Lingua   

Carlo Martello torna [o: ritorna] dalla battaglia di Poitiers; o Carlo Martello

Fabrizio De André
Pagina della canzone con tutte le versioni


Traduzione greca / Μετέφρασε στα ελληνικά / Greek translation...
KAROL MŁOT WRACA Z BITWY POD POITIERS

Król Karol powracał z wojny srogiej,
a skronie jego zdobił zwycięstwa dumny laur,
lśni zbroja ciężka Jego Wysokości
triumf święci władca Franków w upalnej wiosny czas.
Czerwono barwi się na hełmie kita
schlapana krwią książęcą i Maura rudą krwią,
lecz bardziej Karolowi doskwierają
niźli bojowe rany ognie cielesnych żądz.

”O ile chwały, sławy pożądanie
i honor syci wojny uprawianie
nie daje ci jednak ni chwili na zwykłe kochanie.
A kto przed wyjazdem wybrance swej lubej
cnoty pas kładzie, aj, to na swoją zgubę,
bo przecież w bitwy ferworze kluczyk zgubić może”.

Biadoląc król chrześcijan tak się żali,
a w koło kwitną kwiaty, pochyla zboże kłos
i w lustrze zaszczyconego zdroju
ten co Morysków pobił, odbija się waleczny mąż.
Lecz oto, w zwierciadle jasnym źródła
zjawia się wizja cudna, różanej Wenus wdzięk,
i w burzy warkoczy rozpuszczonych
w kosmyków złotym gąszczu, jędrna się jawi pierś.

”Nigdy piękniejszej rzeczy nie widziałem
nigdy pączuszka słodszego nie zerwałem”
– rzekł król Karol w pośpiechu z wierzchowca zsiadając.
”Ach, mój rycerzu, nie zbliżaj się, panie,
gasi już pragnienie innego me oddanie,
konia napoić racz raczej na innej polanie”.

Odprawą tak gwałtowną zaskoczony
i w uczuciach zraniony, jak wryty Karol tkwi,
lecz głód był jeszcze sroższy od żałości
i władca wyposzczony hełm ściągnął raz, dwa, trzy.
To była tajna broń jego ukryta,
a Karol ją stosował, gdy zawiódł każdy plan,
ujrzało hoże dziewczę nos czerwony
kozła rozpromieniony pysk, Miłościwy go miał Pan.

”Gdybyś ty nie był mym władcą i panem
– Karol miecz wielki odpina, spocony –
pokusie bym nagłej uległa, by zwiać, jak najdalej,
Będąc mym jednak wodzem zasłużonym
– Karol rynsztunek szarpie pokręcony –
muszę bez wstydu poświęcić mój wianek różowy”.

Karol jeźdźcem był i świetnym ujeżdżaczem
i również w tej sytuacji kunsztu wykazał moc
i akt ten konkludując sprawnie
niepewnie za łęk łapie, rumaka dosiąść chcąc.
Tu chyżo dziewczyna go dopada
rachunek mu przedkłada, choć to jej przecie pan:
”Ach, tylko boście królem, Sire,
talarów pięć w tę chwilę, promocję dzisiaj mam”.

”Czy to być może, przy mym całym męstwie,
że w popieprzonym tym moim królestwie
wszystko pogrążyć się musi w powszechnym kurestwie,
A jeśli chodzi o stawkę wspominam,
że nim wyruszył na wojnę to było
niecałe talary trzy lub drobny bilon”.

Po słowach tych, jak łajdak się zachował
Lwim skokiem opanował wierzchowca swego grzbiet,
niemiłosiernie chłoszcząc go jak osła
w zarośla bzu i pnącza, król niczym królik pierzchł.
Król Karol powracał z wojny srogiej,
a skronie jego zdobił zwycięstwa dumny laur,
lśni zbroja Jego Królewskiej Mości
triumf święci władca Franków w upalnej wiosny czas.
Ο Κάρολος Μαρτέλος επιστρέφει από τη μάχη του Πουατιέ

Ο βασιλιάς Κάρολος γυρνούσε από τον πόλεμο,
τον υποδέχεται η χώρα του και τον δαφνοστεφανώνει.
Στον ήλιο της ζεστής άνοιξης
αστράφτει η πανοπλία του νικητή Άρχοντα.

Το αίμα του Πρίγκιπα κι εκείνο του Σαρακηνού
βάφουν την περικεφαλαία με το ίδιο χρώμα,
αλλά περισσότερο και από τις λαβωματιές στο σώμα
ο Κάρολος αισθάνεται τον πόθο του έρωτα.

«Μπορεί τη λαχτάρα για τη δόξα και τη δίψα για την τιμή,
που έχει ο νικητής, να τα ικανοποιεί ο πόλεμος,
δεν του χαρίζει όμως ούτε μια στιγμή για να κάνει έρωτα.
Να επιβάλεις στη γλυκιά συμβία να φορέσει
τη ζώνη της αγνότητας, είναι δυστυχώς επικίνδυνο,
γιατί στη μάχη μπορεί να χάσεις το κλειδί».

Κι ενώ παραπονιέται έτσι ο χριστιανός βασιλιάς,
γέρνουν τριγύρω τα στάχυα και τα άνθη τον στεφανώνουν.
Μες στα καθάρια νερά της πηγής
καθρεφτίζεται περήφανος επάνω στη σέλα ο νικητής των Σαρακηνών.

Και να που ξαφνικά μες στο νερό εμφανίζεται
σαν εξαίσιο όραμα το σύμβολο του έρωτα:
μέσα από τις πυκνές, μακριές, ξανθές κοτσίδες
γυμνό στον ήλιο προβάλλει το στήθος.

«Δεν ξαναφάνηκε ποτέ μια τέτοια ομορφιά,
δεν απόλαυσα ποτέ μια τέτοια κόρη»,
είπε ο βασιλιάς Κάρλος κατεβαίνοντας γρήγορα από τη σέλα.
«Ε, ιππότη, μην πλησιάζετε,
άλλος το χαίρεται αυτό που εσείς ζητάτε.
Πηγαίνετε να ξεδιψάσετε σε άλλη, πιο βολική πηγή».

Έκπληκτος από μια τόσο αποφασιστική συμπεριφορά
και νιώθοντας να τον χλευάζουν ο βασιλιάς Κάρολος σταμάτησε,
αλλά περισσότερο και από την τιμή το λόγο είχε η νηστεία
και μ’ έξαψη ο άρχοντας έβγαλε το σκούρο κράνος του.

Αυτό ήταν το μυστικό όπλο του,
που ο Κάρολος χρησιμοποιούσε συχνά στα δύσκολα.
Στη γυναίκα εμφανίστηκε μια μεγάλη μύτη,
ένα τραγίσιο πρόσωπο, ήταν ωστόσο η Εξοχότητά Του.

«Εάν δεν ήσασταν ο βασιλιάς μου»
(ο Κάρολος βγάζει τη βαριά του σπάθα)
«δεν θα έκρυβα την επιθυμία να το σκάσω.
Αφού όμως είστε ο άρχοντάς μου,»
(ο Κάρολος βγάζει όλη τη βαριά του πανοπλία)
«πρέπει να σας δοθώ γυμνή από κάθε ντροπή».

Σαν ιππότης ήταν αρκετά ικανός,
αλλά και στο μπλέξιμο αυτό τα’ βγαλε πέρα με τιμή
και αφού έφτασε στο τέλος της μάχης
δισταχτικός πάνω στη σέλα έκανε να ξανανέβει.

Γρήγορα όμως τον αρπάζει η κόρη
και ξαφνικά παρουσιάζει το λογαριασμό στο βασιλιά της.
«Λοιπόν, για σας και μόνο, πού είστε ο αφέντης μου,
κάνει πέντε χιλιάδες λιρέτες, είναι προσφορά».

«Μα είναι δυνατόν, που να πάρει ο διάολος,
οι ερωτοδουλειές σ’ αυτό το βασίλειο
να καταλήγουν όλες σε μεγάλες πουτάνες;
Αλλά και για την τιμή υπάρχει αντίρρηση.
Θυμάμαι πολύ καλά ότι πριν αναχωρήσω
η ταρίφα ήταν μικρότερη από τρεις χιλιάδες λιρέτες».

Και αφού τα είπε αυτά, έπραξε σαν να’ ταν κανένας αλητήριος:
με πήδημα λιονταριού όρμησε προς τη σέλα
χτυπώντας το άλογο λες κι ήτανε γαϊδούρι.
Ανάμεσα στις γλιτσίνες και στις κουφοξυλιές ο βασιλιάς έγινε καπνός.

Ο βασιλιάς Κάρολος γυρνούσε από τον πόλεμο,
τον υποδέχεται η χώρα του και τον δαφνοστεφανώνει.
Στον ήλιο της ζεστής άνοιξης
αστράφτει η πανοπλία του νικητή Άρχοντα.


Pagina della canzone con tutte le versioni

Pagina principale CCG


hosted by inventati.org