Lingua   

Η Κυρά των Αμπελιών

Yannis Ritsos / Γιάννης Ρίτσος
Pagina della canzone con tutte le versioni


OriginaleVersione italiana di Gian Piero Testa
Η ΚΥΡΆ ΤΩΝ ΑΜΠΕΛΙΏΝ

1) Κυρά των αμπελιών
(Κώστας Καμένος, Σάνια Κρυστάλη)

Κυρά των Αμπελιών, που σ´είδαμε
πίσω απ´το δίχτυ του πευκόδασου
να συγυρίζεις με το χάραμα τα σπίτια
των αητών και των τσοπάνων,
πάνου στη φούστα σου ο αυγερινός διάνευε
τους πλατιούς ίσκιους των κληματόφυλλων
δυο αγοροξυπνημένες μέλισσες
κρεμόντανε στ´αυτιά σου σκουλαρίκια


2) Κόκκινη κλωστή
(Κώστας Καμένος, Σάνια Κρυστάλη)

Περνάει, περνάει, γυρνάει ο καιρός -
ροδάνι, κόκκινη κλωστή δεμένη
ροδάνι, κόκκινη κλωστή.

και εμείς κυρά μου από ντουφέκι
σε φλογέρα, κύκλο κύκλο,
σκαλίζουμε τσαμπιά σταφύλια
στου αμπελιού τα ξερά κούτσουρα.

Περνάει, περνάει, γυρνάει ο καιρός -
ροδάνι, κόκκινη κλωστή δεμένη
ροδάνι, κόκκινη κλωστή.

Σκαλίζουμε το μπόι σου στα κυπαρίσσια
και το σύγνεφο γίνεται σεντούκι με φλουριά
και τα κυπαρισσόμηλα κεράσια.

Κι εσύ κυρά με το νωπό στάχυ του αποσπερίτη
μες στο χέρι σου βλογάς την ερημιά του κάμπου
και τις πετρωμένες βρύσες.


3) Αχ συννεφάκι
(Κώστας Καμένος, Ελένη Βιτάλη)

Αχ συγνεφάκι από γυαλί και σήμαντρο από σύγνεφο
νταγκ - νταγκ στα κορφοβούνια οι αλιφασκιές
νταγκ - νταγκ οι αλιφασκιές κ´οι πετροκότσυφοι

μπαίνουνε τα καράβια στη στεριά με εξήντα φλόκους όνειρα
μπαίνουν τα πρόβατα και τ’άλογα στη θάλασσα
κ´ η θάλασσα ανεβαίνει στ’άσπρα λιακωτά
να λιάσει τα σεντόνια της.

Αχ συγνεφάκι από γυαλί και σήμαντρο από σύγνεφο.

Γεια και χαρά σου ομορφονιά
που δένεις όλο το ντουνιά
μες στις χοντρές πλεξούδες σου.

νταγκ - νταγκ στα κορφοβούνια οι αλιφασκιές
νταγκ - νταγκ οι αλιφασκιές κ´οι πετροκότσυφοι

Απάνου στην προβιά του χορταριού
νταγκ - νταγκ τα κουδουνάκια
μες στο πηχτό γαλάζιο γάλα του γιαλού
τα κίτρινα κουμπιά της πούλιας


4) Μηλίτσα
(Κώστας Καμένος, Σάνια Κρυστάλη)

Κυρά, Κυρά, θαλασσινή και στεριανή
με τα λουλουδιασμένα μάγουλα
σφίγγοντας μες στον μπούστο σου
την κάψα του Αλωνάρη
ένα καράβι - μικροκάραβο
πότε σαν Παναγιά Αιγιοπελαγίτισσα
ντυμένη μ’ένα δίχτυ
να κουβαλάς το σούρπωμα στην κεφαλή σου
το πανέρι με τα ψάρια

Μηλί βαϊ βαϊ μηλί - μηλίτσα της ανηφοριάς
πως σου τριαντιαφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης;

Σπανε τα ρόδια στη ροδιά και πεφτουν γέλια στο ποτάμι,
με κουκουναρια κυνηγιουνται οι κορασιες στο περιγιάλι
κι - αχ ο δραγάτης δε βαστά τέτοιο πουλί στον κόρφο του
κι - αχ δε βαστάνε οι βιολιτζήδες τ’αμπελιόυ [τόσο ουρανό] μες στα βιολία τους

Μηλί βαϊ βαϊ μηλί - μηλίτσα της ανηφοριάς
πως σου τριαντιαφυλλίσανε τα μήλα της αγάπης;


5) Ο αγιωγιάτης
(Ελένη Βιτάλη)

Καλέ αγωγιάτη πούβαλες
παπούτσια πλατανόφλουδο
που φόρεσες μαντήλι στο λαιμό
της νεραντζιάς τον ίσκιο.

