Für Mikis Theodorakis
Franz-Josef DegenhardtOriginale | Versione greca di Gian Piero Testa |
FÜR MIKIS THEODORAKIS Da sind sie, die Konzern- und Landbesitzer, Generäle, Popen, Panzer, die bekannte Kumpanei. Immer wieder wollen sie die Zeit aufhalten in Athen und Kapstadt; Bogota, Berlin und Quang Ngai. Ihre greisen, kalten Hände suchen jedes heiße Herz, Theodorakis, und du weißt, wie kalt sie sind. Doch wir wissen auch, daß sie zu kalt sind, daß sie viel zu alt sind, daß sie tot sind dann, wenn unser Tag beginnt. Jener Tag, an dem die Sonne tanzt. Roter Tag der Freiheit in Athen. Jener Tag, an dem wir auf den Straßen tanzen und uns wiedersehn. Die Feinde dieser Parasiten - es sind deine Freunde. Sie sind zahlreich und sie leben überall. Deine Lieder sind auf ihrem langen Marsch die kurze Rast in einem quellenkühlen Tal. Darum hassen sie die Lieder, unsere Feinde. Ihre wurmstichigen Ohren trifft dein Name wie ein Schlag. Und im Bellen ihrer Stimmen, in den kurzsichtigen Augen ist die Angst vor jenem Tag, Jener Tag, an dem die Sonne tanzt. Roter Tag der Freiheit in Athen. Jener Tag, an dem wir auf den Straßen tanzen und uns wiedersehn. Und sie frieren in den weißen Häusern, diese alten Männer. Ihre tausendfache Angst wird tausendfach bewacht. Wie ihr großer weißer Vater, dieser Völkermörder Johnson, löschen sie das Licht nicht mehr bei Nacht. Denn sie wissen, die die auf morgen warten, sie sind überall und sie sind wach. Seht! die Nacht geht schon zu Ende. Ihre Sterne, sie verlöschen. Bald beginnt der Tag. Jener Tag, an dem die Sonne tanzt. Roter Tag der Freiheit in Athen. Jener Tag, an dem wir auf den Straßen tanzen und uns wiedersehn. | ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ Νά τους! Βιομηχανικούς και μεγαλοκτηματιάδες, στρατηγούς με άρματα, παπάδες, ολόχληρη την περίφημη συνάφη. 'Οπως πάντα, θένε ο χρόνος να σταματήσει στην Αθήνα, στο Κέιπ Τάουν, στην Μπογκοτά, στο Βερολίνο και στο Κουάγκ Νγκάι. Τα χέρια τους, παλιά και κρύα, ψάχνουν κάθε ζεστή καρδιά, Θεοδωράκη, κι εσύ το’μαθες καλά πόσο είναι κρύα, μα θα’ναι πεθαμένα άμα χαράξει η μέρα μας. Εκείνη η ημέρα σαν θα χορέψει ὁ ήλιος. Κόκκινη μέρα της Λευτεριάς στην Αθήνα. Εκείνη η ημέρα σαν κι εμείς θα χορέψουμε μεσ’στους δρόμους και πάλι θα ειδωθούμε. Οι εχθροί αυτών των χαραμοφαήδων, τούτοι είναι οἱ φίλοι σου, κι είναι αμέτρητοι κι υπάρχουνε παντού. Τα τραγούδια σου, στην μακρυνή πορεία τους είναι σύντομη στάση μεσ’σε κοιλάδα με δροσερές πηγές. Για αυτό μισούν τα τραγούδια, οι εχθροί μας. Τα αυτιά τους, που τα γεμίζουν τα σκουλήκια, σαν καστούχι τα δέρνει τ’όνομά σου. Και στις φωνές τους, ἅμα γαβγίζουν, και μεσ’στα μάτια τους τα μιωπικά φαίνεται ὁ άγχος για την ημέρα κείνη που πλησιάζει. Εκείνη η ημέρα σαν θα χορέψει ὁ ήλιος. Κόκκινη μέρα της Λευτεριάς στην Αθήνα. Εκείνη η ημέρα, σαν κι εμείς θα χορέψουμε μεσ’στους δρόμους και πάλι θα ειδωθούμε. Και παγώνουν μεσ’στ’άσπρα τους παλάτια εκείνοι οι γέροντες. Ο άγχος τους χιλιοπολλαπλασιασμένος χίλιες φορές κρατιέται. Σαν τον μεγάλον λευκόν πατέρα τους, τον γενοκτόνον Τζόνσον, τη νύχτα ποτέ δεν σβήνουν τα πολύφωτα, διότι καλά τὸ ξέρουν πως αυτοί που περιμένουν το χάραμα ζούνε παντού και πάντα σ’αγρύπνια. Κοιτάτε! Η νύχτα γοργά θα φύγει. Χάνεται τ’αστέρι τους. Σε λίγη ώρα θα χαράξει η μέρα. Εκείνη η μέρα που θα χορέψει ο ήλιος. Κόκκινη μέρα της Λευτεριάς στην Αθήνα. Εκείνη η ημέρα, σαν κι εμείς θα χορέψουμε μεσ’στους δρόμους και πάλι θα ειδωθούμε. |