βαθύ τό ἀνέβασμα,
τό ἀέρινο ἄγαλμα κρουστό μές στ' ἀνοιχτά φτερά του,
βαθειά-βαθειά ἡ ἀμείλικτη εὐεργεσία τῆς σιωπῆς, -
τρέμουσες φωταψίες τῆς ἄλλης ὄχθης, ὅπως ταλαντεύεσαι μές στό
ἴδιο σου τό κύμα,
ἀνάσα ὠκεανοῦ. Ὡραῖος, ἀνάλαφρος
ὁ ἴλιγγος τοῦτος, - πρόσεξε, θά πέσεις. Μήν κοιτᾶς ἐμένα,
ἐμένα ἡ θέση μου εἶναι τό ταλάντευμα - ὁ ἑξαίσιος ἴλιγγος. Ἔτσι κάθε ἀπόβραδο
ἔχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στό φαρμακεῖο ἀπέναντι γιά καμμιάν ἀσπιρίνη,
ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καί μένω μέ τόν πονοκέφαλό μου
ν' ἀκούω μές στούς τοίχους τόν κούφιο θόρυβο πού κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ,
ἤ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ἑτοιμάζω δυό ποιός νά τόν πιεῖ τόν ἄλλον; -
ἀστεῖο ἀλήθεια, τόν ἀφήνω στό περβάζι νά κρυώνει
ἤ κάποτε πίνω καί τόν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ' τό παράθυρο τόν πράσινο
γλόμπο τοῦ φαρμακείου
σάν τό πράσινο φῶς ἑνός ἀθόρυβου τραίνου πού ἔρχεται νά μέ πάρει
μέ τά μαντίλια μου, τά στραβοπατημένα μου παπούτσια,
τή μαύρη τσάντα μου, τά ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τί νά τίς κάνεις;
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ἄ, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δέ θἄρθω. Καληνύχτα.
Ἐγώ θά βγῶ σέ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί, ἐπιτέλους, πρέπει
νά βγῶ ἀπ' αὐτό τό τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει νά δῶ λιγάκι πολιτεία, - ὄχι, ὄχι τό φεγγάρι -
τήν πολιτεία μέ τά ροζιασμένα χέρια της, τήν πολιτεία τοῦ μεροκάματου,
τήν πολιτεία πού ὁρκίζεται στό ψωμί καί στή γροθιά της
τήν πολιτεία πού ὅλους μᾶς ἀντέχει στή ράχη της
μέ τίς μικρότητές μας, τίς κακίες, τίς ἔχτρες μας,
μέ τίς φιλοδοξίες, τήν ἄγνοιά μας καί τά γερατειά μας, -
ν' ἀκούσω τά μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας,
νά μήν ἀκούω πιά τά βήματά σου
μήτε τά βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καί τά δικά μου βήματα.Καληνύχτα.


(Τό δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πώς κάποιο σύννεφο θἄκρυψε τό φεγγάρι. Μονομιᾶς, σάν κάποιο χέρι νά δυνάμωσε τό ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μιά πολύ γνωστή μουσική φράση. Καί τότε κατάλαβα πώς ὅλη τούτη τή σκηνή τή συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τό πρῶτο μέρος. Ὁ Νέος θά κατηφορίζει τώρα μ' ἕνα εἰρωνικό κ' ἴσως συμπονετικό χαμόγελο στά καλογραμμένα χείλη του καί μ' ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θά φτάσει ἀκριβῶς στόν Ἅη-Νικόλα, πρίν κατέβει τή μαρμάρινη σκάλα, θά γελάσει, — ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τό γέλιο του δέ θ' ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ' τό φεγγάρι. Ἴσως τό μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τό ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σέ λίγο ὁ Νέος θά σωπάσει, θά σοβαρευτεῖ καί θά πεῖ: «Ἡ παρακμή μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θά ξεκουμπώσει πάλι τό πουκάμισό του καί θά τραβήξει τό δρόμο του. Ὅσο γιά τή γυναίκα μέ τά μαῦρα, δέν ξέρω ἄν βγῆκε τελικά ἀπ' τό σπίτι. Τό φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καί στίς γωνιές τοῦ δωματίου οἱ σκιές σφίγγονται ἀπό μιάν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν ὀργή, ὄχι τόσο γιά τή ζωή, ὅσο γιά τήν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; Τό ραδιόφωνο συνεχίζει):


Αθήνα, Ιούνιος 1956

سُـونَاتَّا ضَوءِ القَمَـر


(ليلةٌ ربيعيَّة. غُرفةٌ كبيرةٌ في بيتٍ قديم. امرأةٌ في وسطِ العُمر، تَرتدي الأسوَد، تتحدثُ إلى شَاب. لم يُشعلاَ أيَّ ضَوء. مِن خِلالِ النَّافذتَين، يَدخلُ ضَوءٌ قَاس. لم أُهمِل ذِكرَ أنَّ المرأةَ ذَات الرِّدَاءِ الأسوَد قَد أصدَرت عَملَين أو ثَلاثةَ أعمالٍ لاَفتةٍ مِنَ الشِّعر ذِي الطَّبيعةِ الدِّينِية. حَسنًا، فالمرأةُ ذَات الرداءِ الأسود تَتحدثُ إلى الشَّاب ):