Σφύρα το, σφύρα στ´ αψηλά
ν’ ανοίξουν όλα τα παράθυρα
του Θεόφιλου.

Καλέ αγωγιάτη πώς βαστάς
το χνούδι του καλοκαιριού
να γαργαλάει τ’ αυτί σου;


6) Όστριας και Τραμουντάνας
(Κώστας Καμένος)

Όστριας και Τραμουντάνας, θαλασσόλυκοι
με το πηγμένο αλάτι στα μουστάκια τους
σε σκάλισαν καλή Κυρά σε πλώρη Βατικιώτικη
ξεχτένιστη γοργόνα

μαντίλια στον πουνέντε της Μονοβασιάς
σου γνέψανε το ξεπροβόδισμα,
νησιώτισσες με κανελογαρίφαλα
σου γράψαν τ’ όνομά σου
στα μηλοροδάκινα του Κλείδωνα
στης Καθαροδευτέρας την λαγάνα
σε κεντήσαν σε μυρτόκλωνο.


7) Μιλιά μιλιά
(Κώστας Καμένος, Σάνια Κρυστάλη)

Μιλιά. Μιλιά. Διπλές - τριπλές αμπάρες
φράξανε τ’ αμπέλια μας.
Κλείσε το στόμα σου, Κυρά, [καλέ Κυρά]
κλείσε και το παράθυρο του αποσπερίτη [καλέ Κυρά].

Κάτω απ’ τη μαύρη σου ποδιά
σφίξε τα δώδεκα κλειδιά της νύχτας [καλέ Κυρά],
Έξω απ’ την πόρτα μας
περνάν οι σιδερόφραχτοι.


8) Οι σιδερόφραχτοι
(Κώστας Καμένος)

Περνάν, περνάν οι σιδερόφραχτοι
το μαύρο πόδι, μαύρο πάτημα,

μαύρα λεβέτια κουβαλάν
να βάψουν μαύρα τα περβόλια μας
μαύρο να βάψουν το νερό,
και το καρβέλι μαύρο.

Περνάν, περνάν οι σιδερόφραχτοι
το μαύρο πόδι, μαύρο πάτημα.

Φεγγάρι παγωμένο
σα σπασμένη ρόδα του αραμπά στο δρόμο απ’ έξω,
το αλέτρι, γκόλφι στην καρδιά του κάμπου, απίστομο,
η αξίνα προσευχή στην ξώπορτα,
και το χωράφι απ’ το δρεπάνι κρεμασμένο.

Τώρα διπλώνει την καρδιά ο παππούς
όπως διπλώνει στην πετσέτα το ψωμί μετά το δείπνο
κι όπως διπλώνει ο κυνηγός τα μπαρουτόσκαγα.

Περνάν, περνάν οι σιδερόφραχτοι
το μαύρο πόδι, μαύρο πάτημα.


9) Μηδ´ ο στερνός και ο πρώτος
(Κώστας Καμένος)

Μια Κυριακή στην ντάπια του νησιού
βαρέσαν τα κανόνια
και μπήκε η προσφυγιά η αλμυροπώτιστη
κάτου απ’ του κόρακα τον ίσκιο.

Κλείσε κυρά τα παραθύρια.
Καβαντζάρει ο άνεμος της νύχτας.
Μπαίνει [Κυρά] απ’ τη χαραμάδα η παγωνιά
κι αχνίζει τον καθρέφτη.

Δάγκωσ’ τα χείλια σου, Κυρά,
μην ακουστεί το σκούσμα.
Συνδαύλα την φωτιά [Κυρά] -
μήδε ο στερνός κι ο πρώτος.

Σπίθα τη σπίθα η αστραπή
φωτίζει τα μπακίρια [στο πατάρι]
κι από μακρά μουγγό - μουγγό,
κορφή - κορφή το μέγα μπουμπουνίδι.


10) Τούτο δεν είναι πόλεμος
(Κώστας Καμένος, Σάνια Κρυστάλη)

Εδώ τα δέντρα μάχονται μαζί με τους ανέμους
εδώ βρυχιούνται τα βουνά και τα χοντρά κοτρώνια
τ’αστέρια βόλια σφεντονάν και το φεγγάρι μπάλες
κι ολημερίς κι ολονυχτίς μες στου ήλιου το καζάνι
μαύρο κατράμι κοχλακά για των οχτρών τ’ασκέρια.

