Lingua   

Yannis Ritsos / Γιάννης Ρίτσος: Aποχαιρετισμός

GLI EXTRA DELLE CCG / AWS EXTRAS / LES EXTRAS DES CCG
Pagina della canzone con tutte le versioni


OriginaleVersion française – ADIEU – Marco Valdo M.I. – 2012
YANNIS RITSOS / ΓΙΆΝΝΗΣ ΡΊΤΣΟΣ: AΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΌΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ



ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Οι τελευταίες ώρες του

ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

μες στη φλεγόμενη σπηλιά.



ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ


Στον Ήρωα και Άγιο

ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Στους Μεγάλους Νεκρούς

Ποιητές

Και Διδασκάλους του Έθνους

ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ

ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ

ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ

Και

Σ’ όλους τους Γνωστούς

Κι

Άγνωστους

Μάρτυρες

Των

Ελληνικών και Παγκόσμιων

Αγώνων


afxe


Στις 5 Μαρτίου 1957, μέρα Τρίτη, όλες οι πρωινές αθηναϊκές εφημερίδες έγραψαν :

ΛΕΥΚΩΣΙΑ, 4. (Ιδ. Υπ. ) – Ο Γρηγόρης Αυξεντίου, φερόμενος ως υπαρχηγός της ΕΟΚΑ και υπασπιστής του αρχηγού της Διγενή, εφονεύθη προχθές, αφού επολέμησε ηρωικώς επί δέκα ολόκληρες ώρες, μόνος αυτός εναντίον ισχυρών βρετανικών δυνάμεων , στην περιοχή του όρους Τρόοδος σε μια σπηλιά πλησίον της Μονής Μαχαιρά. Η μάχη διεξήχθη υπό τις ακόλουθες συνθήκες.
Οι δυνάμεις ασφαλείας είχαν την πληροφορία ότι στη Μονή Μαχαιρά εκρύπτετο ο καταζητούμενος αυτός πατριώτης , ο οποίος είχε επικηρυχθεί αντί 5.000 λιρών στερλινών. Τις απογευματινές ώρες του Σαββάτου απόσπασμα του βρετανικού στρατού από 60 άνδρες εκινήθη προς την Μονή, την οποία και εκύκλωσε για να συλλάβει τον καταδιωκόμενο αγωνιστή. Οι Βρετανοί στρατιώται ανεστάτωσαν κυριολεκτικώς την Μονή και έθεσαν υπό κράτησιν όλους τους μοναχούς, περιλαμβανομένου και του Ηγουμένου, τους οποίους και εκακοποίησαν για να τους αποσπάσουν πληροφορίες περί του ακριβούς σημείου όπου εκρύπτετο ο Αυξεντίου.
Κανείς όμως μοναχός δεν είπε τίποτα. Κατά την διάρκεια της ερεύνης στην περιοχή γύρω από το μοναστήρι, οι Βρετανοί στρατιώται ανεκάλυψαν μια σπηλιά κρυμμένη μέσα σε θάμνους.
Λέγεται ότι κάποιος βοσκός τους έδωσε την πληροφορία ότι μέσα στην σπηλιά ήταν κρυμμένος ο Αυξεντίου. Αμέσως οι βρετανικές δυνάμεις εκύκλωσαν την σπηλιά και εκάλεσαν τον Αυξεντίου να παραδοθεί.
Ο επί κεφαλής του βρετανικού αποσπάσματος ανθυπολοχαγός Μίντλεντον πλησίασε την είσοδο της σπηλιάς και εφώναξε : ” Ρίξε τα όπλα σου και παραδώσου, αλλιώς θα επιτεθούμε “. Κάποιος απήντησε : ” Καλά παραδιδόμαστε “. Τέσσερες άνδρες βγήκαν έξω, δυο από αυτούς επικηρυγμένοι με 5.000 λίρες, όπως και ο Αυξεντίου. Ο Αυξεντίου δεν ήταν μεταξύ αυτών. Ο ανθυπολοχαγός Μίντλεντον τον εκάλεσε και πάλιν να παραδοθεί, αλλά έλαβε την υπερήφανη απάντησιν ” Μολών λαβέ “.
Αμέσως, τέσερες άνδρες όρμησαν μέσα στην σπηλιά. Ο ηρωικός μαχητής της κυπριακής ελευθερίας τους υπεδέχθη με καταιγισμόν πυρός. Oι τρεις από τους τέσερες Βρετανούς, οι οποίοι είχαν ελπίσει ότι θα εισέπραττον την επικήρυξιν του Αυξεντίου βγήκαν αμέσως έντρομοι, ενώ ο τέταρτος, τραυματισμένος στο στήθος κατέπεσε στο έδαφος, για να υποκύψει λίγες ώρες αργότερα στα τραύματά του. Ο επί κεφαλής των βρετανικών δυνάμεων ανθυπολοχαγός Μίντλεντον εζήτησε αμέσως ενισχύσεις, οι οποίες και κατέφθασαν με τα ελικόπτερα. Η μάχη συνεχίσθη έτσι επί 10 ολόκληρες ώρες, κατά την διάρκειά της δε οι Βρετανοί εχρησιμοποίησαν μεταξύ των άλλων δακρυγόνες βόμβες.
Μπροστά στο αλύγιστο θάρρος του Αυξεντίου και αφού προηγουμένως έκαναν χρήσιν όλων των ειδών των όπλων, οι Βρετανοί στρατιώται έρριψαν μέσα στην σπηλιά βόμβες πετρελαίου. Τεράστιες φλόγες εκάλυψαν το σπήλαιο για να τυλίξουν σε λίγο το κορμί του ηρωικού πατριώτη.
Η μάχη ετελείωσε στις 2 η ώρα την νύκτα.
Το πτώμα του Αυξεντίου ανευρέθη απηνθρακωμένο.
Ο Αυξεντίου ήταν ηλικίας 29 ετών, το επάγγελμά του δε ήταν σοφέρ ταξί.
Στον κατάλογο των καταζητουμένων από τους Άγγλους, ήταν εγγεγραμμένος δεύτερος μετά τον στρατηγό Γρίβα.


( Ακριβές αντίγραφο απ’ τις εφημερίδες της 5ης Μαρτίου 1957 )

Α Π Ο Χ Α Ι Ρ Ε Τ Ι Σ Μ Ο Σ

( Ο Γρηγόρης ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ αποκλεισμένος
στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά ).


Τέλειωσαν πια τα ψέματα – δικά μας και ξένα.
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορείς πια
να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι. Η φωτιά πλησιάζει.

Κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω,
Να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ – ( για ποιόν; Για μένα; για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση,
η γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω.

Οι άλλοι τέσσερις έφυγαν. Στο καλό. Τι ησυχία –
σα νάναι εδώ να γεννηθεί ένα παιδί ή να πεθάνει ένας μάρτυρας, και περιμένεις
ν’ ακουστεί μια πελώρια κραυγή ( του παιδιού ή του Θεού ), μια κραυγή πιο τρανή απ’ τη σιωπή
που θα ρίξει τα τείχη του πριν, του μετά και του τώρα· να μπορέσεις
να θυμηθείς, να μαντέψεις, να ζήσεις μαζί, μες σε μια άχρονη στιγμή, τα πάντα. Όμως τίποτα.

Μαρμαρωμένη ησυχία, – μ’ όλο που ακούγονται
οι ντουφεκιές κ’ οι φωνές – πόσο ξένα· δεν ακούγονται· χαράζονται,
στεγνά σα σύρματα κομμένα ή σα νερά που κρυστάλλωσαν πριν πέσουν
και μένουν σ’ έναν ξένο χώρο, σταματημένα κ’ αιχμηρά. Τι ησυχία, -
μ’ όλο που ακούγεται η έλευση της φωτιάς. Δεν είναι ώρα πια για πίσω -

Πίσω και πλάι και πάνω, το φράγμα της πέτρας, μπροστά
ένας μικρός ή ο ατελείωτος θάνατος· στη μέση
(στη μέση ;) εγώ. – ποιός εγώ; Τι είναι
ένας άνθρωπος κλεισμένος στη φωτιά και στην πέτρα, που η μόνη του διέξοδος:
ένας τμηματικός θάνατος; Πρέπει να τον γνωρίσω. Δεν προφταίνω.

Ίσως και να μπορούσα να γλυτώσω. Ίσως μπορούσα
ν’ αντέξω την καταφρόνια ή την συγγνώμη ή την λησμονιά των άλλων. Όμως εγώ θα μπορούσα
να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί; κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας ; Θα μπορούσα
να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα
σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη
που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της ;

Ίσως μπορούσε, κ’ έτσι ακόμη, νάταν όμορφα -
μια πεταλούδα παραπλανημένη ίσως θαρχόταν κάποτε να καθήσει στα κάγκελα του παραθύρου
παίζοντας αόριστα, όχι για μένα, (μα ίσως και για μένα), τη δίδυμη, λεπτή σημαιούλα της·
μια γραμμή φως ίσως περνούσε απ’ τη χαραματιά της πόρτας σαν το μικρό δαχτυλάκι μιας φίλης
που τραβάει επιτιμητικά μια γραμμή στη σκόνη του τραπεζιού σου με τα τεφτέρια σου.
Η φωνή ενός παιδιού – δε μπορεί – θ’ ακουγόταν στα χωράφια ένα απόγευμα
κ’ η ματιά μιας γυναίκας που ονειρεύεται χαμογελώντας – η ματιά της, χαμένη στο βράδυ, θα σ’ άγγιζε,
η ματιά μιας γυναίκας που δε σ’ είδε και την είδες.

Ίσως και νάταν καλά. Ένας γλόμπος που θ’ άναβε νωρίς μπροστά στην καγκελόπορτα της φυλακής σου
μες στο ρόδινο ανοιξιάτικο δείλι, θάταν ίσως
τούτος ο γλόμπος η απαλή καμπύλη ολόκληρης ακρογιαλιάς· θα μαζεύονταν πάνω του τα έντομα
σαν τα μικρά καΐκια σ’ ένα λιμανάκι του νησιού μας.

Παντού μπορείς να ταξιδέψεις κι ασάλευτος.
Μονάχα η τελευταία ακινησία : αταξίδευτη. Δε μπόρεσα να φύγω.
Δε χωρούσα. Είταν η έξοδος στενή. Μούλειψε και το θάρρος
μήπως και δε μπορέσω να πεθάνω. Συχωράτε με.
Ίσως οι τέσσερις συντρόφοι μου νάταν πιο δυνατοί από μένα – δηλαδή πιο ειλικρινείς.
Εγώ είμουν αδύναμος : ντράπηκα.

