Τον πλούσιο Γιώργη ήβρηκα [Ο Πλουσιογιώργης]
anonimo
Ο Πλουσιογιώργης: La versione completa. | |
TROVAI IL RICCO GIORGIS | Ο ΠΛΟΥΣΙΟΓΙΩΡΓΗΣ |
Trovai il ricco Giorgis sui monti che dormiva per coperta aveva il vento e per giaciglio il pietrisco e la sua spada d'argento gli faceva da bel guanciale. Mi avvicino e lo sveglio, gli dico, “Salve, Giorgis che ci giri, Giorgis, qua in questa pietraia deserta?” “Abbiam perso le nostre ricchezze e son venuto a cercarle e c'è burrasca sui monti e bruma sulle pendici. E io cammino triste triste e in preda all'afflizione.” | Τον Πλουσιογιώργη ηύρηκα στα όρη κι εκοιμάτο, κι είχε τ`αέρι πάπλωμα και τα χαλίκια στρώμα, και τ`αργυρόν του το σπαθί ώριο προσκεφαλάδι. Και Σφακιανοί περνούσανε και Σφακιανοί του λέσι: «Γιώργη, κι είντα γυρές επά, Γιώργη κι είντα νοδεύγεις, είντα γυρεύεις εδεπά κι έναι βαρά η καρδιά σου;». «Τα στείρα μας εχάσαμε κι ήρθα να τα γυρεύγω, κι εγύρεψα τα βορινά και νοτικά δεν τα `βρα, κι έπιασ`αντάρα στα βουνά και καταχνιά στσι ρίζες, και περπατώ θλιφτά θλιφτά και παραπονεμένα». «Είς του Βαρσάμου το νερό απού `ν` το δεντρουλάκι, εις το σκιανιό του δεντρουλιού στέκ` ένα κουραδάκι. Έδε κουράδι στρογγυλό κι έδε μπροστάρους τς` έχει! Σείσε, κουρνέ, το τσάφαρο, κι εσύ, χελιέ, το λέρι». |