Lingua   

Τα τραγούδια μας

Manos Loïzos / Μάνος Λοΐζος


Manos Loïzos / Μάνος Λοΐζος


1) Λιώνουν τα νιάτα μας

Όλη μέρα στα λιμάνια και στα ναυπηγεία
στου θανάτου τα καζάνια στα μηχανουργεία

Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη
με τα κομμάτια μας δένει τ΄ ατσάλι

Στο πετσί μας η μουντζούρα που δε λέει να φύγει
η ζωή βαρειά σκοτούρα κι η χαρά μας λίγη

Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη
με τα κομμάτια μας δένει τ΄ ατσάλι

Όσο κι όσο τ΄ αγοράζουν το φτωχό κορμί μας
και περίσσια κέρδη βγάζουν απ΄ τη δύναμή μας

Λιώνουν τα νιάτα μας στη βιοπάλη
με τα κομμάτια μας δένει τ΄ ατσάλι


2) Πάγωσε η τσιμινιέρα

Πάγωσ΄ η τσιμινιέρα
κι απ΄ έξω από την πύλη
εργάτες μαζεμένοι συζητάνε
Προχώρησε η μέρα
με δαγκωμένα χείλη
σηκώνουν τα πανό και ξεκινάνε

Πέντε καμιόνια στείλαν
στου φεγγαριού τη χάση
και γύρισαν γεμάτα απεργοσπάστες
Γεμάτα ξαναφύγαν
κανείς δε θα περάσει
κάλλιο να πάμε όλοι μετανάστες

Πέρασε ένας μήνας
οι μηχανές σκουριάζουν
και τα παιδιά κρυώνουν και πεινάνε
στους δρόμους της Αθήνας
φέιγ βολάν μοιράζουν
εργάτες κι υποστήριξη ζητάνε

3) Στη δουλειά και στον αγώνα

Έφτασε η ώρα για να σηκωθείς
εργατιά προχώρα δίπλα σου και μεις

Στη δουλειά και στον αγώνα
κόντρα πάμε στο χειμώνα
ο τροχός για να γυρίσει
η ζωή να προχωρήσει

Για το μεροδούλι για τη φαμελιά
μες στο ξεροβόρι μέσα στη φωτιά

Στη δουλειά και στον αγώνα
κόντρα πάμε στο χειμώνα
ο τροχός για να γυρίσει
η ζωή να προχωρήσει

Άλλος στο λιμάνι κι άλλος στο γιαπί
να καρπίσει η μέρα να `βγει το ψωμί

Στη δουλειά και στον αγώνα
κόντρα πάμε στο χειμώνα
όλη η γη να ομορφύνει
τ΄ όνειρο ζωή να γίνει


4) Ο Στράτος

Από βραδίς το Στράτο
τον πιάσαν δυο καλοί
του λεν στο συνδικάτο
να πάει να γραφτεί

Πάρτο απόφαση βρε Στράτο
να γραφτείς στο συνδικάτο

Μα κείνος λέει ώχου
μπελά δε θέλω εγώ
μου φτάνουν κείνα πόχου
κι οι ρίζες στο χωριό

Μα κανείς δεν ξέρει Στράτο
χρειάζεται το συνδικάτο

Ένα πρωί το Στράτο
τον πιάνει η μηχανή
τον βάζει από κάτω
κι ακόμα να φανεί

Έλα γρήγορα βρε Στράτο
να γραφτείς στο συνδικάτο


5) Ρημάξαν τα χωριά μας

Πέτρες βγήκαν στα χωράφια στις αυλές χορτάρια
πού `ναι τώρα τα κορίτσια πού `ν΄ τα παλληκάρια

Ρημάξαν τα χωριά μας μανούλα μου καλή
σκορπίσαν τα παιδιά μας σε δύση κι ανατολή

Άσε τις φωτογραφίες που καημούς ξυπνάνε
όσο και να τις κοιτάζεις δε σου απαντάνε

Ρημάξαν τα χωριά μας μανούλα μου καλή
σκορπίσαν τα παιδιά μας σε δύση κι ανατολή


6) Το δέντρο

Στην Αθήνα μες το κέντρο
φύτρωσε καινούργιο δέντρο
έχει κόκκινα τα φύλλα
και ολόγλυκα τα μήλα

Σε πέντε έξι δεν αρέσει
το χτυπάνε για να πέσει
μα εκείνο δε λυγάει
κι όλο φυλλωσιές πετάει