فَلأَذهَب مَعَك. يَا لَه اللَّيلَةَ مِن قَمَر!
فَالقَمَر مُفِيدٌ لِي- وَلاَ تَستَطِيع أن تقُول
أنَّ شَعرِي قَد تَحَوَّلَ إلَى الأبيَض. فَالقَمَر
سَيَجعَلُ شَعرِيَ ذَهَبِيًّا مِن جَدِيد. ولَن يُمكِنُكَ أن تَعرِفَ الفَرق.
فَلأذهَب مَعَك.

حِينَ يَكونُ هُنَاكَ قَمَر، تُصبِحُ الظِّلاَلُ فِي المَنزِلِ أكبَر،
وأيدٍ لاَ مَرئِيَّةٌ تَشدُّ السَّتَائِر،
وَأصَابِعُ شَبَحِيَّةٌ تَكتُبُ كَلِمَاتٍ مَنسِيَّةً فِي الغُبَار
عَلَى البِيَانُو- لاَ أُرِيدُ أن أسمَعَهَا. فَلتَبقَ سَاكِنَة.
فَلأذهَب مَعَك
لِمَسَافَةٍ قَصِيرَةٍ إلَى هُنَاك، حتَّى الحَائِطِ الخَفِيضِ لِمَصنَعِ القرمِيد،
حَيثُ يَنحَنِي الطَّرِيقُ وَيمكِنُكَ أن تَرَى
المَدِينَةَ الأسمَنتِيَّةَ لَكِن ذَات الهَوَاءِ الطَّلقِ، وَهيَ مَطلِيَّةٌ بِضَوءِ القَمَر،
لاَمُبَالِيَةً وَلامَادِّيَّة،
يَقِينِيَّةً كَالمِيتَافِيزِيقِيَّات،
إلَى حَدِّ أنَّكَ يُمكِنُ- فِي النَّهَايَةِ- أن تُصَدِّقَ أنَّكَ مَوجُودٌ وَغَيرُ مَوجُود،
أنَّكَ لَم تُوجَد أبَدًا، وَأن لاَ الزَّمَنَ وَلاَ تَخرِيبَه قَد وُجِدَا أبَدًا.
فَلأذهَب مَعَك.

سَنَجلِسُ بُرهَةً عَلَى الجِدَارِ المُنخَفِضِ، هُنَاكَ فِي ذَلِكَ المُرتَفَع،
وَعِندَمَا تَهبُّ عَلَينَا رِيحُ الرَّبِيع
يُمكِنُنَا أن نتَخَيَّلَ حَتَّى أنَّنَا سَنَطِير
لأنَّنِي- فِي مَرَّاتٍ كَثِيرَةٍ، حَتَّى الآن- أسمَعُ حَفِيفَ ثَوبِي
كَرَفرَفَةِ جَنَاحَينِ قَوِيَّينِ يَضرِبَان الهَوَاء؛
وَعِندَمَا تَستَغرِق فِي صَوتِ الطَّيَرَانِ هَذَا
تَشعُرُ أنَّ حَلقَكَ، وَضُلُوعَكَ، وَجَسَدَك قَد أصبَحُوا رَاسِخين؛
وَبِذَلك- وَأنتَ مَحشُورٌ بإحكَامٍ فِي عَضَلاَتِ الهَوَاءِ الأزرَق،
فِي الأعصَابِ القَوِيَّةِ لِتلكَ الأَعَالِي-
لاَ يَهُم مَا إذَا كُنتَ تَمضِي أم تَعُود،
وَلاَ يَهُم إذَا مَا تَحَوَّلَ شَعرِي إلَى الأبيَض
(لَيسَ ذَلِكَ مَصدَرَ أسَفِي، فَأسَفِي
أنَّ قَلبِي، أيضًا، لَم يَتَحَوَّل إلَى الأبيَض).
فَلأذهَب مَعَك.

أعرِفُ أنَّ كُلَّ إنسَانٍ يَمضِي وَحدَه فِي طَرِيقِه إلَى الحُب،
وَحدَه إلَى المَجدِ وَإلَى المَوت.
أعرِفُ هَذَا. وَجَرَّبتُ ذَلِك. لاَ جَدوَى.
فَلأذهَب مَعَك.

هَذَا المَنزِلُ أصبَحَ مَسكُونًا بِالأشبَاحِ، يَتَمَرَّدُ عَلَىْ.
أعنِي أنَّه أصبَحَ عَتِيقًا، مَسَامِيرُه تَتَسَاقَط،
وَإطَارَاتُ صُوَرِه تَتَدَاعَى بِسهُولَةٍ كَأنَّهَا تَغُوصُ فِي الفَرَاغ،
وَالجَصُّ يَسَّاقَطُ بِلاَ صَوت
كَسُقُوطِ قُبَّعَةِ رَجُلٍ مَيِّتٍ مِن مِشجَبِهَا فِي مَمَرٍّ مُظلِم،
كَسُقُوطِ القُفَّازِ الصُّوفِيِّ المُهتَرِئِ عَن رُكبَتَي الصَّمت
أو قُصَاصَةِ ضَوءِ القَمَرِ عَلَى المِقعَدِ القَدِيمِ، المَبقُور.