Εχ, τι λαγούτα και βιολία και κλέφτικα νταούλια,
οι πίπιζες του πλάτανου, του πεύκου τα σαντούρια -

Τούτο δεν είναι πόλεμος τούτο δεν είναι αμάχη
τούτο είναι μέρα των Φωτώ τούτο είναι χοροστάσι
τ ’Αη - Θυμαριού η ανάσταση, τ’Αη - ’Ελατου το γλέντι.

Στραφτοκοπάν στον άνεμο τα χρυσοπετραχήλια
γιορτάζουν τα καμπαναρία με τις χρυσές καμπάνες
οι άσπροι σταυροί των φλάμπουριων φωτάν τα μεσονύχτια
κι αγγέλοι από γυαλί και φως μ’ολάνοιχτες φτερούγες
φωτάνε τα ελατόδασα και τ’αϊτομονοπάτια.


11) Νάτη η αυγή
(Κώστας Καμένος, Σάνια Κρυστάλη)

Παν,, παν, τραβάνε [παν παν τραβάνε]
σκουντουφλάν κουτσαίνοντας οι χάροι.
Παν, παν, τραβάνε παν παν οι σιδερόφραχτοι
με τις σπασμένες πόρτες, τους σπασμένους τους σταυρούς,
με τους σπασμένους μήνες
κι η κοκκινόμαυρη φωτιά τους παίρνει το κατόπι
κ´οι σκοτομένοι τους σφαλάν με κόκκαλα την στράτα.

Πίσω καπνίζουν τα χωριά κι οι πολιτείες μουγκρίζουν
και πίσω απ’ τα κατάμαυρα της πυρκαγιάς ντουβάρια
και πίσω από καπνών σταυρούς κι από σπαθιών γεφύρια
νάτη η αυγή τινάζοντας τον ήλιο, τον ήλιο της παντιέρα -
η σάλπιγγα της λευτεριάς και τάστραμμα του δίκιου.
LA SIGNORA DELLE VIGNE


1) SIGNORA DELLE VIGNE
(Kostas Kamenos)

Signora delle vigne, che ti vedemmo
dietro l'intrico della pineta
rassettare all'alba le dimore
delle aquile e dei pastori,
sulla tua veste la stella del mattino
ammiccava alle ombre larghe della pergola,
come buccole due api birichine
pendevano dalle tue orecchie.


2) FILO ROSSO
(Kostas Kamenos, Sania Kristali)

Passa, passa - ritorna il tempo -
aspo che avvolge un filo rosso
aspo di filo rosso.

E noi, Signora mia, in vicenda,
dal fucile al flauto
intagliamo graspi e grappoli
sui fusti secchi delle viti.

Passa, passa - ritorna il tempo -
aspo che avvolge un filo rosso
aspo di filo rosso.

Ti scolpiamo tutta quanta sui cipressi
e la nube si fa scrigno di monete
e ciliegie le pigne del cipresso.

E tu, Signora, con in mano
d'Espero il fresco stelo
benedici la solitudine del campo
e le sorgenti inaridite.


3) AH NUVOLETTA
(Kostas Kamenos, Eleni Vitali)

Ah, nuvoletta di vetro e simandro (1) di nuvola,
dan dan dan sulle cime dei monti le salvie,
dan dan dan le salvie e i merli,

penetrano i velieri in terraferma con sessanta fiocchi di sogni,
entrano le pecore e i cavalli nel mare,
e il mare ascende sulle terrazze bianche
a stendere le sue lenzuola.

Ah, nuvoletta di vetro e simandro di nuvola.

Salute e gioia a te bellezza
che avvinci tutto il quartiere
con le tue folte trecce

Dan dan dan sulle cime dei monti le salvie,
dan dan dan le salvie e i merli.

Sopra il mantello dell'erba
dan dan dan le campanelle
nel denso latte azzurro della riva
e i gialli bottoni delle Pleiadi.


4) "MILITSA" (2)
(Kostas Kamenos, Sania Kristali)

Signora, Signora della terra e del mare
dalle fiorenti guance
ora serrando nel tuo corpetto
del Luglio l'ardore
[ora portando nel tuo grembiule]
una nave una navicella
ora, Madonna dei Naviganti
vestita di una rete,
sul capo reggi il cercine
con un paniere del pescato.

"Milì vai vai milì", piccolo melo sul declivio
come di rose ti han vestito i pomi dell'amore?

Si fendono i frutti sul melograno e come risa ricadono nel fiume,
sulla proda si danno la caccia con le pigne le ragazze
e ahi il gendarme non regge simile uccello sul suo petto
e ahi non reggono [tanto cielo] nei violini i violinisti della vigna.

