Τα τραγούδια μας
Manos Loïzos / Μάνος ΛοΐζοςOriginal | Version française – NOS CHANSONS – Marco Valdo M.I. – 2012 |
ΤΑ ΤΡΑΓΟΎΔΙΑ ΜΑΣ 1) Λιώνουν τα νιάτα μας Όλη μέρα στα λιμάνια και στα ναυπηγεία στου θανάτου τα καζάνια στα μηχανουργεία Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη με τα κομμάτια μας δένει τ΄ ατσάλι Στο πετσί μας η μουντζούρα που δε λέει να φύγει η ζωή βαρειά σκοτούρα κι η χαρά μας λίγη Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη με τα κομμάτια μας δένει τ΄ ατσάλι Όσο κι όσο τ΄ αγοράζουν το φτωχό κορμί μας και περίσσια κέρδη βγάζουν απ΄ τη δύναμή μας Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη με τα κομμάτια μας δένει τ΄ ατσάλι 2) Πάγωσε η τσιμινιέρα Πάγωσ΄ η τσιμινιέρα κι απ΄ έξω από την πύλη εργάτες μαζεμένοι συζητάνε Προχώρησε η μέρα με δαγκωμένα χείλη σηκώνουν τα πανό και ξεκινάνε Πέντε καμιόνια στείλαν στου φεγγαριού τη χάση και γύρισαν γεμάτα απεργοσπάστες Γεμάτα ξαναφύγαν κανείς δε θα περάσει κάλλιο να πάμε όλοι μετανάστες Πέρασε ένας μήνας οι μηχανές σκουριάζουν και τα παιδιά κρυώνουν και πεινάνε στους δρόμους της Αθήνας φέιγ βολάν μοιράζουν εργάτες κι υποστήριξη ζητάνε 3) Στη δουλειά και στον αγώνα Έφτασε η ώρα για να σηκωθείς εργατιά προχώρα δίπλα σου και μεις Στη δουλειά και στον αγώνα κόντρα πάμε στο χειμώνα ο τροχός για να γυρίσει η ζωή να προχωρήσει Για το μεροδούλι για τη φαμελιά μες στο ξεροβόρι μέσα στη φωτιά Στη δουλειά και στον αγώνα κόντρα πάμε στο χειμώνα ο τροχός για να γυρίσει η ζωή να προχωρήσει Άλλος στο λιμάνι κι άλλος στο γιαπί να καρπίσει η μέρα να `βγει το ψωμί Στη δουλειά και στον αγώνα κόντρα πάμε στο χειμώνα όλη η γη να ομορφύνει τ΄ όνειρο ζωή να γίνει 4) Ο Στράτος Από βραδίς το Στράτο τον πιάσαν δυο καλοί του λεν στο συνδικάτο να πάει να γραφτεί Πάρτο απόφαση βρε Στράτο να γραφτείς στο συνδικάτο Μα κείνος λέει ώχου μπελά δε θέλω εγώ μου φτάνουν κείνα πόχου κι οι ρίζες στο χωριό Μα κανείς δεν ξέρει Στράτο χρειάζεται το συνδικάτο Ένα πρωί το Στράτο τον πιάνει η μηχανή τον βάζει από κάτω κι ακόμα να φανεί Έλα γρήγορα βρε Στράτο να γραφτείς στο συνδικάτο 5) Ρημάξαν τα χωριά μας Πέτρες βγήκαν στα χωράφια στις αυλές χορτάρια πού `ναι τώρα τα κορίτσια πού `ν΄ τα παλληκάρια Ρημάξαν τα χωριά μας μανούλα μου καλή σκορπίσαν τα παιδιά μας σε δύση κι ανατολή Άσε τις φωτογραφίες που καημούς ξυπνάνε όσο και να τις κοιτάζεις δε σου απαντάνε Ρημάξαν τα χωριά μας μανούλα μου καλή σκορπίσαν τα παιδιά μας σε δύση κι ανατολή 6) Το δέντρο Στην Αθήνα μες το κέντρο φύτρωσε καινούργιο δέντρο έχει κόκκινα τα φύλλα και ολόγλυκα τα μήλα Σε πέντε έξι δεν αρέσει το χτυπάνε για να πέσει μα εκείνο δε λυγάει κι όλο φυλλωσιές πετάει Γύρω του λαός κι εργάτες το φυλάνε με τις βάρδιες σ΄ ένα χρόνο σ΄ ένα μήνα θα σκεπάσει την Αθήνα 7) Αχ πατρίδα μου καημένη Τα πορτοκάλια απούλητα τα μήλα πεταμένα κι οι γέροι στα μπαλκόνια τους σαν φύλλα μαραμένα Αχ πατρίδα μου καημένη ποια κατάρα σε βαραίνει Κι εμείς στην πόλη μια ζωή υπάλληλοι κι εργάτες να κουβαλάμε ολημερίς τ΄ αφεντικά στις πλάτες Αχ πατρίδα μου καημένη ποια κατάρα σε βαραίνει Κι απέξω από την πόρτα μας οι ξένοι σούρτα φέρτα το αίμα τον ιδρώτα μας να πίνουνε αβέρτα Αχ πατρίδα μου καημένη ποια κατάρα σε βαραίνει 8) Άλλο τίποτα δε μένει Σαν φύγεις για την Άρτα Κιλκίς και Γιάννενα τ΄ αδέρφι μου για ρώτα πώς ζει και πώς περνά Να ενωθούνε πες του με τ΄ άλλα τα χωριά να μην αργοσαπίζουν κι αυτοί σαν τη σοδειά Άλλο τίποτα δε μένει πολιτείες και χωριά στον αγώνα αδελφωμένοι για