وَحَتَّى لَو كَانَت جَديدَةً ذَات يَوم- لاَ، لَيسَت الصُّوَرَ الفُوتُوغرَافِيَّةَ الَّتِي تَنظُر إلَيهَا بِارتِيَاب-
إنَّنِي أتَحَدَّثُ عَنِ المِقعَدِ، المُرِيحِ لِلغَايَةِ، حَيثُ يُمكِنُكَ الجُلُوسُ لِسَاعَاتٍ بِلاَ انقِطَاع
وَبِعَينَينِ مُغمَضَتَينِ تَحلُمُ بِأيِّ شَيءٍ عَشوَائِي
- بِشَوَاطئَ رَملِيَّةٍ، نَاعِمَةٍ، مَبلُولَةٍ، لاَمِعَةٍ بِفِعلِ القَمَر،
بَل أكثَرَ لَمَعَانًا بِكَثِيرٍ مِن الحِذَاءِ الجِلدِي القَدِيمِ المَصُونِ الَّذِي أُرسِلُه كُلَّ شَهرٍ إلَى كُشكِ الأحذِيَة،
أو شِرَاعِ قَارِبِ الصَّيدِ الَّذِي يَتَلاَشَى فِي البُعدِ، مُتَأرجِحًا مَعَ زَفِيرِه،
شِرَاعٍ مُثَلَّث مِثلَ مِندِيلٍ مَطوِيٍّ مِن قُطرِه إلَى اثنَينِ فَحَسب
كَأن لاَ شَيءَ هُنَاكَ كَي يُغَطِّيه أو يُخَبِّئَه،
أو لِيُرَفرِفَ عَلَى اتِّسَاعِه فِي وَدَاع. كُنتُ دَائِمًا مَجنُونَةً بِالمَنَادِيل-
لاَ لأحتَفِظَ بِأيِّ شَيءٍ دَاخِلَهَا وَهيَ مَعقُودة،
كَبُذُورِ الزُّهُورِ أو البَابُونجِ المَجنِيَّةِ مِن الحُقُولِ فِي الغُرُوب،
لاَ لأعقِدَهَا مِن أركَانِهَا الأربَعَةِ مِثلَ المَنَادِيلِ المُهتَرِئَةِ لِعُمَّالِ المَنزِلِ المُقَابِل نِصفِ المَبنِي،
أو لأُجَفِّفَ بِهَا عَينَيَّ- لَقَد اعتَنَيتُ جَيِّدًا بِعَينَيَّ،
وَلَم أرتَدِ أبَدًا نَظَّارَات. مُجَرَّدُ نَزوَة، تِلكَ المَنَادِيل.

أطوِيهَا الآنَ إلَى أربَع، إلَى ثَمَانِي، إلَى سِتِّ عَشرَة
بِبَسَاطَةٍ كَي تَظَلَّ أصَابِعِي مَشغُولَة. وَالآنَ أذكُر
كَيفَ أنَّنِي ظَلَلتُ أدُقُّ المُوسِيقَى فِيمَا كُنتُ أحضَرُ مَعهَدَ المُوسِيقَى
فِي رِدَاءٍ أزرَقَ بِيَاقَةٍ بَيضَاءَ، مَعَ ضَفِيرَتَينِ شَقرَاوَين
- 8، 16، 32، 64 -
مُتَشِبِّثَةً بِيَدِ شَجَرَةِ خُوخٍ صَدِيقَةٍ لِي، كُلُّهَا زُهُورٌ ذَات لَونٍ وَردِيٍّ فَاتِح،
(اغفِر لِي أفعَالِي هذِه- إنَّهَا عَادَةٌ سَيِّئَة)- 32، 64- وَعَلَّقَ أهلِي
آمَالاً كُبرَى عَلَى مَوهِبَتِي المُوسِيقِيَّة. حَسَنًا، كُنتُ أحكِي لَكَ عَنِ المِقعَد-
المَنزُوعِ الأحشَاء- يَاياتُه الصَّدِئَةُ ظَاهِرَةٌ، وَالحَشو-
كُنتُ أفَكِّرُ فِي أخذِه إلَى نَجَّارِ المُوبِيليَا المُجَاوِر،
لَكِن أينَ الوَقتُ أو المَالُ أو المِزَاج- أيُّهُم لَه الأولَوِيَّة؟–
فَكَّرتُ فِي إلقَاءِ قِطعَةِ قُمَاشٍ فَوقَه- لَكِنِّي كُنتُ خَائِفَة
مِن قِطعَةِ قُمَاشٍ بَيضَاءَ فِي ضَوءِ قَمَرٍ مِثلَ هَذَا.
هُنَا جَلَسَ هَؤُلاَء الَّذِينَ حَلمُوا أحلاَمًا عَظِيمَةً، مِثلَكَ أو مِثلِي،
وَالآنَ يَتَمَدَّدُونَ تَحتَ التُّرَابِ حَيثُ لاَ يُزعِجهُم مَطَرٌ وَلاَ قَمَر.
فَلأذهَب مَعَك.

