Lingua   



Mikis Theodorakis / Mίκης Θεοδωράκης



Μίκη Θεοδωράκη

Ἀρκαδία Ι

Ζάτουνα Αρκαδίας, Αύγουστος - 1968 Νοέμβριος 1969





1. Ὦ βουνά πανάρχεια



Ὦ βουνά πανάρχεια, τῆς Ἀρκαδίας βουνά,
βουνά περίφανα, βουνά ἀνυπόταχτα, τίμια βουνά.

Ἡ τιμή ἀκρίβυνε, ἡ τιμή λιγόστεψε, ἡ τιμή πέθανε.

Ἕνα παιδί πονάει, τὸ δικό μου παιδί
κι ἐγώ δεμένος κοιτάζω τὰ ἔλατα,

ἄλλη ἐλπίδα δέν ἔχω ἄπό τὰ δέντρα.


2. Ὁ γιός μου εἶναι ἐννιά χρονῶν



Ὁ γιός μου εἶναι ἐννιά χρονῶν,
ὁ γιός μου εἶναι ἐννιά χρονῶν
ἐννιά χειμῶνες ἐννιά καλοκαίρια
τοῦ βάλαμε στό βλέμμα κεραυνό
τίς θάλασσες κρατᾶ στά δυό του χέρια.

Τά χέρια του σήκοσαν ψηλά,
τήν πλάτη του κολλήσανε στόν τοῖχο
μετρᾶνε τῆς ἀνάσας του τόν ἦχο
κι ἀνασκαλεύουν τή μικρή τήν καρδιά.

Νά ζούσαμε σέ γκέτο ἑβραϊκό
μέ γύρω Γερμανούς φρουρούς θηρία
Ζάτουνα 1968: τήν τρίτη μου περνᾶμε ἐξορία.


3. Ψηλά στῆς Ρωσίας τὰ χιόνια



Ψηλά στῆς Ρωσίας τὰ χιόνια,
ἐκεῖ πού φυσάει ὁ βοριάς
το ξανθό γένος νά ’ρθει αἰώνια
προσμένει ὁ δόλιος ὁ ραγιάς.

Ἀγάπες, τραγούδια λουλούδια
μᾶς στέλνουν καὶ λόγια καυτά
στοῦ Φάληρου μπρός τὰ μουσούδια
οἱ ἄλλοι μᾶς στέλνουν θωρηκτά.

Ραγιάδες πονοῦν καὶ στενάζουν,
πάει καὶ τούτη ἡ γενιά
παράδεισο ὅλοι μᾶς τάζουν στά χίλια εννεακόσια ενενίντα εννιά.


4. Ἡ κοινωνία τῆς καταναλώσεως



Ἡ ἀκοή σου Δύση βούλωσε
ἡ ὅρασή σου Δύση σκεπάστηκε
ἡ κοινωνία τῆς καταναλώσεως
πέπλο βαρύ σκεπάζει τὴν ἀκοή σου,
σκεπάζει τὴν ὅρασή σου, σκεπάζει τὴν ψυχή σου.

Ὁ πολιτισμός σου ἐρείπια πού καπνίζουν,
τά λόγια σου κουνούπια πού πετοῦν
πάνω ἀπό τὰ ἕλη τῆς βιομηχανικῆς σου παραγωγῆς
κουβαλοῦν πυρετό, ψέμα, ὑποκρισία.

Πεντακόσιες χιλιάδες νεκροί Ἰνδονήσιοι
στήν Εὐρώπη στρατόπεδα συγκεντρώσεως
πλάι στήν Ἀκρόπολη ἐξορίες,

ὅμως ἐσύ δέν ἀκοῦς,
ὅμως ἐσύ δέ βλέπεις,
πάνω σέ μοντέλο χίλια ενενίντα εξήντα εννιά
τρέχεις μέ διακόσια χιλιόμετρα
πρός τὸ θάνατό σου.


5. Εἶμαι Εὐροπαῖος



Εἶμαι Εὐροπαῖος, ἔχω δυό αὐτιά
τό 'να γιά ν' ἀκούει, τό ἄλλο δέ γροικᾶ.

Ἄν στενάξει Τσέχος, Ρῶσος, Πολωνός
ὁ ἄνθρωπος πονάει, πέφτει ὁ οὐρανός.

Ἄν πονέσει μαῦρος, Ἕλληνας, Ἰνδός
τί μέ νοιάζει ἐμένα ! Ἄς νοιαστεῖ ὁ Θεός.

[Ἐκεῖ ψηλά στόν Ὑμηττό, ὑπάρχει κάποιο μυστικό]

Εἶμαι Εὐροπαῖος, ἔχω δυό αὐτιά
τό ἐνα μόνο ἀκούει, ἀπό τά ἀνατολικά.

Τήν πόρτα μου χτυπάει καί πάλι ὁ φασισμός
ὅμως σέ τέτοιυς ἤχους εἶμαι ἐντελῶς κουφός.

Ἔχω ἕνα αὐτί μεγάλο, τ'ἄλλο πολύ μικρό
κι ἔτσι ἥσυχος τρυγάω χαρά, πολιτισμό.



Pagina principale CCG

Segnalate eventuali errori nei testi o nei commenti a antiwarsongs@gmail.com




hosted by inventati.org