Dimitris Gongos [Bajaderas] / Δημήτρης Γκόγκος [Μπαγιαντέρας]

Antiwar songs by Dimitris Gongos [Bajaderas] / Δημήτρης Γκόγκος [Μπαγιαντέρας]
MusicBrainzMusicBrainz DiscogsDiscogs Greece Greece

Dimitris Gongos [Bajaderas] / Δημήτρης Γκόγκος [Μπαγιαντέρας]Dimitris Gongos, detto "Bajaderas", nacque nel 1903 in un sobborgo operaio del Pireo, Hatzikyriakio, da una famiglia numerosissima: era l'ultimo di 22 fratelli. Suo padre, Giannis Gongos, era un lavoratore portuale.
E' stato il più conosciuto cantore della resistenza greca, specialmente sotto il suo pseudonimo di "Bajaderas"; molti canti della resistenza, ritenuti anonimi, sono in realtà da ascrivere a Dimitris Gongos, che divenne una figura quasi mitica tanto da essere, con un procedimento tipico della millenaria cultura popolare greca, assimilato ad una sorta di "rapsodo cieco" che rimanda direttamente all'epos omerico. E' morto nel 1984. Qui di seguito riportiamo una sua biografia completa in lingua greca tratta da www.rembetiko.gr.


Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)
Ο υμνητής του Έρωτα και της Εθνικής Αντίστασης
(Συνθέτης - Στιχουργός - Οργανοπαίκτης - Ερμηνευτής)

20 χρόνια από το θάνατό του

Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας είναι γεννημένος στον εργατικό Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903, από πολυμελέστατη οικογένεια αλλά ευκατάστατη (ήταν 22 αδέλφια και αυτός το τελευταίο της παιδί). Είχανε κτήματα στο Καραπολίτι του Πόρου. Ο πατέρας του, ο Γιάννης Γκόγκος, ήταν μόνιμος υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος.
Πιτσιρικάς είχε έφεση στα γράμματα. Τελείωσε το τότε τεταρτάξιο Γυμνάσιο και σπούδασε ηλεκτρολόγος σε μια τεχνική σχολή του Πειραιά, αλλά -όπως λένε οι πληροφορίες- ποτέ δεν εξάσκησε αυτό το επάγγελμα (λόγω του ατίθασου χαρακτήρα που είχε, τις παράνομες δουλειές του ποδαριού που έκανε με λαθραία και την ενασχόλησή του με τη γυμναστική και την πάλη). Κατά δήλωση όμως δική του (βλέπε παρακάτω), δούλευε ως «Ηλεκτριστής» (ηλεκτρολόγος) -σ.σ.: έστω και περιστασιακά- στο εργοστάσιο λιπασμάτων της Δραπετσώνας. Ο πατέρας του, βέβαια, είχε αντιρρήσεις για τις επιλογές του γιου του, γιατί τον προόριζε για το Λιμενικό Σώμα και δεν ήθελε να τον δει μπουζουξή.

Με τη μουσική ασχολήθηκε από πολύ μικρός. Στην αρχή έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα μέχρι το 1920 και μετά βιολί και τέλος, από το 1924, άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και μπαγλαμά. Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Από τότε γίνεται γνωστός με το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας». Συνεπώς, την ίδια εποχή, άρχισε να ασχολείται με τους μπουζουκομπαγλαμάδες, τη σύνθεση και το ρεμπέτικο τραγούδι.

Από το 1930 αρχίζει και τριγυρνά στα γνωστά στέκια του Πειραιά, παίζοντας μπουζούκι και μπαγλαμά, συντροφιά με τον νεώτερό του Στέλιο Κερομύτη και συμμετέχοντας ενεργά πλέον στη μεγάλη παρέα του ρεμπέτικου τραγουδιού, που έμελλε να εξελιχθεί στα επόμενα χρόνια στην «Πειραιώτικη Κομπανία».
Ο Μπαγιαντέρας είχε στενή σχέση με τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου, κυρίως με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη. Όταν λοιπόν άρχισε να συνθέτει τραγούδια, και μάλιστα ωραία ρεμπέτικα, άνοιξε εύκολα η πόρτα των φωνογραφήσεων στο εργοστάσιο της Κολούμπια, στον Περισσό και για τον ίδιο. Τα πρώτα του ήταν δύο χασικλίδικα, το «Καπνουλού μου όμορφη (Η καπνουλού)», γραμμένο το 1934 για την τότε αγαπημένη του (και κατοπινή σύζυγό του) που δούλευε στα καπνά στου Παπαστράτου και το «Πάντα με γλυκό χασίσι», τα οποία κυκλοφόρησαν με επιτυχία τον Σεπτέμβρη του 1935.