سَنَتَوَقَّفُ بُرهَةً عَلَى قَمَّةِ السُّلَّمِ الرُّخَامِيِّ لِسَان نِيكُولاَؤُس
وَبِعدَ ذَلِكَ سَوفَ تَمضِي نَازِلاً وَسَوفَ أعُود،
مُتَذَكِّرَةً عَلَى جَنبِيَ الأيسَرَ دِفءَ مِعطَفِكَ وَهوَ يَلمَسُنِي مُصَادَفَةً،
وَحَتَّى بَعض الأضوَاءِ المُرتَعِشَةِ المُرَبَّعَةِ لِنَوَافِذَ صَغِيرَةٍ فِي الأحيَاءِ الفَقِيرَة،
وَهَذَا الضَّبَابِ الأبيَضَ النَّاصِعِ مِن القَمَر مِثلَ سِربٍ طَوِيلٍ مَن أوِزٍّ فِضِّي-
لاَ أخشَى استِخدَامَ مِثل هَذَا التَّعبِير
لأنِّي فِي لَيَالٍ رَبِيعِيَّةٍ كَثِيرَةٍ، فِيمَا مَضَى، تَحَادَثتُ مَعَ الرَّبِّ عِندَمَا تَجَلَّى لِي
مُكتَسِيًا بِغُمُوضِ وَمَجدِ ضَوءِ قَمَرٍ مِن هَذَا القَبِيل؛
وَكَم مِن شُبَّانٍ، أكثَرَ وَسَامَةً مِنكَ، قَدَّمتُهم قُربَانًا لَه
هَكَذَا، نَاصِعَةً وَمُستَعصِيَةً، تَحَوَّلتُ إلَى سَدِيمٍ فِي وَهَجِي الأبيَض، فِي بَيَاضِ القَمَر،
تُؤَجِّجُنِي عُيُونُ الرِّجَالِ الشَّرِهَةِ، وَنَشوَةُ الشُّبَّانِ الحَائِرَة،
مُسَيَّجَةً بِأجسَادٍ فَاتِنَةٍ، لَفَحَتهَا الشَّمس،
وَأعضَاء فَتِيَّةٍ تَمَرَّسَت فِي السِّبَاحَةِ وَالتَّجذِيفِ وَالسِّبَاقِ وَالكُرَةِ (رَغمَ أنَّنِي تَظَاهَرتُ بِعَدَمِ المُلاَحَظَة)
حَوَاجِبَ، وَشِفَاهٍ، وَأعنَاقٍ، رُكَبٍ، وَأصَابِعَ، وَعُيُون،
صُدُورٍ وَسَوَاعِدَ وَأفخَاذ (فِي الحَقِيقَةِ لَم ألحَظهَا)
- تَدرِي أنَّكَ، فِي بَعضِ الأحيَانِ، عِندَ الافتِتَانِ، تَنسَى مَا يَفتِنُكَ، فَافتِتَانُكَ يَكفِي-
يَا إلَهِي العَزِيز، يَا لَهَا مِن عُيُونٍ لاَمِعَةٍ كَالنُّجُومِ، وَقَد سَمَوتُ إلَى مَثَلٍ أعلَى لِلنُّجُومِ المُحَرَّمَة
لأنَّنِي، مَحَاصَرَةً هَكَذَا مِن هُنَا وَهُنَاك،
مَا كَانَ أمَامِي سَبِيلٌ سِوَى الأعَالِي أو القَاع.-لاَ، ذَلِكَ لاَ يَكفِي.
فَلأذهَب مَعَك.

أعرِفُ أنَّ الوَقتَ تَأخَّرَ لِلغَايَةِ الآن. فَلأذهَب،
لأنِّي طُوَالَ سَنَوَاتٍ كَثِيرَةٍ وَأيَّامٍ وَلَيَالٍ وَأقمَارٍ قُرمُزِيَّةٍ، ظَلَلتُ وَحِيدَة،
صَامِدَةً، وَحِيدَةً وَطَاهِرَة،
حَتَّى فِي سَرِيرِ زِفَافِي، وَحِيدَةً وَطَاهِرَة،
أكتُبُ قَصَائِدَ مَجِيدَةً عَلَى رُكبَتَي الرَّب،
قَصَائِدَ سَوفَ تَبقَى، أُؤَكِّدُ لَك، كَأنَّهَا مَنقُوشَةٌ عَلَى رُخَامٍ نَقِي
فِيمَا بَعدَ حَيَاتِكَ أو حَيَاتِي، أبعَدَ بِكَثِير. ذَلِكَ لاَ يَكفِي.
فَلأذهَب مَعَك.