Εσείς πηγαίνετε. ( Φύγανε.) Δε σας κρατώ. ( Φύγανε κιόλας. ) Στο καλό.
Η φωτιά πλησιάζει. Συχωράτε με, φίλοι που δεν μπόρεσα
να σας ακολουθήσω, που σας άφησα μόνους σε τούτη την έξοδο.
Είναι η πρώτη φορά. Δε μπορούσα. Συγχωρέστε με.

Κι όμως, το νιώθω ακόμη, θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε,
στην ερημιά σαν κουρασμένος πεισματάρης βράχος, ξεχασμένος,
ή ν’ αδικιέμαι, ν’ αδικώ, να βλέπω ν’ αδικούνται οι φίλοι μου και να σωπαίνω,
ή σα δαρμένος, μαδημένος σκύλος που κοιτάει καχύποπτα τη σκιά ενός σπουργιτιού και τη σκιά του,
ή (το μελέτησα κι αυτό) ασκητεύοντας, να λειάνω με τις ρώγες των δαχτύλων μου
(μαλακωμένες πια απ’ την αχρηστία) να λειάνω μια πέτρα
κι ώρες ν’ αποξεχνιέμαι κοιτάζοντας τις ασάλευτες φλέβες της, κι έτσι σκυφτός
να κλαίω αμίλητα απ’ την ευτυχία να υπάρχω. Δε μπόρεσα.

Αν έβγαινα παραδίνοντας τα κλειδιά μου, μπουσουλώντας
με χέρια και με πόδια (κάθε έξοδος είναι στενή, συντρόφια μου), αν κινούσα
να παραδώσω σα σκισμένη σημαία την ψυχή μου – Ποια ψυχή μου ;
Δεν πρόφτασα όλη να τη δοκιμάσω, να τη γνωρίσω ολόκληρη. Μου χρειάζεται
τούτη η στιγμή, να μάθω που και τι θα παραδώσω ή δε θα παραδώσω. Ξέρω
πως θα μπορούσε νάμαι στη θέση σας, αδέρφια μου που φύγατε,
γιατί ξέρω, όπως κι εσείς, τι θα πει πόνος και φόβος,
μα εγώ είχα ένα φόβο πιο μεγάλο απ’ τον πόνο μου κι απ’ το φόβο σας,
όχι μονάχα το φόβο του κορμιού μου, μα και τον φόβο της ψυχής μου, που δεν την ξέρω –
ο ίσκιος της κάθε κίνησής μου μεγάλωνε απέραντα πάνω σ’ έναν τρομαχτικά κάτασπρο τοίχο,
και κάθε σφυγμό μου τον άκουγα να πέφτει μες στο πάντοτε
γράφοντας στέρεους κ’ υδάτινους κύκλους ατελείωτους. Έτσι
με τούτο το φόβο της ψυχής μου γλύτωσα απ’ το φόβο του κορμιού μου. Ωστόσο ξέρω
όλο το φόβο, και μπορείτε να με πιστέψετε,
γιατί κανένας μας δεν είναι που να θέλει να πονάμε ή να φοβόμαστε.

Εδώ τουλάχιστο, μπορείτε να με πιστέψετε,
Εδώ δεν είναι δύσκολο ν’ αγαπηθούμε. Όλα είναι τόσο δύσκολα,
κ’ ίσως για τούτο και ν’ αξίζουν. Όμως δε θα μπορούσα
να περπατήσω με κομμένα τα γόνατα της ψυχής μου.
Με του κορμιού μου, τα πόδια και τα χέρια κομμένα, θα το μπορούσα. Συχωράτε με. Γεια σας.

Έφυγαν. Ησυχία. Τι μοναξιά πυκνοκατοικημένη. Τα πάντα πυκνά και διαλυμένα. Το απέραντο
δίχως βάρος μάρτυρες. Σε ποιόν να μιλήσω και γιατί ; Αν είχαν τουλάχιστο μείνει -

Δεν πρέπει να βουλιάξω μέσα μου. Ας κρατηθώ έστω απ’ τη φωνή μου,
απ’ τον ήχο του δικού μου ντουφεκιού, να μείνει το κεφάλι μου έξω
ή μοναχά το μέτωπό μου και τα μάτια μου. Θέλω να βλέπω.

Θέλω να φανταστώ τα δέντρα, τα παράθυρα, τα πράγματα,
να νιώσω τη σπιτίσια ζεστασιά τους, ν’ αντιμετωπίσω
αυτή τη μεγάλη παγωνιά της φωτιάς που πλησιάζει. Μια καρέκλα
ακουμπισμένη στη γωνιά μιας κάμαρας μπορεί και νάναι, λέω,
σαν εσωτερικό καμπαναριού, όπου ο ήχος της καμπάνας
στρογγυλός κατεβαίνει γεμίζοντας με κυριακάτικη ησυχία το σπίτι. Δε μπορώ να συνεχίσω.

Μοιάζει ανέφικτη η νίκη δίχως μάρτυρες που να τη διαλαλήσουν.

Θέλω να φανταστώ το πτώμα μου τριγυρισμένο από κλαμένους φίλους και μεσίστιες σημαίες
για να μπορέσω να παραιτηθώ απ’ το σώμα μου. Κανείς τριγύρω μου.
Μάρτυρας μόνος η φωνή μου – κι αυτή πώς να περάσει τη φωτιά και την πέτρα ;

Πρέπει μονάχος να τα βγάλω πέρα. Τι ησυχία ! – σα μόνιμη. Ρητή. Το παγούρι
μου θυμίζει πως κιόλας δε διψώ. Δε θα διψάσω πια. Κι όμως
το γυλιό μου εκεί στο καρφί κρέμεται ακόμη με την έκφραση
του πρώτου άστρου της βραδιάς πάνω απ’ την παραλία της Λεμεσός
την ώρα που τα γκαρσόνια καταβρέχουν με λαστιχένιους σωλήνες το πεζοδρόμιο
ύστερα από την τρομερή ζέστη μιας μέρας του Ιούλη· την ώρα
που βγάζουν τα πρώτα τραπεζάκια στην προκυμαία για τους βραδινούς πελάτες·
την ώρα που κι ο πιο μικρός θόρυβος του πιο μικρού ψαριού, εκεί δίπλα, στα ρηχά,
φωνάζει : «αύριο, αύριο, αύριο».

Ναι, θα μπορούσα να ζήσω οπουδήποτε, στη μοναξιά, στη λησμονιά, οπουδήποτε,
απόστρατος κι ανεύθυνος, δίχως φθόνο, να χαίρουμαι τα κατορθώματα των άλλων,
ένδοξες πράξεις, που δεν έκανα εγώ – να κοιτάω
τη διαδρομή ενός αργοπορημένου μερμηγκιού που κουβαλάει μες στο ολοπόρφυρο λιόγερμα
ένα σπυρί καλαμπόκι πιο μεγάλο απ’ το μπόι του και να νιώθω
όλης της γης το κάλεσμα και του καλοκαιριού τη ζέστα με τα πόδια αυτού του μερμηγκιού,
κι όλου του κόσμου η ευγνωμοσύνη αμίλητη να στέκει μες στα μάτια μου
καθώς θ’ ακούω αιώνια κείνο το ψαράκι να φωνάζει :
«αύριο, αύριο». Ποιό αύριο σήμερα ;

Τρομερή παγωνιά τούτη η ζέστη. Δεν προφταίνω. Ο αέρας χάνεται.
Και πρέπει να εξαντλήσω την προθεσμία μου. Ν’ αφήσω και κάποια διαθήκη. Τι χρειάζεται ;
Θα την κάψει κι αυτήν η φωτιά. Δε θα την κάψει.
Τι δύσκολα, λοιπόν που τελειώνει η ζωή. Και πρέπει να προλάβω
να ζήσω αυτή την τελευταία μου δυσκολία, να την κερδίσω, κ’ ίσως να τη δώσω
σα μια χαρά στους άλλους. Πως ; Με τι ; «Μα πρέπει».

Τι πρέπει ; Ποιος μιλάει ; Τι λέει ; Γιατί ; «Μα πρέπει».
Εδώ ούτε καθήκοντα, ούτε ανάγκες πια. Ποιος προστάζει;
Τι ζητούν από μένα ; και ποιοί ; Κ’ οι φτωχοί, κ’ οι αδικημένοι, κ’ η πατρίδα, κι ο κόσμος, κι ο εαυτός μου ;
Καθήκοντα κι ανάγκες. Ναι. Καθήκοντα κι ανάγκες.
Ένα κόκκινο φως μέσα κ’ έξω. Το αίμα κι ο αγέρας.
Υπάρχουν. Υπάρχω. Να υπάρξουμε.
Θα υπάρξουμε. Ένα κόκκινο φως η στιγμή μου. Και πρέπει
να δέσω τις σκέψεις με τα πράγματα – να υπάρξουν
χεροπιαστά. Και δεν έχω καιρό. Και τα πράγματα φύγαν. Δεν τα βλέπω.
Οι άπιαστες σκέψεις απομένουν μόνο και πρέπει
αυτές, τουλάχιστο, να τις κρατήσω – νάβρω κάποιο τρόπο να τις δώσω -

Δυο ψίχουλα απ'το χτεσινό ψωμί μου μέσα στο γυλιό μου,
η καραβάνα θαμπωμένη απ'το χνώτο της φωτιάς το φαΐ μου παγωμένο, ανέγγιχτο
το ρολόϊ του χεριού μου που σταμάτησε στις 2 η ώρα τα μεσάνυχτα χτες - πως έχασα να το κουρντίσω ; -
παράξενο να σταματούν τα πράγματα που τα ξέρεις να κινούνται,
που , μάλιστα, σου ορίζουν και το δικό σου χρόνο, τις συναντήσεις σου, - δεν εχει άλλη συνάντηση ·
σαν σταματήσουν, τοτε μόνο, ακούς, μες στη δική τους σιωπή, την παλιά κίνηση τους,
βλέπεις σχεδόν την κίνηση τους, πάρουσα, μες στην εξαφάνιση της,
και ξερέις πια πως μοίρα τους είναι η κίνηση τους πιο πέρα από κει που σταμάτησαν.

Και τούτο δω το σαλιγκάρι που ανηφοράει ανέμελο στην πέτρα,
αυτό και το εκκλησάκι του μαζί, – που πάει ; Δεν προσέχει.
Να του μιλήσω ; να του εμπιστευτώ ; Είναι κουφό. Σα να μην έχει πάρει δανεικά από κανέναν, – τραβάει
αυτό και το εκκλησάκι του μαζί. – Πρέπει λοιπόν να προφτάσω ολομόναχος, – τι να προφτάσω ;
Δεν είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για να σκεφτείς
η στιγμή του θανάτου, κ’ είναι η μόνη
που την έχεις ακέρια, γιατί είναι το τέλος, και δω δε χωράνε διαψεύσεις κι απάτες – ποιός ο λόγος άλλωστε ;

Είμαι 29 μόλις χρονώ και το μόνο που ξέρω είναι πως θέλω να ζήσω.
Δεν πρόφτασα ακόμη να σκεφτώ, μια και δεν πρόφτασα να ζήσω. Μες στη μάχη
τι να σκεφτείς ; Δεν πρόφτασα. Μου χρειάζεται, τουλάχιστο,
τούτη η ολόκληρη στιγμή μου για να ζήσω ολόκληρος. Θυμάμαι-.

