Leonard Cohen: The Stranger Song
GLI EXTRA DELLE CCG / AWS EXTRAS / LES EXTRAS DES CCGLa versione greca di Riccardo Venturi - 27 giugno 2009 | |
PIOSENKA OBCEGO Wszyscy mężczyźni znani ci To byli gracze, którzy gry Wyrzekli się, gdy dałaś im schronienie Ja mężczyzn takich dobrze znam I wiem, jak ciężko przy nich trwać Sięgając nieba idą na stracenie Dżokery zmieciesz po nim i Stwierdzisz, że nie zostawił ci Niczego, nawet śmiechu czy piosenki Jak każdy szuler szukał kart Tak mocnych, by nie mówić pas On był jak Józef w drodze do stajenki Przy oknie stojąc powie ci Że wszystkich go pozbawiasz sił Miłością swą, schronieniem oraz troską Wyjmując stary rozkład jazd Mruknie: mówiłem ci nie raz Mówiłem od początku, jestem obcy Lecz już kolejny obcy chce Byś traktowała jego sen Tak jakby to nie było jego brzemię Widziałaś go już kiedyś wszak On złote ręce miał do kart Nim rdza od łokci przeżarła je po dłonie I chciałby grę zamienić na schronienie On chciałby grę zamienić na schronienie Zmęczonych mężczyzn dosyć masz Gestów mówiących, że już czas Na zawsze skończyć z Świętą Grą w Pokera I gdy zasypia mówiąc tak Nad jego głową widzisz znak Dym gęsty w kształcie drogi tam się zbiera Zapraszasz go, by wszedł i siadł Lecz czujesz, że coś jest nie tak Otwarte drzwi nie dają już schronienia Wchodzisz więc na drogę tę I coś ci mówi: nie bój się Ty jesteś obca, właśnie ty, kochanie Czekałem i wierzyłem w cud Że spotkam ciebie właśnie tu Na tym peronie, nim odejdzie pociąg Chyba już nadszedł czas, by wsiąść Lecz plan był inny, uwierz, to Tak jakoś samo wyszło, daję słowo On mówi, ale nie znasz jego myśli Gdy mówi, nie dbasz już, co ma na myśli Spotkajmy znów jutro się Na brzegu rzeki, tam gdzie wiesz Nad rzeką pod kamiennym przęsłem mostu To rzekłszy do wagonu wsiadł Który schronieniem mu się stał Pojęłaś wreszcie - nigdy nie był obcy I mówisz: dobrze, jeśli chcesz, pod mostem Lub równie dobrze w jakimś innym miejscu Przy oknie stojąc powie ci Że wszystkich go pozbawiasz sił Miłością swą, schronieniem oraz troską Wyjmując stary rozkład jazd Mruknie: mówiłem ci nie raz Mówiłem od początku, jestem obcy. | ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ Σίγουρα, όλοι οι άντρες που τους γνώρισες ήταν παίχτες που λέγανε ότι θα τελείωναν να παίζουν καθε φορά που τους έδινες καταφύγιο. Τον γνωρίζω αυτόν τον τύπο ανθρώπων, δύσκολο να κρατάεις τα χέρια κάποιου που τα σηκώνει ψηλά μόνο για να παραδωθεί, που τα σηκώνει ψηλά μόνο για να παραδωθεί. Μετά, μαζεύοντας όλα τα μπαλαντέρ που ξέχασε βλέπεις πως δε σου άφησε πολύ, ούτ'ένα γέλιο. Καθότι καλός παίχτης ζητούσε ένα χαρτί τόσο ψηλό ώστ' είναι καλό γιά κάθε παίξιμο, ώστε να μη πρέπει να μην παίξεις άλλο ποτέ πια· ήταν μόνο άλλος Ιωσήφ που 'ψαχνε μια φάτνη, ήταν μόνι άλλος Ιωσήφ που 'ψαχνε μια φάτνη. Κι έπειτα, ξεπροβάλλοντας στο περβάζι σου θα σου πει μια μέρα πως τον έχεις αδυνατίσει με την αγάπη σου, τη θέρμη σου, το καταφύγιο. Και θα τραβήξει από το πορτοφόλι του ένα παλιό σιδηροδρομικό ωράριο και θα σου πει· σου το είπα αυτό όταν ήρθα πως είμαι ξένος, σου το είπα αυτό όταν ήρθα πως είμαι ξένος. Μα τώρα φαίνεται ότι αλλος ξένος θέλει να αγνοείς τα όνειρα του σαν να έφερε το βάρος κάποιου άλλου. Τον έχεις δει κιόλας, αυτόν τον άντρα που μοίραζε τα χαρτιά με το χρυσό του μπράτσο τώρα σκουριασμένο από τ'αγκώνα ως τα δάχτυλα, θέλει ν'αλλάξει το χέρι του με καταφύγιο, θέλει ν'αλλάξει το χέρι του με καταφύγιο. Και μισάς να δεις άλλον κουρασμένον άντρα που βάζει κάτω τα χαρτιά του σαν να παρατήσει το ιερό παιχνίδι του πόκερ. Κι όταν λέει στ'όνειρά του να πάν' να κοιμηθούνε βλέπεις πως υπάρχει μιας λογής αυτοκινητόδρομος που ξετυλίγεται σαν καπνός πάνω στον ώμο του κι έξαφνα αισθάνεσαι λίγο γερασμένη. Και του λέεις ας μπει και ας καθίσει μα υπάρχει κάτι που σε κάνει να γυρίσεις, η πόρτα είναι ανοιχτή, δε μπορείς να κλείσεις το καταφύγιο. Τότε δοκιμάζεις με το πόμολο της είσοδου, και ανοίγει, μη φοβάσαι, κι είσαι συ, αγάπη μου, που 'σαι η ξένη, κι είσαι συ, αγάπη μου, που 'σαι η ξένη. Καλά, σε περίμενα, ήταν σίγουρος ότι θα συναντιόμαστε μες στα τρένα που τα περιμέναμε, θαρρώ πως είναι καιρός ν'ανέβουμε σ'ένα άλλο. Κατάλαβες, δεν έχω κατάσχει ποτέ κανένα μυστικό χάρτη για να μπω στην καρδιά των πραγμάτων· κι όταν μιλάει έτσι, δε ξέρεις τι ζητάει, κι αδιαφορείς ο,τι ζητάει. Ας συναντηθούμε αύριο, αν θέλεις στο περιγιάλι, κάτω απ'τη γέφυρα που τη χτίζουν πάνω σε κάποιον άπειρο ποταμό. 'Υστερα αφήνει την τροχιά για τη θέρμη ενός βαγκόν-λι και κατάλαβες πως διαφημίζει μόνο άλλο καταφύγιο, και κατάλαβες πως δεν είχε υπάρξει ξένος ποτέ, λαι λέεις, Εντάξει, στη γέφυρα ή άλλοτε, ύστερα. Και ξεπροβάλλοντας στο περβάζι σου θα σου πει μια μέρα πως τον έχεις αδυνατίσει με την αγάπη σου, τη θέρμη σου, το καταφύγιο. Και θα τραβήξει από το πορτοφόλι του ένα παλιό σιδηροδρομικό ωράριο και θα σου πει· σου το είπα αυτό όταν ήρθα πως είμαι ξένος, σου το είπα αυτό όταν ήρθα πως είμαι ξένος. |