لاَ أستَطِيعُ احتِمَالَ هَذَا المَنزِلِ أكثَرَ مِن ذَلِك.
لاَ أستَطِيعُ احتِمَالَ مَوَاصَلَةِ حَملِهِ عَلَى ظَهرِي.
لاَبُدَّ أن تَكُونَ مُنتَبِهًا دَائِمًا، مُنتَبِهًا لِلغَايَة
لِتَسنِدَ الحَائِطَ بِالبُوفِيه الكَبِير
لِتَسنِدَ البُوفِيهَ بِالمَائِدَة العَتِيقَةِ المُزَخرَفَة
لِتَسنِدَ المَائِدَةَ بِالكَرَاسِي
لِتَسنِدَ الكَرَاسِي بِيَدَيك
لِتَضَعَ كَتِفَكَ تَحتَ الدُّعَامَاتِ المُتَدَلِّيَة.
وَالبِيَانُو يُشبِه كَفَنًا أسودَ مُغلَقًا. لاَ تَجرُؤ عَلَى فَتحِه.
لاَبُدَّ أن تَكُونَ مُنتَبِهًا دَائِمًا، مُنتَبِهًا لِلغَايَةِ، خَشيَةَ سُقُوطِهِم، خَشيَةَ سُقُوطِك. لاَ أحتَمِل.
فَلأذهَب مَعَك.

هَذَا المَنزِلُ، رَغمَ كُلِّ مَوتَاه، لاَ يَنوِي أن يَمُوت.
إنَّه مُصِرٌّ عَلَى الحَيَاةِ مَعَ مَوتَاه
عَلَى الحَيَاةِ بَعِيدًا عَن مَوتَاه
عَلَى الحَيَاةِ عَلَى اليَقِينِ فِي مَوتِه هُو
بَل حَتَّى عَلَى إيوَاءِ مَوتَاه فِي أسِرَّةٍ وَرُفُوفٍ خَرِبَة.
فَلأذهَب مَعَك.

هُنَا لاَ يُهِم مَدَى الهُدُوء فِي سَيرِي خِلاَلَ غَبَشِ المَسَاء،
سَوَاءٌ فِي خُفِّي أو حَافِيَة،
فَسَوفَ يَصِرُّ شَيءٌ أو آخَرٌ- يُقَرقِعُ إطَارُ نَافِذَةٍ، أو مِرآة،
يُسمَعُ وَقعُ خَطًى مَا- لَيسَت خُطَاي.
فِي الشَّارِعِ بِالخَارِجِ يُمكِن ألاَّ تُسمَع هَذِه الخُطَى-
فَالنَّدَمُ، كَمَا يَقولُون، يَرتَدِي قَبَاقِيبَ خَشَبِيَّة-
وَإذَا مَا حَاوَلتَ النَّظَرَ فِي هَذِه المِرآةِ أو تِلك،
فِيمَا وَرَاءَ الغُبَارِ وَالشُّرُوخ،
فَسَوفَ تَتَبَيَّنُ وَجهَكَ أكثَرَ إعتَامًا وَتَشَظِّيًا،
وَجهَكَ، رَغمَ أنَّكَ لَم تُرِد مِن الحَيَاةِ أكثَرَ مِن أن تُبقِيهِ وَاضِحًا وَمُكتَمِلاَ.

حَافَّةُ كُوبِ المَاءِ تَلتَمِعُ فِي ضَوءِ القَمَر
كَمُوسًى دَائِرِي- كَيفَ يُمكِنُنِي أن أضَعَه عَلَى شَفَتِي؟
لاَ يُهِم مَدَى مَا أشعُرُ بِه مِن عَطَش، كَيفَ يُمكِنُنِي؟ هَل تَرَى؟
مَا أزَالُ فِي المِزَاجِ الاستِعَارِي- ذَلِكَ مَا يَبقَى لِي،
ذَلِكَ مَا يُؤَكِّدُ لِي أنَّنِي مَا أزَالُ هُنَا.
فَدَعنِي أذهَب مَعَك.