ψωμί για λευτεριά Σαν πας και στην Αθήνα τράβα στη γειτονιά να δεις τι κάνει η μάνα και τούτη τη χρονιά Κι αν τα λεφτά δε φτάνουν πες της και δεν μπορεί δε φταίνε τα παιδιά της μα οι μαύροι έμποροι Άλλο τίποτα δε μένει πολιτείες και χωριά στον αγώνα αδελφωμένοι για ψωμί για λευτεριά 9) Μέγαρα Ένα καράβι πάει στα Μέγαρα κρυφά μπουλντόζες κουβαλάει φαντάρους και σκυλιά φέρνει σίδερα χιλιάδες για να φτιάξουν ταρσανάδες Οι άντρες στην Αθήνα μπροστά στους δικαστές κι οι ξένοι σαν τους κλέφτες να κόβουν τις ελιές γονικά και θυγατέρες μαύρες σήκωσαν παντιέρες Ένα καράβι φεύγει πίσω στον Πειραιά αναφορά να δώσει στα μαύρα αφεντικά Μέγαρα και Ελευσίνα ξεκινάν για την Αθήνα 10) Μετανάστες Μετανάστες και βαλίτσες κι αποτσίγαρα ριγμένα δίπλα από τις ράγες Τα μεγάφωνα από πάνω κάνουν σαν τις κάργιες Οι γιατροί με τους επόπτες στ΄ άψε σβήσε μας χωρίζουν τα καλά απ΄ τα σκάρτα Τώρα στη γραμμή σε βάζουν και σου δίνουν κάρτα Πώς κουνήθηκεν ο κόσμος κι από τα χωριά της Δράμας βρέθηκες σε τόπους που σαν του καπνού τα φύλλα βλέπουν τους ανθρώπους 11) Απ΄ τη συνοικία Απ΄ τη συνοικία τα λεωφορεία γέμισαν φανέλες κι αναμμένα μάτια Σμάρι οι οικοδόμοι μπρος στη δημαρχία στις γωνιές η νύχτα γίνεται κομμάτια Κόκκινη πόλη μες στ΄ αγιάζι Βάλε τα ρούχα τα παλιά Άρχισε να γλυκοχαράζει στα λασπωμένα σου γιαπιά Απ΄ τη συνοικία μέχρι το λιμάνι πάνω στους σκυμμένους ώμους του εργάτη αίμα και τσιμέντο γίνονται χαρμάνι χτίζεται η ζωή μας, θάνατο γεμάτη Κόκκινη πόλη μες στ΄ αγιάζι Βάλε τα ρούχα τα παλιά Άρχισε να γλυκοχαράζει στα λασπωμένα σου γιαπιά | NOTRE JEUNESSE SE CONSUME Tout le jour dans les ports et dans les arsenaux Dans les chaudières de la mort, dans les ateliers de mécanique Notre jeunesse se consume dans la lutte pour la vie Avec les pièces de nos corps, on soude l'acier Sur notre peau les taches ne disparaissent pas La souffrance est nôtre et notre joie est rare Notre jeunesse se consume dans la lutte pour la vie Avec les pièces de nos corps, on soude l'acier À un prix écrasé, ils achètent notre corps Ils tirent des profits exagérés de notre force Notre jeunesse se consume dans la lutte pour la vie Avec les pièces de nos corps, on soude l'acier À CETTE HEURE, LA CHEMINÉE EST FROIDE À cette heure, la cheminée est froide Et hors des grilles Rassemblés, les ouvriers discutent . La journée est passée Avec les lèvres serrées Ils lèvent les banderoles et ils se mettent en marche. Ils ont expédié cinq camions Dans la nuit sans lune Et ils sont revenus chargés de jaunes. Et chargés, ils sont repartis Personne ne passera Plutôt émigrer. Un mois est passé Les machines se rouillent Et les enfants ont froid et faim Dans les rues d'Athènes. Les ouvriers distribuent des tracts Et demandent du soutien. AU TRAVAIL ET À LA LUTTE L'heure est arrivée de te lever Classe ouvrière en avant, et nous sommes à tes côtés Au travail et à la lutte Affrontons l'hiver Car la roue tourne Et notre vie passe Pour notre salaire pour notre famille Dans le vent glacé et dans la fournaise Au travail et à la lutte Affrontons l'hiver Car la roue tourne Et notre vie passe Celui-ci au port, celui-là sur le chantier Que la journée rapporte et qu'elle donne le pain. Au travail et à la lutte Affrontons l'hiver Car la roue tourne Et notre vie passe STRATOS Un soir Stratos Est abordé par deux amis Ils lui disent d'aller S'inscrire au syndicat Décide-toi Stratos une bonne fois De t'inscrire au syndicat Mais il répond non Je ne veux