Είταν άνοιξη τότες. Καθόμασταν άκρη – άκρη στο λιμάνι της Αμμόχωστος,
και ξέρω τώρα-δεν τόξερα – τότες – είταν όμορφη η ζωή, ( κ’ είναι,
κ’ ίσως πιο όμορφη πάντα – όλο πιο όμορφη γίνεται – τη φτιάχνουμε )
είταν όμορφα τα στάχυα, τα κίτρα, τ’ αμπέλια, τα σπίτια, οι γυναίκες, τα καΐκια -
όμορφα πούπαιζαν οι ανταύγειες του νερού στα πλευρά των καραβιών – όμορφες
κ’ οι σκιές των καραβιών μες στο νερό. Σκιές γλάρων περνούσαν
πάνω απ’ την προκυμαία, πάνω απ’ τα στρογγυλά τραπεζάκια του υπαίθριου καφενείου
με τα φλιτζάνια του καφέ· κ’ έτσι όπως κουβεντιάζαμε, τρεις παλιόφιλοι,
δίχως ν’ ανασηκώνουμε καθόλου το κεφάλι
νιώθαμε πως οι γλάροι ήταν απάνω μας
και πίναμε μαζί με τον καφέ κάτι απ’ τη φευγαλέα σκιά των γλάρων,
μια γέψη απλοχωριάς, φιλίας κ’ ελευθερίας.

Ε, ναι, είναι όμορφη η ζωή, κ’ εγώ ήμουν όμορφος, ( γιατί είμουν ; Είμαι. )
Κι όλα μπορούμε να τα φτιάξουμε όμορφα χέρι με χέρι.
Συχνά τα καλοκαίρια μες στην κάψα του μεσημεριού – και στο χιόνι –
ένιωσα να στεριώνει η ζωή μ’ εμπιστοσύνη τη σημαία της μες στα σκέλια μου,
κι όταν ακόμα με κύκλωνε ο φόβος μ’ όλους τους κυκλώπειους ίσκιους του
κι όταν μου τράνταζε τα φυλλοκάρδια η σημαία της πατρίδας που κρατούσα στα χέρια
καθώς την πλαταγίζαν οι νευρώδεις άνεμοι, κείνη η άλλη σημαία δεν ξεχνιόταν. Είταν όμορφα. Τώρα
δε χωράει κάτι τέτοιο. Διάλεξα τη φωτιά. Η απόφασή μου πάρθηκε. Είμαι έτοιμος.

Λέτε νάναι πιο φαρδιά η πύλη του θανάτου ; Εδώ τελειώνω. Δεν ξέρω πάρα κάτω.
Τ’ άλλα φτιάχτε τα, πείτε τα, εσείς. Κέρδισα ακόμη μια στιγμή
μεγάλη σαν ολόκληρο τον πόνο. Δεν ήξερα
πως μια στιγμή μπορούσε νάχει τόση διάρκεια.
Δεν είχα φανταστεί πως ο πόνος μπορούσε να σκέφτεται. Κι όλα
έχουνε το βαθύ νόημά τους και προσμένουν να το βρούμε. Κι ο κόσμος θα φτώχαινε
αν έλειπε ένα χαλικάκι, ένα τζιτζίκι, ή κ’ η φωνή του γαλατά μες στο χάραμα. Τόμαθα.
Μήπως αυτό είναι τάχα κείνο που λένε ηρωισμός ;
και που ωστόσο δεν τόξερε εκείνος που τον έλεγαν ήρωα;
Και μήπως τάχα η σκέψη νικάει τη σιωπή, τη φωτιά και το χρόνο
κι αυτό το λέμε μοίρα ; Δεν τόξερα. Τόμαθα. Γεια σας.

Αυτή την πιο όμορφη στιγμή μου σας την αφήνω, αδέρφια.
Αυτό είναι το ντουφέκι μου – ολοκαίνουργιο τ’ όπλο του ανθρώπου.
Και τούτο το ντουφέκι, που μου καίει τα χέρια, το αγαπάω·
αυτό το ντουφέκι το δροσίζω με... - Δεν είναι κακό να με δείτε να κλαίω –
είμαι πολύ συγκινημένος απ’ όλα κι απ’ τον εαυτό μου
και πιο συγκινημένος απ’ την ανακάλυψη αυτής της συγκίνησης.

Αν με γνωρίζατε αυτή τη στιγμή θ’ άξιζε και να με αγαπήσετε,
όπως κ’ εγώ σας αγαπάω χωρίς ταπεινοσύνη ή περηφάνεια.
Μα ποιος θα σας μεταδώσει τούτη τη στιγμή ; Δεν τη χωράνε
τα λόγια, τα χέρια, τα μάτια, ούτε η πράξη, ούτε η σκέψη –
είναι μεγάλη σαν εκείνο που λέμε πατρίδα
μεγάλη σαν αυτό που λέμε γη
μεγάλη σαν όλο τον κόσμο· (Τι αλλιώτικη που είναι η φωνή μου.) Σαν όταν
δουλεύεις, με δικιά σου θέληση, στο χωραφάκι του φτωχού και δίψασες το μεσημέρι
και παρατάς την τσάπα σου γερτή όλο εμπιστοσύνη στον κορμό της μονάκριβης συκιάς
και σκύβεις στο ρυάκι να πιεις κι αντικρίζεις στο γάργαρο ρυάκι
το πρόσωπό σου ωραίο, ξαναμμένο απ’ τη δουλειά, τον αγέρα, τη νιότη, τον ήλιο,
κι αποθαμάζεις στο νερό τα αστραποβόλα μάτια σου, και τούτο δε σε σταματάει
μα πίνεις το νερό μαζί με τον εαυτό σου. Ξεδιψάς κι αναγέρνεις κατόπι το κεφάλι
στον ουρανό σάμπως να ψάχνεις κάποιον νάβρεις στα ψηλά για να του πεις ευχαριστώ
κ’ είναι ο ουρανός κ’ η γη μέσα σου
κι όξω απέραντα κι ολόφωτα
κ’ είναι όλος ο κόσμος δικός σου και μπορείς να τον δώσεις.

Αυτή η στιγμή είναι ανεπανάληπτη, γιατί είναι η αιωνιότητα,
κ’ η αιωνιότητα υπάρχει και τη δημιουργούμε – δεν επαναλαμβάνεται
σαν κάτι που έρχεται και φεύγει και ξανάρχεται. Λοιπόν μην κλαίτε.
Όμως εμένα αφήστε με να κλάψω, γιατί σε λίγο, το μαντεύω,
δε θα μπορώ πια να κλάψω μες στην αναγνώριση
της ευτυχίας πως μπορώ να πεθάνω. Συχωρέστε με.

Κι αλήθεια, ξέχασα να σας πω το κυριότερo - που μόλις τώρα τόμαθα -
δεν είναι τόσο δύσκολος ο θάνατος. Το αντίθετο μάλιστα.
Και σας βεβαιώνω τώρα με το αίμα μου :
ποτέ δεν είταν τόσο ευτυχισμένος ο Χριστός
όσο την ώρα που το τελευταίο καρφί τον άφησε ακίνητο, χωρίς να τον σκοτώσει,
για να κοιτάξει κατάματα τον ουρανό και τη θυσία του,
ποτέ ο Προμηθέας δεν αντίκρισε τόσο γαλήνια κι ολόφωτα τον κόσμο
όσο την ώρα που το ράμφος του όρνεου βρήκε τα μάτια του
ξέροντας, τότε μόνο, πως είχε αξιωθεί να δώσει το φως και τη φωτιά στον άνθρωπο,
κι ακόμα, ναι, ποτέ τόσο όμορφος δεν ήταν ο μικρός Γρηγόρης Αυξεντίου 29 χρονώ...

Λέω τον αριθμό των χρόνων μου και κλαίω
ξέροντας πως θα τον προσθέσετε στη δόξα του έθνους μας
(ας μου συχωρεθεί κι αυτή μου η τελευταία αδυναμία).
Ακούω αυτόν τον αριθμό στα χείλη σας
και θάθελα να τον φιλήσω πάνω στα χείλη σας.

Είμουν ίσως μικρός για τη δόξα – ίσως μικρός
για μια τέτοια ευτυχία. Μια πράξη σωστή
είναι το πήδημα του ανθρώπου έξω απ’ τη μοναξιά. Είναι το σφίξιμο
χιλιάδων χεριών κι ο όρκος όλων. Είμαι έτοιμος.

Δε δέχομαι, όχι, τη θυσία για το θάνατο. Τη δέχομαι
μονάχα για τη ζωή – για μια ζωή
που πια δε θα απαιτεί καμιά θυσία. Είμαι έτοιμος.

Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότηταμιας σπηλιάς
μπορούσε να έχει τόση ευρυχωρία·μπορούσε να χωρέσει
την πατρίδα με τις ελιές της,
τ’ ακρογιάλια της, τα βάσανά της,
με τα καΐκια της μ’ ολάνοιχτα πανιά στον αντρίκιον αγέρα της,
τον κόσμο με τα φλάμπουρά του, τα όνειρά του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα. Ανασαίνω,
μέσα σ’ αυτό το πέτρινο τούνελ που η έξοδός του
είναι το ίδιο το στόμιο του ήλιου. Το ξέρω :
από δω, κατευθείαν, θα περάσω νεκρός μες στον κόσμο. Μην κλαίτε.
Και ξέρω τώρα, όσο ποτέ, πως είναι δυνατή η ελευθερία. Γεια σας.