فِي بَعضِ الأحيَانِ، عِندَمَا يَحلُّ اللَّيلُ، يَتَمَلَّكُنِي الإحسَاس
بِأنَّ مُدَرِّبَ الدِّبَبَةِ يَمُرُّ خَارِجَ النَّافِذَةِ مَع دُبَّتِه العَجُوزِ النَّاعِسَة،
وَفِرَاؤُهَا مُغَطًّى بِالشَّوكِ وَالزَّعرُور،
مُثِيرَةً سَحَابَةً مِن التُّرَابِ فِي الشَّارِعِ المُجَاوِر،
سَحَابَةَ تُرَابٍ كَئِيبَةً تَصَّاعَدُ كَالبَخُورِ فِي الشَّفَق؛
وَالأطفَالُ عَادُوا إلَى بُيُوتِهِم لِلعَشَاءِ دُونَ أن يُسمَحَ لَهُم بِالخُرُوجِ مِن جَدِيد،
رَغمَ أنَّهُم يَهجِسُونَ خَلفَ جُدرَانِهِم بِالخُطَى الثَّقِيلَةِ لِلدُّبَّةِ العَجُوز،
وَالدُّبَّةُ تَتَقَدَّمُ بِتَعَبٍ فِي حِكمَةِ وَحدَتِهَا، لاَ تَدرِي إلَى أينَ أو لِمَاذَا-
لأنَّهَا أصبَحَت ثَقِيلَةً، لَم تَعُد تَستَطِيعُ الرَّقصَ عَلَى قَدَمَيهَا الخَلفِيَّتَين،
لاَ تَستَطِيعُ أن تَرتَدِي قُبَّعَتَهَا المُزَيَّنَةَ لِتُسَلِّي الأطفَالَ، وَالعَاطِلِينَ، أو هَؤُلاَء الَّذِين يَطلُبُونَ مِنهَا،
لأنَّهَا لاَ تُرِيدُ سِوَى أن تَستَلقِي عَلَى الأرض،
وَتَترُكَهُم يَقفِزُونَ عَلَى بَطنِهَا، لِتَلعَبَ بِذَلِكَ لُعبَتَهَا الأخِيرَة،
وَرَفضَهَا لِمَصَالِحِ الآخَرِين، لِلأجرَاسِ فِي مِنخَارِهَا، لاحتِيَاجَاتِ أسنَانِهَا،
رَفضَهَا لِلأَلَمِ وَلِلحَيَاة
مَع اقتِرَانٍ أكِيدٍ بِالمَوت- حَتَّى لَو كَانَ مَوتًا بَطِيئًا-
رَفضَهَا الأسمَى لِلمَوتِ مَعَ استِمرَارِ وَمَعرِفَةِ الحَيَاة
الَّذِي يَتَصَاعَدُ بِالمَعرِفَةِ وَالفِعلِ فَوقَ عُبُودِيَّتِهَا.

لَكِن مَن يَستَطِيعُ أن يَمضِي فِي هَذِه اللُّعبَةِ إلَى نِهَايَتِهَا؟
وَالدُّبَّةُ تَنهَضُ مِن جَدِيدٍ وَتَتَهَادَى،
مُطِيعَةً لِسَوطِهَا، لأجرَاسِهَا، لأسنَانِهَا،
مُبتَسِمَةً بِشَفَتَيهَا الدَّامِيَتِين لِلمَلاَلِيمِ وَالقُرُوشِ الَّتِي يَرمِيهَا إلَيهَا الأطفَالُ الجَمِيلُون الوَاثِقُون
(جَمِيلُون لأنَّهُم بِالتَّحدِيدِ وَاثِقُون)
وَهيَ تَقُولُ: شُكرًا. لأنَّ الشَّيءَ الوَحِيد
الَّذِي تَعَلَّمَت الدِّبَبَةُ الَّتِي شَاخَت أن تَقُولَه هُو: شُكرًا، شُكرًا.
فَلأذهَب مَعَك.

هَذَا المَنزِلُ يَخنِقُنِي. المَطبَخُ بِالذَّات
يُشبِه قَاعَ البَحر. غَلاَّيَاتُ الشَّاي المُعَلَّقَةُ تَلتَمِع
مِثلَ العُيُونِ الكَبِيرَةِ المُستَدِيرَةِ لِسَمَكَةٍ خُرَافِيَّة،
وَالأطبَاقُ تَتَحَرَّكُ فِي كَسَلٍ مِثلَ قَنَادِيلِ البَحر،
وَالقَوَاقِعُ وَالطَّحَالِبُ تَعلَقُ بِشَعرِي- لاَ يُمكِنُنِي انتِزَاعُهَا فِيمَا بَعد،
لاَ أستَطِيعُ الصُّعُودَ إلَى السَّطحِ مِن جَدِيد،
تَسقُطُ الصِّينِيَّةُ مِن أصَابِعِي بِلاَ صَوت- أنهَار
وَأرقُبُ الفَقَاقِيعَ تَتَصَاعَدُ مِن تَنَفُّسِي وَتَصَّاعَد
وَأُحَاوِلُ تَسلِيَةَ نَفسِي بِمُرَاقَبَتِهَا،
وَأسألُ نَفسِي عَمَّا يُمكِنُ أن يَقُولَه شَخصٌ فِي الأعلَى إذَا مَا رَأَى هَذِهِ الفَقَاقِيع-
أنَّ شَخصًا مَا يَغرِق، رُبَّمَا، أم أنَّ غَوَّاصًا يَستَكشِفُ أعمَاقَ البَحر؟

وَالحَقِيقَة أَنِّي اكتَشَفتُ فِي أعمَاقِ البَحرِ، مَرَّاتٍ لَيسَت كَثِيرَة،
لُؤلُؤًا وَمرجَانًا وَكُنُوزَ السُّفُنِ الغَارِقَة،
لِقَاءَاتٍ غَيرَ مُنتَظَرَةٍ، وَأشيَاءَ اليَومِ وَالأمسِ وَالمُستَقبَل،
تَحَقُّقًا- فِي الغَالِبِ- مِن الأبَدِيَّة،
سِحرًا مَا يَنشُرُ عَبِيرَه، وَبَسمَةً مَا لِلخُلُود، كَمَا يَقُولُون،
سَعَادَةً، سُكرًا- حَمَاسَةً حَتَّى،
لُؤلُؤًا وَمرجَانًا وَيَاقُوتًا-
فَقَط، لاَ أدرِي كَيفَ أمنَحُهُم- وَمَع ذَلِكَ أمنَحَهُم-
فَقَط، لاَ أدرِي مَا إذَا كَانُوا قَادِرِينَ عَلَى تَلَقِّيهِم- وَرَغمَ ذَلِك أمنَحُهُم.
فَلأذهَب مَعَك.

لَحظَةً وَاحِدَةً إلَى أن آتِي بِسُترَتِي.
فِي هَذَا المنَاخِ غَيرِ المُستَقِر، عَلَى أيَّةِ حَال، يَنبَغِي أن نَنتَبِهَ لأنفُسِنَا.
المَسَاءَاتُ مُقبِضَةٌ، وَالقَمَر-
ألاَ تَعتَقِد، بِصِدق، أنَّه يُكَثِّفُ القُشعَرِيرَة؟
دَعنِي أُزَرِّر قَمِيصَك- كَم أنَّ صَدرَكَ قَوِي !-
يَا لَه مِن قَمَرٍ قَوِي.. المِقعَدُ، أقُولُ.. وَعِندَمَا رَفَعتُ الكُوبَ عَن المَائِدَة
تَبَقَّت تَحتَه فَجوَةُ صَمت، وَأُغَطِّيهَا بِيَدِي
حَتَّى لاَ أُحَدِّقَ دَاخِلَهَا- أُعِيدُ الكُوبَ إلَى مَوضِعِهِ مِن جَدِيد،
وَالقَمَرُ فَجوَةٌ فِي جُمجُمَةِ العَالَم- لاَ تَنظُر فِيهَا،
فَفِيهَا قُوَّةٌ مِغنَاطِيسِيَّةٌ تَجتَذِبُك- لاَ تَنظُر، لاَ تَدَع أحَدًا يَنظُر،
أنصِت لِمَا أقُول- لَسَوفَ تَسقُطُ فِيهَا. هَذَا الدُّوَار
جَمِيلٌ وَبِلاَ ثِقَل- لَسَوفَ تَسقُط-
وَالقَمَرُ بِئرٌ مِن رُخَام،
ظِلاَلٌ وَأجنِحَةٌ صَامِتَةٌ تَتَحَرَّك، أصوَاتٌ غَامِضَة- ألاَ تَسمَعهَا؟
عَمِيقٌ، عَمِيقٌ هُوَ السُّقُوط،
عَمِيقٌ، عَمِيقٌ هُو النُّهُوض،
التِّمثَالُ الأثِيرِي مُقَطِّبٌ فِي صَرَامَةٍ وَسطَ جَنَاحَيهِ المَنشُورَين،
عَمِيقَةٌ، عَمِيقَةٌ هِيَ هِبَةُ الصَّمتِ الرَّاسِخَة،
إضَاءَاتٌ مُرتَجِفَةٌ عَلَى الشَّاطِئِ الآخَر كَأنَّكَ تَتَأرجَحُ فِي مَوجَتِكَ الخَاصَّة،
تَنَفُّسُ المُحِيط. هَذَا الدُّوَار
جَمِيلٌ وَبِلاَ ثِقَل- انتَبِه، سَتَسقُط. لاَ تَنظُر إلَي،
لأنَّ دَورِي أن أتَرَنَّح- الدُّوَارُ الرَّائِع. هَكَذَا كُلَّ يَومٍ حَوَالَي المَسَاء
يُوَاتِينِي صُدَاعٌ طَفِيف، بِضعُ رُقًى سِحرِيَّةٌ مُدَوِّخَة.

كَثِيرًا مَا أهرَعُ إلَى الصَّيدَلِيَّةِ عَبرَ الشَّارِعِ مِن أجلِ أسبِرِين،
وَأحيَانًا مَا لاَ أستَطِيعُ تَكبِيدَ نَفسِي مَشَقَّةَ الذِّهَابِ، وَأبقَى مَعَ صُدَاعِي
وَأنصِتُ إلَى الضَّوضَاءِ المكتُومَةِ التِي تَصنَعُهَا مَوَاسِيرُ المِيَاهِ فِي الجُدرَان،
أو أصنَعُ بَعضَ القَهوَةِ، وَأنسَى- وَأنَا غَائِبَةُ الذِّهنِ كَمَا دَائِمًا-
فَأصنَعَ كِمِّيَّةً تَكفِي اثنَين- فَمَن الَّذِي سَيَشرَبُ الكُوبَ الثَّانِي؟
إنَّه حَقًّا شَيءٌ مُسَل؛ أترُكُهَا تَبرُد عَلَى عَتَبَةِ النَّافِذَة
أو أحيَانًا مَا أشرَبُ الكُوبَ الثَّانِي أيضًا، مُحملِقَةً مِن نَافِذَتِي فِي الإضَاءَةِ الكَهرَبَائِيَّةِ الخَضرَاَءَ لِلصَّيدَلِيَّة،
مِثلَ الضَّوءِ الأخضَرَ لِقِطَارٍ بِلاَ صَوتٍ يَأتِي لِيَرحَلَ بِي
بِمَنَادِيلِي، وأحذِيَتِي المُتنَافِرَةِ، وَحَقَيبَتِي السِّودَاءَ، وَقَصَائِدِي،
وَبِلاَ حَقَائِبَ سَفَر أبَدًا- فَمَا الفَائِدَةُ مِنهَا؟
فَلأذهَب مَعَك.