"Milì vai vai milì", piccolo melo sul declivio
come di rose ti han vestito i pomi dell'amore?


5) IL CARRADORE
(Eleni Vitali)

Buon carradore che come scarpe
corteccia di platano mettesti
che al collo portasti a fazzoletto
l'ombra del bergamotto.

Fischia, fischia acuto
che di Teofilo (3) si aprano
tutte le finestre.

Buon carradore come sopporti
che il velluto dell'estate
vellichi il tuo orecchio?


6) AUSTRO E TRAMONTANA
(Kostas Kamenos)

Austro e Tramontana, lupi di mare
con il sale spruzzato sopra i baffi,
in prua, Signora buona, ti scolpirono
una Sirena arruffata della Vatika (4).
Fazzoletti al Ponente di Monemvasia
scortarono il tuo corteggio
isolane con cannella e chiodi di garofano
scrissero per te il tuo nome
sulle peschenoci di Klidone,
sul pane al sesamo del Lunedì Santo
con un serto di mirto ti ricamarono.


7) TACI. TACI
(Kostas Kamenos, Sania Kristali)

Taci. Taci. - Doppie triple serrature
hanno serrato le nostre vigne.
Chiudi la tua bocca, Signora , [Signora buona,]
e di Espero chiudi la finestra [, Signora buona].
Le dodici chiavi della notte stringi sotto la tua sottana nera, Signora buona.
Fuori della nostra porta
passano gli uomini di ferro.


8) GLI UOMINI DI FERRO
(Kostas Kamenos)

Passano, passano gli uomini di ferro -
nero il piede, nero il passo.

Reggono lebéti neri
per tingere di nero i giardini nostri
per tingere di nero l'acqua, e di nero la pagnotta.

Passano passano gli uomini di ferro
nero il piede, nero il passo.

Una luna di ghiaccio
come la ruota spezzata di un carretto fuori strada,
l'aratro arrovesciato come un pendaglio nel cuore del campo.
Il piccone alla porta d'ingresso come un'invocazione
e il campo piantato in asso dalla falce.
Ora il nonno ripone il cuore
come dopo il desinare ripone il pane nel tovagliolo
e come il cacciatore ripone le cartucce.

Passano passano gli uomini di ferro
nero il piede, nero il passo.

9) NE' L'ULTIMO NE' IL PRIMO
(Kostas Kamenos)

Sugli spalti dell'isola una Domenica
batterono i cannoni
e i fuggitivi intrisi di salsedine
del corvo entrarono sotto l'ombra

Chiudi, Signora, la finestra
doppia il capo il vento della notte
dallo spiraglio s'insinua, Signora, il gelo
e lo specchio appanna

Morditi le labbra, Signora
che l'urlo non si oda.
Attizza il fuoco - l'ultimo non è né il primo.

Di bagliore in bagliore la folgore accende il rame sul ripiano
e di vetta in vetta il grande e sordo brontolio del tuono di lontano.

10) QUESTA NON E' GUERRA
(Kostas Kamenos, Sania Kristali)

Qui gli alberi combattono con i venti
qui ruggiscono le montagne e i macigni grevi
scagliano le stelle palle e la luna cannonate
e giorno e notte nella caldaia del sole
nero catrame bolle per la schiera dei nemici.

Ah che liuto e che violini e che timpani di clefti (5)
le zampogne del platano, i sanduri del pino.
Questa non è guerra questo non è rancore
questo è un Giorno delle Luci (6) questo è un posto per ballare
la resurrezione di San Timo, la festa di Sant'Abete.

Riverberano al vento le pianete d'oro
fan festa i campanili con campane d'oro
dei labari le bianche croci brillano a mezzanotte
e angeli di vetro e luce con le ali spalancate
illuminano le abetaie e i sentieri delle aquile.


11) ECCO L'ALBA
(Kostas Kamenos, Sania Kristali)

Se ne vanno (7), se ne vanno, arrancano - se ne vanno, arrancano
incespicano zoppicando i Caronti.
Se ne vanno, se ne vanno, arrancano - se ne vanno gli uomini di ferro
con le loro porte infrante, le croci loro spezzate
con i mesi spezzati
e il loro fuoco nero e rosso è al termine
e le ossa degli uccisi gli sbarrano la strada.

Dietro di loro fumano i villaggi e gemono le città
e dietro a muri anneriti dall'incendio
e dietro alle croci di fumo e ai ponti di spade
ecco l'alba che agita il sole della bandiera -
la tromba della libertà e la folgore del diritto.


Pagina della canzone con tutte le versioni

Pagina principale CCG


hosted by inventati.org