Γύρω του λαός κι εργάτες
το φυλάνε με τις βάρδιες
σ΄ ένα χρόνο σ΄ ένα μήνα
θα σκεπάσει την Αθήνα


7) Αχ πατρίδα μου καημένη

Τα πορτοκάλια απούλητα
τα μήλα πεταμένα
κι οι γέροι στα μπαλκόνια τους
σαν φύλλα μαραμένα

Αχ πατρίδα μου καημένη
ποια κατάρα σε βαραίνει

Κι εμείς στην πόλη μια ζωή
υπάλληλοι κι εργάτες
να κουβαλάμε ολημερίς
τ΄ αφεντικά στις πλάτες

Αχ πατρίδα μου καημένη
ποια κατάρα σε βαραίνει

Κι απέξω από την πόρτα μας
οι ξένοι σούρτα φέρτα
το αίμα τον ιδρώτα μας
να πίνουνε αβέρτα

Αχ πατρίδα μου καημένη
ποια κατάρα σε βαραίνει


8) Άλλο τίποτα δε μένει

Σαν φύγεις για την Άρτα Κιλκίς και Γιάννενα
τ΄ αδέρφι μου για ρώτα πώς ζει και πώς περνά

Να ενωθούνε πες του με τ΄ άλλα τα χωριά
να μην αργοσαπίζουν κι αυτοί σαν τη σοδειά

Άλλο τίποτα δε μένει πολιτείες και χωριά
στον αγώνα αδελφωμένοι για ψωμί για λευτεριά

Σαν πας και στην Αθήνα τράβα στη γειτονιά
να δεις τι κάνει η μάνα και τούτη τη χρονιά

Κι αν τα λεφτά δε φτάνουν πες της και δεν μπορεί
δε φταίνε τα παιδιά της μα οι μαύροι έμποροι

Άλλο τίποτα δε μένει πολιτείες και χωριά
στον αγώνα αδελφωμένοι για ψωμί για λευτεριά


9) Μέγαρα

Ένα καράβι πάει στα Μέγαρα κρυφά
μπουλντόζες κουβαλάει φαντάρους και σκυλιά
φέρνει σίδερα χιλιάδες για να φτιάξουν ταρσανάδες

Οι άντρες στην Αθήνα μπροστά στους δικαστές
κι οι ξένοι σαν τους κλέφτες να κόβουν τις ελιές
γονικά και θυγατέρες μαύρες σήκωσαν παντιέρες

Ένα καράβι φεύγει πίσω στον Πειραιά
αναφορά να δώσει στα μαύρα αφεντικά
Μέγαρα και Ελευσίνα ξεκινάν για την Αθήνα


10) Μετανάστες

Μετανάστες και βαλίτσες
κι αποτσίγαρα ριγμένα
δίπλα από τις ράγες
Τα μεγάφωνα από πάνω
κάνουν σαν τις κάργιες

Οι γιατροί με τους επόπτες
στ΄ άψε σβήσε μας χωρίζουν
τα καλά απ΄ τα σκάρτα
Τώρα στη γραμμή σε βάζουν
και σου δίνουν κάρτα

Πώς κουνήθηκεν ο κόσμος
κι από τα χωριά της Δράμας
βρέθηκες σε τόπους
που σαν του καπνού τα φύλλα
βλέπουν τους ανθρώπους


11) Απ΄ τη συνοικία

Απ΄ τη συνοικία τα λεωφορεία
γέμισαν φανέλες κι αναμμένα μάτια
Σμάρι οι οικοδόμοι μπρος στη δημαρχία
στις γωνιές η νύχτα γίνεται κομμάτια

Κόκκινη πόλη μες στ΄ αγιάζι
Βάλε τα ρούχα τα παλιά
Άρχισε να γλυκοχαράζει
στα λασπωμένα σου γιαπιά

Απ΄ τη συνοικία μέχρι το λιμάνι
πάνω στους σκυμμένους ώμους του εργάτη
αίμα και τσιμέντο γίνονται χαρμάνι
χτίζεται η ζωή μας, θάνατο γεμάτη

Κόκκινη πόλη μες στ΄ αγιάζι
Βάλε τα ρούχα τα παλιά
Άρχισε να γλυκοχαράζει
στα λασπωμένα σου γιαπιά



Pagina principale CCG

Segnalate eventuali errori nei testi o nei commenti a antiwarsongs@gmail.com




hosted by inventati.org