Από την περίοδο του Μεσοπολέμου, ήταν ήδη γνωστός ως υμνητής των λαϊκών και προσφυγικών συνοικισμών της εργατούπολης του Πειραιά και έγραψε με ιδιαίτερη ευαισθησία από τα ωραιότερα κανταδόρικα ρεμπέτικα όλων των εποχών, βαθιά ερωτικά, συνεργαζόμενος άλλοτε με τον τότε νεαρό δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Μανώλη Χιώτη, ερμηνεύοντας οι δυο τους υπέροχα τα τραγούδια του και άλλοτε χρησιμοποιώντας τη μεγαλύτερη -ίσως- ρεμπέτικη φωνή, προπολεμική και μεταπολεμική, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον «κολλητό» του σαν βδέλλα στα σιγόντα, τον ανυπέρβλητο Στελλάκη Περπινιάδη.
Με νησιώτικη καταγωγή (ο πατέρας από τον Πόρο και η μητέρα του από την Ύδρα) προικίζεται με τη γνώση των ανθρώπων της θάλασσας, εξοικειώνεται με το θαλασσινό στοιχείο και εξυμνεί μεταπολεμικά τους θαλασσινούς με την περίφημη «Ψαροπούλα» του και το «Μια τράτα Κουλουριώτικη», ερμηνευμένα υποδειγματικά από το υπέροχο ντουέτο Στελλάκης Περπινιάδης - Ιωάννα Γεωργακοπούλου, με συνοδεία το περίφημο μπουζούκι του Βασίλη Τσιτσάνη.
Η ιδιαίτερα ευαίσθητη ψυχοσύνθεσή του, ο πρόσθετος πόνος που του δημιούργησαν οι ταλαιπωρίες του (έκανε 5 χρόνια και 2 μήνες φυλακή) και η σχετική μόρφωσή του βάρυναν αποφασιστικά πάνω στις συνθέσεις του.
Η έκτιση της παραπάνω ποινής έγινε στις στρατιωτικές φυλακές, μεταξύ 1925 και 1930, εξ' αιτίας ενός νεανικού του παραπτώματος όταν υπηρετούσε τη θητεία του στο Ναυτικό.
Πιο συγκεκριμένα, ο Μπαγιαντέρας, εκμεταλλευόμενος τότε τις επαφές και γνωριμίες που απέκτησε στο Ναυτικό, "εξοικονομούσε" κρυφά εκρηκτικές ύλες, με τις οποίες τροφοδοτούσε φίλους του ψαράδες από την Κούλουρη. Μια μέρα έπεσε φαίνεται "καρφί", τον μαγκώσανε, τον "τυλίξανε σε μια κόλλα χαρτί" εξαντλώντας την ερμηνεία του νόμου "περί εμπορίας όπλων" και ...γραμμή στο ναυτοδικείο, όπου και εισέπραξε τα 5 χρονάκια και κάτι ψιλά για τη "μπουζού"....

Ο Μήτσος Γκόγκος έγραψε, προπολεμικά κυρίως, εκπληκτικά τραγούδια που έγιναν πολύ δημοφιλή και τραγουδιούνται ακόμα στα λαϊκά πάλκα (και θα τραγουδιούνται όσο θα υπάρχουν, για πάντα). Στη μουσική και στο στίχο του προσέδωσε ευαισθησία, ρομαντικό χαρακτήρα, γλυκύτητα και ευαισθησία.
Στα εξήντα περίπου χρόνια της καλλιτεχνικής του ζωής, ο μπάρμπα-Μήτσος έγραψε τουλάχιστο 130 τραγούδια, τα περισσότερα όμως είναι σχεδόν άγνωστα στο ευρύ κοινό. Κάποια από αυτά, γύρω στα 30-40, παρέμειναν ανέκδοτα, κλεισμένα στα συρτάρια του, κυρίως λόγω της μεταπολεμικής αυστηρότατης λογοκρισίας, που ήταν χειρότερη και από την μεταξική.
Σίγουρα του ανήκει δόξα και τιμή και η παρουσία του στο «πάνθεον των αθανάτων», ανάμεσα στους μεγαλύτερους και καλύτερους λαϊκούς δημιουργούς, είναι ασφαλώς αδιαμφισβήτητη.