Τούτη την ώρα δεν τρομάζω τα μικρά ή μεγάλα λόγια -
μπορώ να σκουπίσω τα μάτια μου στη σημαία μας
μια και το ξέρω : στην απόλυτη στιγμή μου
μες απ’ το στόμιο του θανάτου οι συναγωνιστές μου
θα παραλάβουν απ’ τα χέρια μου φλεγόμενη
τη σημαία του ανένδοτου αγώνα, φλεγόμενη
σαν πύρινο άλογο ικανό να διασχίσει το άπειρο και το θάνατο
σαν άσβηστη δάδα μέσα σ’ όλες τις νύχτες των σκλάβων, φλεγόμενη η σημαία μας
σα μέγα αστραφτερό δισκοπότηρο για την Άγια Μετάληψη του Κόσμου. Μπορώ να επαναλάβω :

«Λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου και το αίμα μου
– το σώμα και το αίμα του Γρηγόρη Αυξεντίου
ενός φτωχόπαιδου, 29 χρονώ, απ’ το χωριό Λύση, οδηγού ταξί το επάγγελμα,
πούμαθε στη Μεγάλη Σχολή του Αγώνα τόσα μόνο γράμματα
όσα να φτιάχνουν τη λέξη ελευθερία »
και που σήμερα, 2 του Μάρτη 1957, κάηκε ζωντανός στη σπηλιά της Μονής Μαχαιρά
και σήμερα ακριβώς, 2 του Μάρτη, μέρα Σάββατο – μην το ξεχάστε, σύντροφοι -
Στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, και 3 πρώτα λεπτά,
γεννήθηκε ο μικρός Γρηγόρης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης.

Δέκα ώρες είναι πάρα πολλές για όλα
όταν έχεις ένα ντουφέκι, κάμποσες σφαίρες και το δίκιο με το μέρος σου
όταν έχεις δικά σου 29 χρόνια και μπορείς να τα διαθέσεις μόνος σου
όταν έχεις το θάνατο σου δικό σου. Γεια σας.

Όλο σας αποχαιρετώ κι ακόμα μένω. Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας
είναι η απόφαση του θανάτου μας, όταν υπάρχει κάποια διέξοδος
όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, και συ τον διαλέγεις
σαν τιμή και σα χρέος για τους άλλους, πιο πέρα απ’ τις ανάγκες σου.
Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του νικάει και το θάνατο. Τόμαθα.

( Αλλιώτικα που ακούγεται η φωνή μου σήμερα. Μην είναι
αυτή που μου ζητάτε ; αυτή που θάθελα ν’ ακούσετε ; Μην είναι
μονάχα αυτή η σωστή φωνή μου ; ή η φωνή σας ; η φωνή όλων μας ; )

Τα πάντα είναι ανύπαρχτα πριν τα σκεφτείς και πριν τα πράξεις.
Όχι μονάχα να τα σκεφτείς, ή μονάχα να τα πράξεις,
μα να τα πράξεις και να τα σκεφτείς μαζί. Και σεις, αδέρφια μου, πολύ με βοηθήσατε.
( Κανένας δεν υπάρχει μόνος χωρίς τη βοήθεια του άλλου. )

Εσύ που θα κλάψεις για το θάνατό μου με βοήθησες να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά
εσύ που θα πάρεις το ντουφέκι μου να εκδικηθείς το θάνατό μου
με βοήθησες να πεθάνω ευτυχισμένος για σένα και για μένα.
Με βοήθησαν κι αυτοί που πέσανε πριν από μένα. Όπως και γω θα σας βοηθήσω.

Τούτη η ώρα δεν είναι για καυχησιές και ηρωισμούς,
όταν βρίσκεσαι κατάφατσα με το θάνατο,
και σας το λέω απλά, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου μιαν ανοιξιάτικη μέρα
για ν’ αποφύγω μια σύγκρουση μ΄ ένα κάρο που το οδηγάει ένας ατζαμής χωριάτης
ή για να μη χτυπήσω ένα παιδί που παίζει ανύποπτο στη λιακάδα
ή ακόμα, ναι, ( και τούτη η τρυφερότητα δεν είναι αταίριαστη σ’ έναν άντρα που πρόκειται να πεθάνει )
για να μη λιώσω ένα αγριολούλουδο που πήγε το μπαστάρδικο και φύτρωσε καταμεσίς στη δημοσιά
αθώο-αθώο και γαλανό σαν το μισόκλειστο ματάκι της πλάσης –
ναι, τόσο απλά μπορώ να σας το πω, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου : « Τ’ αληθινό μπόι του ανθρώπου
μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς ». Τίποτ’ άλλο. Γεια σας.

Αν λυπάμαι για κάτι είναι που πια δε θα μπορέσω να κάνω τίποτα για σας
( όχι σα φήμη ή σαν ιδέα ή σα θρύλος, μα με τούτα τα ίδια μου τα χέρια ),
έτσι να πούμε, να, να ρίξω και γω μια ντουφεκιά στον αέρα στη γιορτή της απελευθέρωσης
ή να φορτώσω σ’ ένα μεγάλο φορτηγό εκατό τσουβάλια ψωμί, διακόσια τσουβάλια πατάτες,
να σηκώσω κείνης της γριούλας τη ζαλιά τα ξύλα μες στο δάσος
να σηκώσω το άλογο του γέρου αγωγιάτη πούπεσε μες στη λάσπη κάποιο βροχερό πρωινό
να δώσω μια κλωτσιά και γω στη μπάλα που παίζουν τα πατριωτάκια το δείλι στο γήπεδο
ή να δώσω μια σβερκιά στο φίλο ένα βραδάκι που θα λέει ένα άνοστο αστείο
ή να μοιράσω, μια μέρα που η δουλειά πήγε καλά, μια χαρτοσακούλα καραμέλες στα πιτσιρίκια της γειτονιάς μου
ή ν’ ακουμπήσω αυτά τα δυνατά μου χέρια, που σήμερα τα αγάπησα,
σ’ ένα τραπεζάκι της Αμμόχωστος
και, δίχως να κοιτάω τα εργατικά μου χέρια, να τα νιώθω
πως ξεκουράζονται πάνω στα πέτρινα γόνατα του φιλικού μας κόσμου.

Σήμερα νιώθω μια τρυφερότητα για τον εαυτό μου ξέροντας πως θα μ’ αγαπήσετε
σήμερα αγαπάω κ’ εχτιμάω τον εαυτό μου
σήμερα χαμογελάω στον εαυτό μου κοιτάζοντας τον με τ’ αδερφικά σας μάτια.

Μια στιγμή άφησα τ’ όπλο μου να κρυώσει μια στάλα στην πέτρα,
άνοιξα το γυλιό μου κ’ έβγαλα το καθρεφτάκι της τσέπης,
– ναι, είμαι όμορφος, – όταν μ’ αγαπάτε –
τι θα μπορούσα να κάνω για σας, – όταν μ’ αγαπάτε -
τι θα μπορούσα , μόνο τώρα το καταλαβαίνω- ( κ’ ίσως είναι αργά·
μόνο με το θάνατό μου έχω να σας χαρίσω πια. ) λ.χ. θα μπορούσα
να τινάξω ένα τανκ με μια γροθιά,
να πελεκήσω ένα άγαλμα σ’ ‘ένα βουνό, μονομερίς – όταν μ’ αγαπάτε –
ή να χτίσω σε μια ώρα ένα πανύψηλο σκολειό. Δεν αστειεύουμαι.
Δεν είναι ώρα, αδέρφια μου, για αστεία. Θάθελα νάμαι ωραίος μέσα κι όξω
για ν’ αξίζω την αγάπη σας, ναι, ( κι ας το πω κι αυτό : ) για να με σκέφτουνται σαν άντρα τους
όλα τα ωραία κορίτσια, για να με σκέφτουνται σα φίλο τους
όλοι οι ελληνικοί μας έφηβοι και τα παιδιά του κόσμου. Δεν προφταίνω.

Να πρόφταινα, τουλάχιστο, να ξυριστώ, να ψαλιδίσω λιγάκι το μουστάκι μου. Μα ίσως
και να πηγαίνει λίγο γένι στη νεανική μορφή μου. ( Βλέπετε
πόσο παιδί με κάνει η αγάπη σας ; Μου ξαναδίνει τη δικιά μου φωνή. ) Για σκέψου, αδερφέ μου,
μεθαύριο να διαλέγουν πάνω στα χνάρια μας
τα κορίτσια τον άντρα τους
τα παιδιά τους φίλους τους
οι άντρες τις πράξεις τους,
να ξέρεις πως και συ πορεύεσαι μαζί τους στ’ αψηλά,
σ’ ένα ψηλό – ψηλό βουνό, όλο κορδέλες άσφαλτο,
για ν’ αγναντέψεις ακέρια την πλάση,
τις πολιτείες γιομάτες καμινάδες κι αστεροσκοπεία και παράθυρα,
τους κάμπους και τα δάσα, τα λιμάνια γιομάτα κατάρτια,
τα ειρηνικά αεροπλάνα, τους λεβέντες αϊτούς και τους παιδιάστικους χαρταϊτούς
με κείνες τις αστείες πολύχρωμες ουρές τους –
σ’ ένα ψηλό-ψηλό βουνό, με μια αυτοκινητάρα τελευταία μάρκα που ίσως θάχει τ’ όνομά μας -

Και μόλις τώρα το σκέφτηκα, πως τάχατες η ζωή
δεν πάει μπροστά με σκοτεινές εξομολόγησες και μικρές ειλικρίνειες
( η εξομολόγηση – τόχω ακουστά, και τώρα το θυμήθηκα –
σώζει, λέει, εκείνον που ξομολογιέται. Μα τον άλλον ;
Κι ο άλλος τι σου χρωστάει να σηκώνει στη ράχη του σαν τσουβάλια άχρηστες πέτρες τα λόγια σου
δίχως καν να μπορεί να τις χτίσει ; ) Το λοιπόν , η ζωή
τραβάει μπροστά με πράξεις και θυσίες – μ’ αυτό που λένε «γενική ηθική»
κι ούτε που ξέρω πως τα λένε αυτά, κι ωστόσο τάπα.

Εγώ το μόνο πούμαθα είναι : σα χουφτώνεις τη γωνιά του τραπεζιού
είναι η γωνιά του τραπεζιού μ’ όλη της τη στερεότητα
κι όταν χουφτώνεις ένα στήθος ξέρεις πώς και τα πιο στέρεα χέρια τρέμουν
και τότες θέλεις να σπείρεις χιλιάδες παιδιά
για να χαρούν τον κόσμο μας που εσύ δεν πρόφτασες να τον χαρείς
κ’ ίσως, δε λέω, ίσως και να το ξέρεις – κάπου αλλού, βαθιά σου να το νιώθεις – πώς τούτο το στήθος
« γλυκοβύζαστο ετοιμάζει γάλα ανδρείας και λευτεριάς ».
Και, βέβαια, που πρέπει να το ξέρεις. Γεια σας.

Άντε, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. -Όχι;-
Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω λες τη ζωή σου ; Σου αφήνω την περφάνεια σου.
Δε θα σέϊδει ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις:
« Είμαι πέρφανη για το γιο μου, – κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη
παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου ». Έτσι. Γεια σου, μάνα.

Ο πατέρας
θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες μου, όμοιες με τις δικές του,
κι απ’ το σταυρό της πατρίδας πούχα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου. Μιλάω για μένα
σα νάμαι ερωτευμένος με τα μένα, σα νάναι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα. Συχωράτε με.
Εσείς μου το δώσατε τούτο το δικαίωμα. Ευχαριστώ.
Εσείς, κ’ η αγάπη μας, κι ο θάνατός μου. Το ξέρω,
ως και κείνος που πήρε τα 5.000 αργύρια
θα πιεί κάποιο βραδάκι ένα ποτήρι στην υγειά μου σε μια ταβέρνα της Πάφος
και θ’ απογείρει να κλάψει μέσα στο ποτήρι του, γιατί ήμουνα φίλος καλός
κ’ ίσως να γίνει φίλος μας κι αυτός μια μέρα.

Τώρα λοιπόν, βαθιά και σίγουρα, μπορώ να σας το πω,
σα να οδηγάω, και πάλι, το αμαξάκι μου σ’ ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Κύπρου
ίσα και παστρικά, ένα ολογάλανο κ’ ήμερο πρωινό, – μπορώ να το πω : « Η αρετή μας
είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα ». Εν τάξει αδέρφια. Εδώ
δεν είναι ακατόρθωτη η αδερφοσύνη για μας και για όλους.
Εδώ οι διαφορές βουλιάζουνε σ’ ένα χαμόγελο, – κ’ είναι έτσι
όπως ακούς, κείνες τις νύχτες του καλοκαιριού, – γαλάζιες, αργυρές και ρόδινες –
σ’ ένα μονάχα φέγγος ευτυχίας
όλα τα ξέχωρα σπιτίσια μουρμουρίσματα και των μικρών και των μεγάλων άστρων
και τρέμει η ρίζα της καρδιάς και τρέμει ο κόσμος
τόσο που θέλεις να σκουντήσεις τον αγκώνα κάποιου φίλου για ν’ ακούσεις μαζί του,
ή τον αγκώνα έστω μιας πέτρας για ν’ ακούσει και κείνη, να μοιράσεις τη χαρά σου.

Με τούτη την αγάπη, λέω, που μια μέρα, οι ξύλινοι σταυροί
θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα – ναι, κι ο δικός μου ο σταυρός, ο καμένος, ο πέτρινος·
με τούτη, λέω, την αγάπη μια μέρα θα λυγίσουμε
κείνους που φέρνουν τ’ άδικο και σπέρνουνε το μίσος. Τούτη είναι η εντολή μου -
μ’ όλο που αυτή την ώρα δεν το ξέρω το μίσος
σα να μην τόμαθα ποτές ή να το ξέχασα. Γεια σας.

Όλο ετοιμάζουμαι να φύγω. Όλο σας αποχαιρετώ, κι ακόμα στέκω
σαν κάτι νάχω να προστέσω ακόμα στον κόσμο. Σα νάχω
να προσφέρω λίγη ακόμα ευτυχία σε σας απ’ το μεδούλι μου. Θυμάμαι -

καλοκαιριάτικο σούρουπο είταν -
σταμάτησα τ’ αμάξι μπροστά σε μια καλύβα. Διψούσα.
Μια μαυροφορεμένη γριά με φίλεψε με το κανάτι δροσερό νερό.
« Φχαριστώ, γιαγιά », της είπα. « Καλή λευτεριά, γιε μου », αποκρίθηκε.
« Καλή λευτεριά, γιαγιά », της ξανάπα – κ’ ένιωσα πως της την χρωστάω.

Μούβγαλε το κασκέτο και μου σφούγγισε με το χέρι της το κούτελό μου. ( Ξέρετε,
κ’ οι γριές μπορούνε να χαμογελάνε. ) Τη λευτεριά το λοιπόν ο καθένας μας τήνε χρωστάει σ’ όλους.
Μια λευτεριά μονάχα για τον ένα δε φελάει σε τίποτα ( αν υπάρχει ).
Τίποτα δεν είναι μήτε για τον ίδιον. « Άντε γεια σου γιαγιά. Καλή λευτεριά, το λοιπόν », -
κι’ έτριψα λίγο τα μάτια μου – έπεφτε κιόλας γαλανό το θάμπος της βραδιάς· δεν καλόβλεπα.

Κι όπως τράβηξα πάλι με χαμηλωμένα τα δυο φώτα μου ( γιατί έφεγγε ακόμα )
ένιωθα ν’ ανεβαίνω με τα’ αμάξι μου, μαζί και ο μέγας κάμπος της Μεσαορίας
βαθύς και σιωπηλός, αχνισμένος απ’ το αργό φεγγαρόφωτο,
ένιωθα ν’ ανεβαίνω ίσα στον ουρανό
κ’ ένιωθα το φεγγάρι που με χτύπησε κατάστηθα ολόδροσο,
σάμπως χρυσό κωνσταντινάτο το φεγγάρι κρεμασμένο μ’ ένα σπάγκο απ’ το λαιμό μου,
να μου δροσίζει τη καρδιά και λίγο – λίγο να ζεσταίνεται και ν’ αχνίζει στον κόρφο μου. Κι έλεγα :
δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη, μήτε το ψωμί και το φιλί –
ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερνή την έγνοια του. Κ’ έλεγα πάλι
που ο άνθρωπος αρχίζει την έγνοια του για το ψωμί
κι όλο τραβάει πιο πέρα απ’ τη σκλαβιά του
από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα,
απ’ το ξεσκλάβωμα της πατρίδας στο ξεσκλάβωμα του κόσμου
ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό,
ν’ αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του,
ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο. Έτσι άφησα
σ’ ένα χαντάκι τ’ αμάξι μου. Πήρα τ’ όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό. Έτσι βρέθηκα
σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιό της βλέπει ολόισα τον ήλιο. Το στρογγυλό της στόμιο
είναι ο ίδιος ο ήλιος που θα τον νιώσω πάλι δροσερό, καθώς θα με περνάνε,
( όπως κείνη τη νύχτα το φεγγάρι ) – θα τον νιώσω δροσερό κωνσταντινάτο
να μου δροσίζει το καμένο στήθος, κ’ έτσι λίγο – λίγο
να ζεσταίνεται ο ήλιος και ν’ αχνίζει στον κόρφο μας. Γεια σας.

( Όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. Όλα τα ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κ’ είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της : ” Είμαι πέρφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου “. Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ΄ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου. )

Α Θ Η Ν Α . 5 Ε Ω Σ 2 5 Μ Α Ρ Τ Ι Ο Υ 1 9 5 7
YANNIS RITSOS / ΓΙΆΝΝΗΣ ΡΊΤΣΟΣ: AΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΌΣ


YANNIS RITSOS



ADIEU

Les dernières heures de

GRIGORIS AFXENDIOU

dans la grotte en flammes.



DÉDIÉ


Au Héros et Saint

GRIGORIS AFXENDIOU

Aux Grands Poètes

Défunts

et Maîtres de la Nation

DIONYSIOS SOLOMOS

ANDREAS KALVOS

KOSTIS PALAMAS

ANGELOS SIKELIANOS

Et

À tous les Martyrs

Connus

et Inconnus

Des

Luttes

de la Grèce et du Monde.


afxe


Le mardi 5 mars 1957, tous les journaux du matin d'Athènes écrivaient :

NICOSIE, 4 (Service spécial) - Grigoris Afxendìou, connu comme le vice commandant de l'EOKA et lieutenant de son commandant Digenìs [Yorgos Grivas, NdT] a été tué hier dans la région du mont Tròodos après s'être battu héroïquement pendant plus de dix heures seul contre d'imposantes forces britanniques, dans une grotte près du monastère de la Béate. La bataille se déroula de la façon suivante. Les forces de sécurité avaient reçu l'information que dans le Monastère de la Béate se cachait ce patriote recherché, sur lequel pesait une prime de 5000 livres sterling. Dans l'après-midi du samedi, un détachement de l'armée britannique composé de 60 hommes se mit en route vers le monastère, qu'il encercla pour capturer le combattant traqué. Les soldats britanniques perquisitionnèrent minutieusement le monastère et arrêtèrent tous les moines, y compris l'Igumène (archiprêtre), et les maltraitèrent pour leur arracher des informations sur le lieu exact où se cachait Grigoris Afxendìou. Mais aucun des moines ne révéla quoi que ce soit. Durant la battue dans les environs du monastère, les soldats britanniques découvrirent une grotte cachée dans les taillis.
Il se dit qu'un berger les avait informés que dans cette grotte était caché Grigoris Afxendìou. Immédiatement, les forces britanniques encerclèrent la grotte et intimèrent à Grigoris Afxendìou l'ordre de se rendre.
Le commandant du détachement britannique, le sous-lieutenant Middletown s’approcha de l'entrée de la grotte et cria : « Jette tes armes et rends-toi, sinon nous attaquons ». Quelqu'un répondit : « D'accord, nous nous rendons. » Quatre hommes sortirent, sur deux d'entre eux pesait une prime de 5000 livres sterling, comme celle d'Afxendìou. Grigoris Afxendìou n'était pas parmi eux. Le sous-lieutenant Middletown lui intima l’ordre de se rendre, mais il reçut l'orgueilleuse réponse : «  Μολὼν λαβἐ » [ « Viens me chercher », la célèbre réponse de Léonidas aux Perses, Ndt].
Immédiatement, quatre hommes avancèrent dans la grotte. L'héroïque combattant de l'indépendance chypriote les accueillit par une tempête de feu. Trois des quatre Anglais, qui avaient espéré gagner la prime d'Afxendìou sortirent immédiatement terrorisés, tandis que le quatrième, blessé à la poitrine, tombait sur le sol pour succomber à ses blessures quelques heures plus tard. Le commandant des forces britanniques, le sous-lieutenant Middeltown, réclama immédiatement des renforts, qui arrivèrent par hélicoptère. La bataille se poursuivit pendant dix heures entières au cours desquelles les Britanniques utilisèrent entre autres des grenades lacrymogènes.
Face à l'inflexible courage d'Afxendìou et puisqu'ils avaient précédemment utilisé toutes sortes d'armes, les soldats anglais jetèrent dans la grotte des bombes incendiaires. Des flammes épouvantables recouvrirent la grotte et enveloppèrent bientôt le corps de l'héroïque patriote.
La bataille cessa à deux heures du matin.
Le cadavre d'Afxendìou fut retrouvé carbonisé.
Grigoris Afxendìou avait 29 ans et était chauffeur de taxi.
Dans la liste des recherchés par les Anglais, il était indiqué à la seconde place, derrière le général Grivas.
(Copie conforme des journaux du 5 mars 1957)


Finis les mensonges désormais – les nôtres et les autres.
Le feu dominateur s'approche. On ne peut plus
Distinguer si brûle le pistachier, la fougère, le thym. Le feu s'approche.

Pourtant il faut que je réussisse à distinguer,
à voir, à considérer, à penser - ( Pour qui? Pour moi? Pour les autres? ) Il faut.
Avant la mort, j'ai besoin d'une connaissance extrême,
La connaissance de ma mort, pour pouvoir mourir.

Les quatre autres s'en sont allés. Bon voyage. Quelle paix -
Comme si ici était né un enfant ou mort un martyr, et tu attends
D'entendre un cri immense (de l'enfant ou de Dieu), un cri plus grand que le silence
Qui abattra les murs de l'avant, de l'après et du présent, pour que tu arrives
À rappeler, pronostiquer, vivre tout en une fois, dans un instant sans temps. Mais rien.

Une tranquillité pétrifiée, - bien qu'on entende
Les fusils et les voix - si étranges; ils ne s'entendent pas, ils claquent
Secs comme des fils coupés et ou comme des eaux cristallisées avant de tomber
Et ils s'attardent dans un espace étrange, immobiles et pointus. Quelle tranquillité, -
Malgré qu'on entende l'arrivée du feu. Ce n'est plus le moment de revenir en arrière -

Derrière, à côté et au-dessus, la barrière de la roche, devant
Une petite et interminable mort, au milieu,
(Au milieu?) moi. Quel moi ? - Qu'est
Un homme enfermé dans le feu et dans la roche dont l'unique porte de sortie
Est une mort totale et graduelle. Il faut que je la connaisse. Je n'y arrive pas.

Peut-être pourrais-je m'en tirer. Je pourrais peut-être
Supporter le mépris ou l'indulgence ou l'oubli des autres peut-être. Mais pourrais-je moi
Oublier la lumière qu'ensemble nous avions rêvée? Ce grand frémissement de notre drapeau?
Est-ce que je pourrais m'installer dans l'ombre d'un coin avec les bras croisé autour de Mes genoux
Comme une araignée hargneuse, courroucé et retiré
Qui solitaire, tisse ses rets avec sa bave?

Même ainsi ce pourrait être beau -
Un papillon perdu arriverait se poser tôt ou tard sur les grilles de la fenêtre
Faisant vibrer imperceptiblement pas pour moi (mais peut-être aussi pour moi) sa double et frêle bannière ;
Une ligne de lumière passerait par la fente de la porte comme le petit doigt d'une amie
Qui désapprouvant trace une ligne sur la poussière de la table devant tes cahiers.
La voix d'un enfant – ce n'est pas possible – qu'on entendrait dans les champs un après-midi
Et le regard d'une femme rêveuse qui sourit – son regard, perdu dans le soir, t’effleurerait
Le regard d'une femme qui ne t'a pas encore vu et que tu n'as pas encore vue.

Ce serait bien. Une lampe qui brillerait tôt devant la petite grille de ta prison
Dans le crépuscule rose du printemps, peut-être serait-elle
Cette lampe la douce courbe d'une rivière sur laquelle afflueraient les insectes
Comme des barquettes de pêcheurs dans un petit port de notre île.

Tu peux voyager partout même sans te déplacer.
Seule l'immobilité extrême est imperturbable. Je n'ai pas pu partir.
Je n'avais pas de place. La sortie était trop resserrée. A manqué aussi le courage de ne pas pouvoir mourir. Pardonnez-moi.
Peut-être les quatre mes camarades devaient être plus forts que moi - c'est-à-dire plus sincères, j'étais faible: j'ai eu honte.

Allez-y, vous. (Ils s'en sont allés). Je ne vous retiens pas. (Ils s'éloignent déjà). Bon voyage.
Le feu s'approche. Pardonnez-moi, mes amis, si je n'ai pas pu
Vous suivre, si je vous ai laissés seuls dans cette sortie.
C'est la première fois. Je ne pouvais pas. Pardonnez-moi.

Pourtant, je l'entends encore, je pourrais vivre de toute façon,
Solitaire comme un roc fatigué, obstiné, oublié,
Ou endosser le tort, être injuste, voir que mes amis ont tort et me taire,
Ou comme un chien rogneux et battu qui regarde de guingois
L'ombre d'un moineau et sa propre ombre,
Ou (ceci aussi je l'ai pensé) faisant l'ascète, lisser du bout de mes doigts (ramollis par l'inactivité), polir une pierre et me perdre pendant des heures à regarder ses nervures immobiles, et replié ainsi pleurer sans mots la chance d'exister. Je n'ai pas pu.

Si je sortais en livrant mes clés, en me traînant
Avec les mains et les pieds (toute sortie est resserrée, mes camarades), si je me rendais
Pour livrer mon âme comme un drapeau lacéré – Quelle âme ?
Je n'arriverais pas à la goûter toute, à la connaître tout entière. Cet instant me sert
Pour savoir où et quoi livrer ou ne pas livrer.
Je le sais comment ce pourrait être pour moi à votre place, mes frères qui êtes partis,
Car je sais, comme vous d'ailleurs, ce que signifient douleur et peur,
Mais moi, j'avais une peur plus grande que ma douleur et votre peur,
Pas seulement peur pour mon corps, mais aussi la peur pour mon âme, que je ne connais pas -
L'ombre de chacun de mes mouvements grandissait sans arrêt sur le mur épouvantablement blanc
Et j'entendais chacune de mes pulsations tomber dans le toujours
En décrivant des cercles interminables solides et liquides. Ainsi
Avec cette peur pour mon âme, j'ai éludé la peur pour mon corps. Au point que
Je connais toute la peur et vous pouvez me croire,
Car il n'est personne d'entre nous qui veuille que nous souffrions ou que nous ayons peur.

Ici au moins, - vous pouvez me croire.
Ici, il n'est pas difficile de nous aimer. Tout est si difficile,
Et peut-être pour cela a une valeur. Pourtant je ne pourrais pas
Marcher avec les genoux de mon âme tronqués.
Avec ceux de mon corps, mes mains et mes pieds tranchés, je le pourrais. Pardonnez-moi. Je vous salue.

Ils s'en sont allés. Tranquillité. Que la solitude est pleine. Choses denses et dissoutes. L'infini
Sans le poids de témoins.
À qui pourrais-je parler et pourquoi ?
Si au moins, ils étaient restés - Je ne dois pas sombrer en moi-même.
Si j'étais au moins retenu
Par le son de ma voix, le bruit de mon fusil, ma tête restait hors de l'eau
Ou même seulement mon front et mes yeux. Je veux voir.

Je veux imaginer les arbres, les fenêtres, les objets,
Sentir leur chaleur familière, contrer
Ce grand gel du feu qui s'approche. Il y faudrait aussi
Un fauteuil dans le coin d'une chambre, dis-je,
Comme la façade d'un clocher, le long de laquelle le son des cloches
Roule en emplissant la maison de paix dominicale. Je ne peux continuer.

La victoire sans témoins qui la divulguent semble irréalisable.

Je veux imaginer mon cadavre entouré de mes amis en pleurs, le drapeau en berne
Pour pouvoir me séparer de mon corps. Personne autour de moi.
Ma voix unique témoin – et même elle, comment pourra-t-elle supporter le feu et la pierre ?
Mais il faut que je m'en tire seul. Quelle tranquillité ! – Incomparable. Indiscutable.
La gourde me rappelle que je n'ai pas précisément soif. Je n'aurai plus jamais soif. Et pourtant
Ma musette est encore suspendue là au clou avec l'air
De la première étoile du soir au-dessus de la plage de Limessos
À l'heure où les garçons arrosent avec un tuyau de plastique le trottoir
Après la chaleur torride d'un jour de juillet,
À l'heure où l'on met les premières tables sur la terrasse pour les clients du soir
À l'heure où même le moindre bruit d'un petit poisson, là tout près dans l'eau basse,
Crie : « Demain, demain, demain ».

Si, je pourrais néanmoins vivre, dans la solitude, oublié, en un lieu quelconque,
Rebelle et irresponsable, à jouir sans envie des triomphes d'autrui,
Des actions glorieuses que je n'ai pas accomplies – à regarder
Le parcours d'une fourmi lente qui dans le crépuscule rouge porte
Un grain de maïs plus grand qu'elle et entendre
L'appel de toute la terre et sentir la chaleur de l'été au travers des pattes de la fourmi
Et la tacite reconnaissance du monde sera dans mes yeux
Tandis que j'écouterai pour toujours ce poisson crier : « Demain, demain, demain ».
Mais quel demain aujourd'hui ?

Une gelée terrible cette touffeur. Je ne suis pas à temps. Le vent tombe.
Et il faut honorer mon échéance. Laisser un testament. Qu'est-ce qu'il faut?
Même celui-là le feu le brûlera. Il ne le brûlera pas.
Comme est difficile, en somme, la vie qui finit. Et il faut que je réussisse
À vivre ma dernière difficulté, à la dépasser, et peut-être à la donner
Aux autres comme une grâce. Comment ? Avec quoi ? « Mais il le faut ».
Besoin de quoi ? Qui parle ? Que dit-il ? Pourquoi ? « Mais il le faut »
Ici, il n'y a plus de devoir, plus de nécessité. Qui commande ?
Que veulent-ils de moi ? Et qui ? Les pauvres, les sans-justice, la patrie, et le monde, et mon moi-même ?
Devoir et nécessité. Justement. Devoir et nécessité.
Une lumière rouge dedans et dehors. Le sang et le vent.
Ils existent. J'existe. Nous devons exister.
Nous existerons. Une lumière rouge mon moment. Et il faut
Qu'on lie les pensées aux choses – qui existent -
Tangiblement.
Et je n'ai pas le temps. Et les choses s'en sont allées. Je ne les vois pas.
Il reste seulement des pensées inatteignables et il faut
Que, au moins, je les traite – que je trouve le moyen de les livrer.

Deux bouchées de pain d'hier dans mon sac.
Ma gamelle noircie par le souffle du feu – mon repas gelé, intact -
La montre à mon poignet qui s'est arrêtée hier à deux heures du matin – Comment ai-je pu oublier de la remonter ? -
Étrange que s'arrêtent les objets dont on sait qu'ils ont un mouvement,
Qui, surtout, décident de ton temps, de tes rencontres, il n'y aura plus d'autres rencontres ;
Quand ils s'arrêtent, seulement alors, on écoute, dans le silence, leur mouvement familier,
On voit presque leur mouvement, présent, dans on invisibilité,
Et on sait que leur destin désormais est de se mouvoir bien au-delà du point où ils se sont arrêtés.

Et cet escargot qui remonte silencieux la pierre,
Vous et votre chapelle – où allez-vous ? Ne faites pas attestation,
Dois-je vous parler ? Dois-je vous confier ? Vous êtes sourd.
Comme si vous ne deviez rien à personne – vous traînez avec vous cette chapelle –
Il faut en somme que je tente d'y arriver tout seul – mais que dois-je atteindre ?
L'instant de la mort n'est pas le moment le plus adapté
Pour penser ; pourtant c'est le seul
Qu'on a entièrement, car c'est la fin,
Et qu'ici n'ont de place ni mensonges ni erreurs – quel discours dès lors ?

J’ai à peine 29 ans et l'unique chose que je sais est que je veux vivre,
Je n'ai pas encore pris le temps d'y penser, car je n'ai pas eu le temps de vivre.
Que doit-on penser au milieu de la bataille ? Je ne l'ai pas fait en temps.
Il me servirait bien tout entier
Mon instant pour vivre intensément. Je me rappelle -

C'était le printemps, alors. Nous étions assis sur le mole du port de Famagouste,
Et maintenant, je sais – je ne le savais pas alors – la vie était belle (et elle l'est,
Et toujours plus belle peut-être – elle devient toujours plus belle – c'est nous qui la faisons).
Ils étaient beaux les épis, les cèdres, les vignes, les maisons, les femmes, les barques de pêche -
Comme il était beau le jeu des reflets de l'eau sur les flancs des bateaux – belles
Aussi les ombres des bateaux dans l'eau, les ombres des mouettes qui passaient
au-dessus de la terrasse, au-dessus des tables rondes du café à l'extérieur
Avec ses petites tasses ; et ainsi tandis que nous devisions, trois vieux amis,
Sans même lever la tête
Nous sentions les mouettes au-dessus de nous
Et ensemble au café nous buvions quelque chose de l'ombre fugace des mouettes,
Une saveur de simplicité, d'amitié et de liberté.

Eh si, la vie est belle, même moi, j'étais beau (pourquoi étais ? Je le suis.)
Et nous pouvons rendre belles les choses, pas à pas.
Souvent l'été dans la torpeur du midi – mais aussi dans la neige -
J'ai senti la vie faire corps avec la confiance en elle comme un drapeau tenu dans mes mains.
Et même quand m'encerclait la peur avec toutes ses ombres cyclopéennes
Et quand m'ébranlait la poitrine le drapeau de la patrie que je dressais dans mes mains
Tandis que le battaient les vents nerveux.
Cet autre drapeau n'était pas oublié. Ils étaient beaux. À présent
Il n'y a plus place pour rien de semblable. J'ai choisi le feu. Ma décision est prise. Je suis prêt.


Vous dites que le portail de la mort est plus large ? Moi, je finis ici. Je ne connais pas la suite.
Les autres choses faites-les, dites-les, vous. J'ai gagné encore un instant
Grand comme toute la douleur. Je ne savais pas
Qu'un instant pouvait avoir une telle durée.
Je n'avais pas imaginé que la douleur pouvait penser. Et toutes les choses
Ont leur sens profond et attendent que nous les trouvions.
Tout le monde s'appauvrirait
Si venaient à manquer un caillou, une cigale, ou la voix du laitier à l'aube. Maintenant, je le sais.
C'est peut-être ça qu'on appelle l'héroïsme ?
Et que pourtant celui qu'on appelle héros ignorait ?
Et que sans doute la pensée vainc le silence, le feu et le temps
Et la chose que nous appelons destin ? Je ne le savais pas. À présent je le sais. Je vous salue.

Mon instant le plus beau, je vous le laisse, mes frères
C'est à présent mon fusil – l'arme jamais utilisée par l'homme
Et ce fusil, qui me brûle les mains, je l'aime :
Ce fusil je l'arrose de... - il n'y a rien de mal à ce que vous me voyiez pleurer
Je suis fort ému de tout et de moi-même
Et encore plus ému par la découverte de cette émotion.

Si vous aviez pu me connaître à ce moment vous m'aimeriez
Comme moi aussi je vous aime sans bassesse sans fatuité
Mais qui vous fera partager ce moment ? Ne le contiennent
Ni les mots, ni les mains, ni les yeux, pas même l'action , ni même la pensée -
Il est grand comme ce que nous appelons patrie
Grand comme ce que nous appelons terre
Grand comme le monde entier : ( Comme ma voix est étrange) comme quand
On travaille, volontairement, dans le petit champ du pauvre et que la soif vient à midi
On confie la houe au tronc du figuier préféré
Et on s'incline sur le ruisseau pour boire et dans le gazouillis du ruisseau on rencontre
Son beau visage, buriné par le travail, par le vent, par la jeunesse, par le soleil,
Et on reconnaît dans l'eau ses yeux brillants et cela ne nous arrête pas
Et on boit l'eau en même temps que soi-même. On se désaltère et puis on tourne la tête
Au ciel comme si là-haut on cherchait quelqu'un pour le remercier
Et le ciel et la terre au-dedans et au-dehors sont infinis et lumineux
Et tout le monde est sien et on peut en faire don.

Ce moment est irrépétible, car c'est l'éternité,
Et l'éternité existe et nous la créons – elle n'a pas de retour
Comme une chose qui va et revient – Ne pleurez pas, alors.
Mais laissez-moi pleurer, car sous peu, je vous le prédis,
Je ne pourrai plus pleurer en connaissant
La chance que j'ai eu de pouvoir mourir. Pardonnez-moi.

Et vraiment, j'ai oublié de vous dire la chose principale – et que seulement à présent j'ai apprise -
La mort n'est pas si difficile. C'est surtout le contraire.
Et je vous garantis maintenant sur mon sang : le Christ ne fut jamais aussi chanceux
Que lorsque le dernier clou le laissa immobile, sans le tuer,
Pour qu'il regardât dans les yeux le ciel et son propre sacrifice ;
Jamais Prométhée ne vit le monde si serein et si lumineux
Que lorsque le bec du vautour trouva ses yeux
En sachant, seulement alors, qu'il avait réussi à donner la lumière et le feu à l'homme,
Et même, oui, ne fut jamais si beau le petit Grigoris Afxendiou de 29 ans...

J’énonce le nombre de mes années et je pleure
En sachant que vous les ajouterez à la gloire de notre lignée
(Et qu'on me pardonne aussi cette ultime faiblesse).
Je regarde ce nombre sur vos lèvres
Et je voudrais le baiser sur vos lèvres.

J'étais peut-être petit pour la gloire – sans doute petit
Pour une telle chance. Une action juste
Est un saut de l'homme hors de la solitude. C'est la poignée
De milliers de mains et le serment de tous. Je suis prêt.

Je n'accepte pas, non, le sacrifice pour la mort. Je l'accepte
Seulement pour la vie – pour une vie
Qui n'exigera plus aucun sacrifice ? Je suis prêt.

Je n'aurais jamais cru que l'étroitesse d'une grotte
Pût avoir une telle ampleur ; pût contenir
La patrie avec ses oliviers, ses rives, ses tourments,
Ses barques de pêche avec leurs voiles déployées dans son vent viril,
Le monde et ses étendards, ses songes, ses cloches et ses herbes sauvages. Adieu.
Dans ce tunnel de pierre dont la sortie
Est l'embouchure-même du soleil. Je le sais :
D'ici, directement, je passerai mort au monde. Ne pleurez pas.
Et à présent, je sais comme jamais que la liberté est possible. Je vous salue.

En ce moment, les mots grands ou petits ne me font pas peur -
Je peux tourner mes yeux vers notre drapeau
Car je le sais : dans mon instant absolu
À l'embouchure de la mort, mes compagnons de lutte
Recueilleront flamboyant de mes mains
Le drapeau de la lutte inflexible, rutilant
Comme un cheval de feu capable de traverser l’univers et la mort
Comme un inextinguible rêve dans toutes les nuits des esclaves, radieux est notre drapeau
Comme un grand calice scintillant pour la Sainte Communion du Monde. Je peux répéter :

«Prenez et mangez, ceci est mon corps et mon sang -
Le corps et le sang de Grigoris Afxendiou
D'un garçon pauvre de 29 ans, du village de Lissis, conducteur de taxi,
Qui seulement à la grande École de la Lutte apprit combien de lettres
Composent le mot liberté »
Et qui aujourd’hui, 2 mars 1957, est brûlé vif dans la grotte du Monastère de la Béate
Et précisément aujourd’hui, 2 mars, jour de sabbat – ne l’oubliez pas camarades -
À 2 heures et 3 minutes après minuit
Est né le petit Grigoris entre les genoux de l'univers.

Dix heures, c'est trop pour toutes les choses
Quand on a un fusil, quelques balles et la raison de ton côté
Quand on est maître de ses vingt-neuf ans et qu'on peut en disposer à sa main
Quand on est maître de sa propre mort. Je vous salue.

Je vous salue encore et je suis là encore . Oui, la plus grande action de notre vie
Est de décider notre mort, quand existe une voie d'issue,
Quand on peut encore la fuir et qu'on la choisit soi-même
Comme un honneur et un devoir envers les autres, au-delà de ses nécessités.
Qui peut vaincre en un instant sa vie vainc aussi la mort. À présent, je le sais.

(Comme ma voix est étrange aujourd'hui. Qu'est-ce
Que vous voulez de moi ? Ce que je voudrais vous faire entendre ? Est-ce
Bien elle ma vraie voix ? Ou notre voix ? La voix de nous tous?)

Toute chose est inexistante avant qu'on la pense, avant qu'on l'accomplît.
Pas seulement la penser, pas seulement l'accomplir
Mais la penser et en même temps, la faire. Et vous, mes frères, vous m'avez beaucoup aidé.
(Personne n'existe seul, sans l'aide d'un autre).

Toi qui pleureras pour ma mort, tu m'as aidé à mourir la tête haute
Toi qui prendras mon fusil pour venger ma mort
Toi qui m'as aidé à mourir content pour toi content pour moi.
M'ont aidé aussi ceux qui sont tombés avant moi. Comme moi aussi je vous aiderai vous.

Cette heure n'est plus aux vanteries et aux héroïsmes
Quand on se trouve à tu et à toi avec la mort
Et je vous le dis avec simplicité, comme si je tournais le volant de la voiture un jour de printemps
Pour éviter la collision avec une charrette que conduit un paysan maladroit
Ou pour ne pas renverser un enfant qui joue invisible dans la lumière du soleil
Et même, si, (cette tendresse n'est pas incompatible avec un homme qui attend de mourir)
Pour ne pas détruire une fleur des champs qui est allée bâtarde pousser au milieu de la voie publique
Innocente et sereine comme un clin d’œil du monde -
Oui, très simplement, je peux vous le dire, comme on tourne le volant de la voiture : « La vraie stature de l'homme
Se mesure à l'étalon de la liberté ». Rien d’autre. Je vous salue.