pas de pognon Ce que j'ai me suffit Chacun à sa place Stratos, on ne peut jamais savoir Du syndicat on a besoin. Un matin Stratos La machine le saisit Le tire en dedans Et on ne l'a plus vu . Viens vite Stratos T'inscrire au syndicat NOS VILLAGES SONT DÉSERTS Des herbes folles dans les cours, des pierres dans les champs Où sont donc les gars et les filles à présent Nos villages sont déserts, ô ma mère Nos enfants sont dispersés sur toute la Terre Cache ces photographies, elles te font mal seulement Tu peux les regarder, elles ne répondent aucunement Nos villages sont déserts, ô ma mère Nos enfants sont dispersés sur toute la Terre L'ARBRE Dans le centre d'Athènes A poussé un arbre nouveau Il a les feuilles rouges Et des fruits très doux Il ne plaît pas à cinq ou six Ils le frappent pour l'abattre Mais il ne plie pas Et il y a comme un vol de feuilles mortes Tout autour le peuple et les travailleurs Le protègent et se relaient Sous un an sous un mois Il aura recouvert Athènes. AIE, MA PAUVRE PATRIE Les oranges invendues Les fruits jetés Les vieux sur leurs balcons Comme des feuilles fanées Aie, ma pauvre patrie Quelle malédiction t'a frappée Et nous quelle vie en ville Employés et ouvriers À porter tout le jour Les patrons sur les épaules Aie, ma pauvre patrie Quelle malédiction t'a frappée Et devant notre porte Un va et vient d'étrangers Qui à la face du monde sucent Notre sang et notre sueur. Aie, ma pauvre patrie Quelle malédiction t'a frappée IL NE RESTE PLUS Si tu pars pour Arta ou Gianena Demande à mon frère comment il vit et si ça va Dis-lui que nous nous unirons aux autres villages Pour qu'eux aussi s'en tirent avec la récolte Il ne reste plus que des villes et villages Liés dans la lutte pour le pain et la liberté Quand ensuite tu iras à Athènes va jusqu'au quartier Voir comment va maman cette année Et si elle n'a pas assez et ne s'en sort pas, dis-lui Que ce n'est pas la faute de ses fils, mais du noir médiateur Il ne reste plus que des villes et villages Liés dans la lutte pour le pain et la liberté MEGARA Un bateau va en secret à Megara Porter des bulldozers, des soldats et des chiens Il transporte des milliers d'armes pour faire des arsenaux À Athènes les hommes passent devant les juges Et les étrangers ramassent les olives comme des voleurs Des parents et des filles tristes ont levé les drapeaux Un bateau rentre au Pirée Pour faire rapport aux patrons noirs Megara et Elefsina marchent sur Athènes MIGRANTS Des migrants et des valises Et des mégots jetés Près des rails Au-dessus, les haut-parleurs Croassent comme des corbeaux Les médecins avec les surveillants Nous trient en toute hâte Séparent les bons des incapables Maintenant on te met en file Et on te donne un papier Comme on agite les gens Et des villages de Drama Tu t'es retrouvé dans un endroit Où on regarde les hommes Comme des feuilles de tabac DU QUARTIER Les autobus qui arrivent du quartier Sont pleins de tricots et de yeux ardents Des essaims de maçons devant la mairie Morceaux de nuit dans les coins sombres La ville se fait rouge dans le gel de l'aube Mets-tes vêtements vieux Il a commencé à se faire jour Sur les chantiers boueux Du quartier jusqu'au port Sur les épaules courbes du travailleur Sang et ciment font un mélange Se construit notre vie, emplie de mort La ville se fait rouge dans le gel de l'aube Mets-tes vêtements vieux Il a commencé à se faire jour Sur les chantiers boueux. |