آه، هَل تَمضِي؟ تُصبِح عَلَى خَير. لاَ، لَن أجِيء. تُصبِح عَلَى خَير.
سَأخرُجُ بِنَفسِي بَعدَ بُرهَة. شُكرًا لَك، لأنَّنِي يَنبَغِي حَقًّا
أن أخرُجَ مِن هَذَا المِنزِلِ المَسكُونِ بِالأشبَاح.
لاَبُدَّ أن أُلقِي نَظرَةً عَلَى المَدِينَة- لاَ، لاَ، لَيسَ القَمَر-
المَدِينَةُ بِأيدِيهَا القَاسِيَة، مَدِينَةُ الأُجَرَاء،
المَدِينَةُ الَّتِي تُقسِمُ عَلَى خُبزِهَا وَقَبضَتِهَا،
المَدِينَةُ الَّتِي تَحمِلُنَا عَلَى ظَهرِهَا،
بِتَفَاهَاتِنَا، وَرَذَائِلِنَا، وَأحقَادِنَا،
بِطُمُوحَاتِنَا، وَجهلِنَا، وَشَيخُوخَتِنَا،
لأسمَعَ الخُطوَاتِ الكَبِيرَةَ لِلمَدِينَة
إذ لَم أعُد أسمع خُطوَاتِك،
وَلاَ خُطَى الرَّب، وَلاَ حَتَّى خُطَاي. تُصبِح عَلَى خَير.



(تُعتم الحجرة. يبدو أن سَحابةً لابُد أخفَت القَمر. فَجأةً، كأنَّ شَخصًا ما فتَح الرَّاديو في البَارِ المجاور، تَبلُغ السَّمعَ جملةٌ مألوفةٌ للغَاية. أُدركُ آنئذٍ أن هذا المشهدَ كلَّه كان مَصحُوبًا بـ"سُوناتَّا ضَوءِ القَمر"، بالجزء الأوَّل فَحَسب. لابُد أن الشابَّ يَهبطُ الآنَ المنحدرَ بابتسامةٍ مُتهَكِّمةٍ ورُبما شفُوقةٍ علَى شَفَتَيه المنحُوتَتَين، وبشعُورِ مَن تَحرَّر أخيرًا. وَما إِن يَصل إلى سَان نِيكُولاَؤُس- قَبلَ أن يَهبطَ السُّلَّمَ الرُّخَامي- حَتى يَضحَك، ضحكةً عَاليةً مُطلَقةَ العنَان. ولَن تَبدُو ضحكتُه نَشازًا تحتَ القَمرِ أبدًا. رُبما كان الشيءُ الوَحيدُ النَّاشزُ فِيهَا أَنها لَيسَت نَشازًا أبدًا. وَبعدَ بُرهَةٍ، سَيَهوِي الشَّابُّ إلى الصَّمت، سَيَتحوَّلُ إِلى شَخصٍ وَقُور، وَيقُول: "نَشَازُ عَصر". هَكذَا، سيَفتَح أَزرَارَ قَمِيصِه مِن جَدِيدٍ، وَهوَ رَصِينٌ تمامًا مَرةً أُخرَى، وَيوَاصِلُ طَريقَه. أمَّا المرأةُ ذَات الرِّداءِ الأَسوَد، فَلاَ أدرِي مَا إذَا كَانت قَد غَادَرَت المنزِلَ في النِّهايةِ، أَم لاَ. ضَوءُ القَمرِ يَلتَمعُ مِن جَدِيد. وَفي أَركَانِ الغُرفَةِ، تَتَيبَّسُ الظِّلالُ وَتتَوتَّر تحتَ وَطأةِ نَدمٍ لاَ يُحتَمَل، وَغَيظٍ غَالبًا، لاَ تِجَاه الحيَاةِ بِقَدرِ مَا هُو تجَاه اعتِرَافٍ كَان بِلاَ جَدوَى تمامًا. هَل تَسمَع؟ الرَّاديُو يُوَاصِل): (مُوسِيقَى "سُونَاتَّا ضَوءِ القَمَر").
[1] Poeta egiziano d’avanguardia e fine traduttore di Cavafy, Ritsos, Baudelaire, Majakovskj


Back to the song page with all the versions

Main Page

Note for non-Italian users: Sorry, though the interface of this website is translated into English, most commentaries and biographies are in Italian and/or in other languages like French, German, Spanish, Russian etc.




hosted by inventati.org