Si quelque chose me déplaît, c'est bien qu'ici je ne pourrai plus rien faire pour vous
(Pas comme renommée, comme idée ou comme légende, mais avec mes propres mains),
Comme, disons, ceci, que je voudrais encore tirer une rafale au vent à la Fête de la Libération
Ou charger sur un grand camion cent sacs de pains, deux cents sacs de patates,
Ramasser d'un faux pas cette petite vieille, son bois dans la forêt,
Relever le cheval du vieux charretier qui est tombé dans la boue un matin pluvieux,
Taper moi aussi dans la balle avec laquelle l'après-midi jouent les petits villageois sur le terrain de sports,
Ou un soir donner une tape sur la tête à un ami qui a dit une vilaine blague
Ou distribuer, un jour que les affaires auront été bonnes, un sachet de bonbons aux gamins du coin
Ou appuyer mes bras puissants, que j'ai aimés aujourd'hui,
Sur une table au dehors à Famagouste
Et sans regarder mes mains de travailleur, les sentir
Se reposer sur les genoux de pierre de notre monde amical.

Aujourd'hui, je ressens une tendresse pour moi-même en sachant que vous m'aimerez
Aujourd'hui, je m'aime et m'estime
Aujourd'hui, je souris à moi-même en me regardant avec vos yeux fraternels.

À un certain moment, j'ai laissé mon arme refroidir un peu sur la pierre,
J'ai ouvert mon sac et j'ai sorti le petit miroir de poche -
Oui, je suis beau – quand vous m'aimez
Ce que je pourrais faire pour vous – quand vous m'aimez
Ce que je pourrais – seulement maintenant je le comprends – (peut-être est-il trop tard :
Seulement avec ma mort désormais je peux vous offrir quelque chose). Par exemple,
Je pourrais faire tituber un tank d'un coup de poing
Sculpter une statue en haut d'un mont en un jour, - quand vous m'aimez -
Ou construire en une heure une école très haute. Je ne plaisante pas.
Ce n'est pas le moment, mes frères, de plaisanter. Je voudrais être beau au dedans et au dehors
Pour être digne de votre amour ; oui, (et laissez-moi dire aussi ceci) pour que pensent à moi
Comme à leur mari
Toutes les belles filles ; pour que me pensent leur ami
Tous nos adolescents grecs et les gars du monde. Je n'ai plus de temps.

J'aurais réussi au moins à me raser et à couper un peu mes moustaches. Mais peut-être
Qu'un peu de barbe va bien à mon aspect si jeune. (Voyez-vous
Quel garçon fait de moi votre amour ? Il me rend ma voix). Pense, mon frère,
Qu'après demain, sur nos traces
Les filles choisiront leur mari
Les garçons leurs amis
Les hommes leurs actions.
Tu dois savoir que pourtant tu marches avec eux vers le haut
Vers un mont sublime, tout noué de fins rubans d'asphalte,
Pour contempler méthodiquement le monde.
Les villes pleines de cheminées, d'observatoires astronomiques et de fenêtres,
Les champs et les bois, les ports bondés de mats,
Les avions pacifiques, les aigles intrépides et les cerfs-volants des enfants
Avec leurs drôles de queue polychromes -
Au-dessus d'un mont sublime, avec une super-machine du dernier modèle qui peut-être portera notre nom.

Je viens à peine de penser à l’instant que sûrement la vie
N'avance pas avec de sombres confessions et de petites vérités
(La confession – je l'ai entendu dire et maintenant cela m'est venu à l'esprit -
Sauve, disent-ils, celui qui se confesse. Mais l’autre ?
L'autre, de fait, devrait prendre sur son dos comme des sacs d'inutiles pierres tes mots
Sans même pouvoir rien en faire?) La vie en somme
Avance avec des actions et des sacrifices – avec ce que nous appelons « sens commun »
Et je ne sais même pas comment s’appellent ces choses, mais je les ai dites tout de même.
La seule chose que j'ai apprise est : quand on serre le coin de la table
C'est le coin de la table dans toute sa compacité
Et quand on serre un sein, on sait que les mains les plus solides tremblent
Et alors, on veut semer des milliers d'enfants
Pour qu'ils réjouissent notre monde qu'on n'a pas eu le temps de réjouir
Et peut-être, dis-je, peut-être on doit le savoir, - de quelqu'autre part, intimement on doit le sentir -
Que cette poitrine « dotée de tendres seins prépare un lait de valeur et de liberté ».
Et que, certes, on doit le savoir. Je vous salue.

Du calme, vieille mère, ne commence pas à pleurer maintenant. Non ? -
Je t'aime ainsi. Grecque. Tu penses qu'on t'enlève la vie ? Je le laisse ton orgueil.
Tu ne verras pas ton ennemi courbé au-dessus de toi. Je le sais. Tu diras :
« Je suis fière de mon fils, - Mieux vaut une poignée de cendres honorée
Que mon champion à genoux. » Exactement ça. Je te salue, mère.

Mon père me reconnaîtra
À la morgue à mes gros os grecs, semblables aux siens,
Et à la croix de la patrie que je tenais comme amulette entre les poils de ma poitrine. Je parle de moi
Comme si j'étais amoureux de moi-même, comme si la Grèce était amoureuse de moi. Pardonnez-moi.
C'est vous qui m'avez donné ce droit. Merci.
Vous, et votre amour, et ma mort. Je le sais,
Jusqu'à celui qui a touché les 5000 dinars
Un soir boira une bière à ma santé dans une taverne de Pafos
Et se penchera pour pleurer dans son verre, car j'étais un bon ami
Et peut-être lui aussi un jour pourra devenir notre ami.

À présent donc, profondément et en vérité, je peux vous dire,
Comme si je conduisais, encore une fois, bien et précis ma voiture sur une route asphaltée de Chypre
Dans un matin limpide et lumineux, - je peux vous dire : « Notre vertu
Est notre utilité réciproque ». D'accord, mes frères.
Ici la fraternité pour nous et pour tous n'est pas irréalisable.
Ici les différences font naufrage dans un sourire, et c'est comme
Écouter, dans ces nuits d'été, - azures, argentées et rosées -
En une seule grand lueur de bonheur
Tous les murmures distincts de la maison et des petites et grandes étoiles
Et vibre la racine du cœur et vibre le monde
Au point qu'on veut donner du coude à un ami pour écouter avec lui,
Du coude jusqu'à une pierre pour qu'elle écoute elle-aussi, pour partager la joie.

Et avec cet amour, je dis, qu'un jour les croix de bois
Bourgeonneront de roses – si, même ma croix, celle brûlée, celle pétrifiée :
Avec cet amour, dis-je, nous ferons plier
Ceux qui apportent l'injustice et sèment la haine. Tel est mon commandement -
D'autant qu'en ce moment, moi, je ne connais pas la haine
Comme si je ne l'avais jamais apprise ou si je l'avais oubliée. Je vous salue.

Je continue à me préparer au départ. Je continue à prendre congé de vous, et je suis encore ici
Comme si j'avais encore quelque chose à ajouter au monde. Comme si j'avais
À vous offrir encore un peu de bonheur tiré de ma moelle. Je me rappelle -
C'était un crépuscule d'été -

J'arrêtai ma machine devant une masure. J'avais soif
Une vieille vêtue de noir m'offrit une gorgée d'eau fraîche.
« Merci, grand-mère », lui dis-je, « Bonne liberté, mon fils », répondit-elle.
« Bonne liberté, grand-mère », je lui rétorquai et je compris que je lui en étais redevable.

J’ôtai ma casquette et je m'essuyai le front avec la main. (Vous savez,
Les petites vieilles aussi savent sourire). La liberté, en somme, chacun de nous la doit à tous.
Une liberté pour un seul ne sert à rien (tant qu'elle existe).
Elle n'est rien, même pour lui-même. « Salut eh, grand-mère. Bonne liberté, alors. », -
Et je tournai un peu les yeux – le voile azuréen du soir tombait : je ne distinguais pas bien.

Et lorsque je me remis en route avec les codes (car il y avait encore de la lumière)
Je sentais comme la machine montait, là il y avait la grande plaine de Messaoria
Profonde et silencieuse, fumant dans un clair de lune paresseux,
Je sentais que je montais jusqu'au ciel
Et je sentis la lune qui me frappait la poitrine de sa fraîcheur
Comme un « costantinato » (1) d'or , la lune était pendue avec un cordon à mon cou,
Je la sentis rafraîchir mon cœur et mon cœur se réchauffait petit à petit et s'évaporait. Et je disais :
Il ne suffit pas d'une table, de quelque monnaie en poche, de pain ou de baisers -
L'homme est plus grand que ses préoccupations quotidiennes. Et je disais aussi :
L'homme gagne à s'affranchir de son souci pour le pain
Et d'aller toujours outre à son esclavage
D'esclavage en esclavage, de délivrance en délivrance,
De la délivrance de la patrie à la délivrance du monde
Jusqu'à ce qu'il sente, entrant directement dans le ciel,
Que la lune s'évapore dans sa poitrine,
Jusqu'à ce qu'une nuit pleure d'amour pour tout le monde. Ainsi j'abandonnai
Ma voiture dans le fossé. Je pris mon fusil. Et je montai au mont. Ainsi je me suis retrouvé
Dans cette grotte dont la bouche regarde en face le soleil. Sa bouche ronde
Est le soleil lui-même que je recommencerai à sentir froid, quand ils me la feront franchir,
(Comme la lune cette nuit) – je le sentirai comme un frais « costantinato »
Restaurer ma poitrine brûlée, de sorte que peu à peu
Le soleil se réchauffe et s'évapore de notre poitrine. Je vous salue.

(Toutes les cloches de la Terre sonnaient à l'unisson. Tous les fronts humains se levaient. Dans le villages de Lissis entre Nicosie et Famagouste, sa mère serre le mouchoir noir autour de son menton fort et dit exactement les mots que son fils attendait : « Je suis fière de mon fils. Mieux vaut une poignée de cendres honorée, que mon champion à genoux. » Mon père de son côté, quand il alla à l'hôpital militaire de Nicosie, reconnut son garçon carbonisé à ses gros os grecs et à ce « costantinato » d'or qui s'évaporait sur sa poitrine et sur celle du monde entier.)


ATHÈNES. DU 5 AU 25 MARS 1957
(1) Monnaie d'or romaine avec l'image de Constantin le Grand et de sa mère Hélène. Sous le même nom, il y a un médaillon populaire que les Grecs portent comme amulette, avec la croix grecque et l'inscription ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ - in hoc signo vinces. (NdT)


Pagina della canzone con tutte le versioni

Pagina principale CCG


hosted by inventati.org