Μιλώ
Andonis Kaloyannis / Aντώνης ΚαλογιάννηςOriginal | Traduzione francese di Michel Volkovitch da “Anthologie de la... |
ΜΙΛΏ Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων. Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους. | JE PARLE Je parle du dernier clairon sonnant chez les soldats vaincus Des derniers lambeaux de nos habits de fête De nos enfants dans la rue vendant des cigarettes Je parle des fleurs fanées que la pluie pourrit sur les tombes Des maisons sans vitres béantes comme des crânes édentés Des filles qui mendient montrant les plaies de leurs seins Je parle des mères traînant pieds nus dans les décombres Des villes incendiées des cadavres entassés dans les rues Des poètes souteneurs tremblant la nuit aux portes des maisons Je parle des nuits sans fin quand la lumière faiblit à l'aube Des camions lourds des pas sur les dalles mouillées Des cours devant les prisons des larmes des condamnés. Mais surtout je parle des pêcheurs Qui laissant leurs filets Le suivirent Et quand Il fut lassé jamais ne s'arrêtèrent Et quand Il les trahit jamais ne le renièrent Et quand lui vint la gloire détournèrent les yeux Et, crucifiés, sous les crachats des camarades Partent sereins sur la route sans fin Sans que jamais fléchisse leur regard Debout et seuls dans le désert terrible de la foule. |