Μεταξύ 1936 και 1940 διαμορφώνει ένα δικό του στυλ, εντελώς προσωπικό, που τον διέκρινε. Γρήγορα εγκαταλείπει τη σκληρή θεματολογία των ναρκωτικών και της φυλακής -ίσως και εξ' αιτίας της εφαρμογής της αυστηρότατης μεταξικής λογοκρισίας- και στρέφεται -όπως προανέφερα- στις ερωτικές λαϊκές καντάδες, χρησιμοποιώντας τις μυθικές φωνές του Στράτου Παγιουμτζή, του Στελλάκη Περπινιάδη, τη δική του (που ήταν μελωδικότατη) και του νεαρού Μανώλη Χιώτη (που παίζει στους δίσκους του Μπαγιαντέρα και εκπληκτικό τρίχορδο), δημιουργώντας έτσι μερικά από τα ωραιότερα ρεμπέτικα τραγούδια όλων των εποχών, όπως:
- Το «Χατζηκυριάκειο (Από βραδύς ξεκίνησα ή Θα κλέψω μια μελαχρινή)» (1937), με τους Στράτο - Στελλάκη και λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια (Μπαγιαντέρας - Μ. Χιώτης), κιθάρα (Στέλιος Χρυσίνης), μπαγλαμά και κόντρα-μπάσο (πληροφορίες από τον Παναγιώτη Κουνάδη). Όμως κατά τον Κώστα Χατζηδουλή, μπουζούκι παίζει ο Βασίλης Τσιτσάνης. Το ίδιο αναφέρει και ο ίδιος ο Β. Τσιτσάνης στον Χατζηδουλή στην βιογραφία του. Και ίσως να είναι η αλήθεια.
- Το «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια (Γυρνώ σαν νυχτερίδα)» (1938), με τον Στράτο Παγιουμτζή και μπουζούκια τους Μπαγιαντέρα - Χιώτη.
- Το «Μ' έχεις μαγεμένο (Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει)» (1940), με τους Μπαγιαντέρα - Χιώτη και λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια (Μ. Χιώτης και Μπαγιαντέρας), κιθάρα και μπαγλαμά. Η φωνή του Μπαγιαντέρα στο τραγούδι αυτό θυμίζει τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή.
- Το «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη (Το τραγούδι της αγάπης)» (1940), με τους Μπαγιαντέρα - Χιώτη. Παίζει λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια (Μ. Χιώτης και Μπαγιαντέρας) και συνοδεύουν κιθάρα και μπαγλαμάς. Η φωνή του Μπαγιαντέρα και στο τραγούδι αυτό θυμίζει και πάλι τη φωνή του Στράτου Παγιουμτζή.
- Το «Μάτια γλυκά και γαλανά» (1940), κι αυτό με το δίδυμο Μπαγιαντέρα - Χιώτη, με συνοδεία δυο μπουζούκια (Χιώτης και Μπαγιαντέρας), κιθάρα και μπαγλαμά.
- Το «Όμορφη Σμυρνιά» (1938;), με το ανεπανάληπτο ντουέτο Στράτος - Στελλάκης.
Όλα τους τραγουδάρες, το ένα καλύτερο από το άλλο.
Έτσι, ο Μπαγιαντέρας, με την αξία του γίνεται ένα από τα επίλεκτα μέλη της «κλασικής σχολής του ρεμπέτικου», δηλαδή της μεγάλης πειραιώτικης οικογένειας των κλασικών ρεμπετών, που περιλαμβάνει τους προπολεμικούς δημιουργούς, οργανοπαίκτες και τραγουδιστές Μ. Βαμβακάρη, Γ. Μπάτη, Α. Δελιά, Σ. Παγιουμτζή, Σ. Κερομύτη, Απ. Χατζηχρήστο, Γ. Παπαϊωάννου και Μ. Γενίτσαρη. Από κοντά και τους Β. Τσιτσάνη και Μ. Χιώτη.

Στο πάλκο ανεβαίνει το 1935, με τους φίλους του Στράτο Παγιουμτζή και Στέλιο Κερομύτη και στη συνέχεια παίζει με διάφορα ρεμπέτικα σχήματα μέχρι τον Ιούνη του 1941. Δυστυχώς, δύο μήνες μετά την είσοδο των Γερμανών τον Απρίλη του 1941, και ενώ έπαιζε μαζί με τον Γιάννη Σταμούλη (Μπιρ-Αλλάχ) πάνω στο πάλκο του κέντρου διασκέδασης «Πειραιεύς» στο Μαρούσι, που ανήκε στον αδελφό του Μιχάλη Δασκαλάκη, έχασε το φως του. Τυφλώθηκε από ένα γρήγορα εξελισσόμενο γλαύκωμα, που είχε εμφανιστεί μόλις πριν από λίγο καιρό. Από τότε, παρέμεινε τυφλός μέχρι το θάνατό του.
Ο ίδιος αφηγείται περιγράφοντας πώς έχασε το φως του: «Δούλευα στου "Δασκαλάκη", στο Μαρούσι. Τότε το μεροκάματο ήταν πολύ μικρό και δεν έπρεπε να χάνουμε ούτε μία μέρα. Τα μάτια μου πονούσαν συνεχώς. Ήξερα ότι είχα γλαύκωμα. Έτσι, μια μέρα, εκεί που έπαιζα ένα από τα γνωστά μου τραγούδια, αισθάνθηκα ότι χανόταν το κάθε τι από μπροστά μου. Δεν μπορούσα να κάνω πια τίποτα. Το μοιραίο είχε έλθει. Από κει και έπειτα άρχισε η περιφρόνηση από πολλούς. Δεν μπορούσαν να βασιστούν πια σε μένα. Έκανα το παν τότε για να τους αποδείξω το τι αξίζω. Δημιούργησα τις μεγαλύτερές μου επιτυχίες εκείνη την εποχή που τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται ακόμη. Άρχισαν τότε αυτοί που με περιφρόνησαν να με φροντίζουν κάπως και να με πλησιάζουν, ποντάροντας, όπως καταλάβαινα, στα τραγούδια μου. Δεν έπαψα ποτέ να παίζω μπουζούκι και κιθάρα, παρ' ότι είχα χάσει το φως μου. Αλλά ήρθε μετά η Κατοχή».

