Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη
Περπατῶντας ἡ δόξα μονάχη
Μελετᾶ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια
Καὶ στὴν κόμη στεφάνη φορεῖ,
Καμωμένο [1] ἀπὸ λίγα χορτάρια,
Ποὺ εἶχαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ.
Περπατῶντας ἡ δόξα μονάχη
Μελετᾶ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια
Καὶ στὴν κόμη στεφάνη φορεῖ,
Καμωμένο [1] ἀπὸ λίγα χορτάρια,
Ποὺ εἶχαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ.
[1] Var. Γεναμένο, Γινωμένο
×