Ο Μπαγιαντέρας, ως μέλος οικογένειας με προοδευτική πολιτική τοποθέτηση, ήταν παντρεμένος με την καπνεργάτρια Δέσποινα Αραμπατζόγλου, μικρασιατικής καταγωγής, στο όνομα της οποίας πέρασε τα δικαιώματα αρκετών τραγουδιών του ως στιχουργός (λέγεται, πάντως, πως στην πραγματικότητα, η ίδια η γυναίκα του έγραψε τους στίχους των περισσότερων τραγουδιών του). Δουλευτής και ο ίδιος για χρόνια στο λιμάνι του Πειραιά, ζυμωμένος και ταυτισμένος με την εργατική τάξη, έδειχνε έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Λόγω του ότι είχε σπουδάσει ηλεκτρολογία και για τα δεδομένα της εποχής του ήταν αρκετά μορφωμένος, ενδιαφέρθηκε για την ποίηση και το διάβασμα και έκανε διαφωτιστικές ομιλίες σε άλλους εργάτες, πάνω σε ιδεολογικά θέματα. Διαβάζοντας εφημερίδες και περιοδικά της εποχής εκείνης, ενδυνάμωσε το ενδιαφέρον του για τα πολιτικά θέματα, αύξησε την κοινωνική του ευαισθησία και σταθεροποίησε γρήγορα τις πολιτικές του πεποιθήσεις, που τον τοποθετούσαν στις τάξεις της Αριστεράς.

Κοντόσωμος, αλλά εύρωστος, χειροδύναμος και αθλητικός τύπος (νεώτερος αγωνίστηκε αρκετά ως παλαιστής της ελεύθερης και της ελληνορωμαϊκής πάλης), ήταν πραγματικός μάγκας, κύριος σε όλα του και ατρόμητος στην ψυχή, σωστό παλικάρι. Είχε μικρό μπόϊ, αλλά μεγάλη καρδιά και ακολουθούσε πιστά το «Νους υγιής εν σώματι υγιή». Ήταν σκληρό καρύδι στα νιάτα του και όπως έλεγαν αυτοί που τον γνώρισαν «όσο μπόϊ του έλειπε τόση καρδιά είχε». Στη ζωή του δεν πείραξε κανένα, αλλά και δεν επέτρεψε να τον πειράξει κανείς. Μέχρι το τέλος της ζωής του, κάθε πρωΐ έκανε γυμναστική και πλενότανε με κρύο νερό στην αυλή του σπιτιού του.
Ωστόσο, η ζωή και η προσωπικότητά του παρουσίαζε κάποιες αντιφάσεις, που τον επηρέασαν αρκετά. Σαν άτομο, είχε περιθωριακές τάσεις και ροπές (σε νεαρή ηλικία ήταν χρήστης ναρκωτικών), αλλά παράλληλα -και εκ διαμέτρου αντίθετα- είχε και έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Έτσι, τις αντιθέσεις του αυτές, προσπαθούσε να τις αποβάλει. Με μεγάλη προσπάθεια και με τη στήριξη της μητέρας του, κατορθώνει τελικά και αποτοξινώνεται για πάντα.
Λίγο πριν από τον πόλεμο, ο Μπαγιαντέρας, γίνεται μέλος του ΚΚΕ, επισημοποιώντας την αριστερή πολιτική του τοποθέτηση.

Παίρνει μέρος στον Αλβανικό πόλεμο του 1940-41 και γύρω στα Χριστούγεννα του 1940 βγάζει τον πρώτο του θεματικό δίσκο με τα πολεμικά τραγούδια «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι (Συντροφιά έχω τη λόγχη)» και «Στης Πίνδου τα βουνά (Ψηλά βουνά κι' απάτητα)», δείχνοντας διάθεση ολόψυχης συμμετοχής στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών.